“(…) Φάμπρικες για σαρδέλες του κουτιού, καταγώγια, ταβέρνες και μπορντέλα μικρομάγαζα, εργαστήρια χημικά, παλιοξενοδοχεία. Κάποιος είπε πως στο δρόμο τούτο κατοικούνε ‘πόρνες, ρουφιάνοι, χαρτοπαίχτες, μπάσταρδοι’ -εννοούσε, δηλαδή, πως κατοικούνε άνθρωποι λογής λογής. Αν τους κοίταζε όμως από μιαν άλλη χαραμάδα, ίσως τότε να ‘χε πει πως κατοικούνε ‘άγγελοι, άγιοι και οσιομάρτυρες’ -και πάλι θα εννοούσε το ίδιο…”

Το κομμάτι αυτό από τον πρόλογο του βιβλίου (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δαμιανός), τα λέει και τα περιγράφει όλα.

Αυτό ακριβώς είναι “Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες“: Ένα μυθιστόρημα στο οποίο περιγράφεται με τρόπο ρεαλιστικό μια βιομηχανική μικροκοινότητα και οι άνθρωποι που τη συναποτελούν. Οι πόρνες, οι ρουφιάνοι, οι χαρτοπαίχτες και οι μπάσταρδοι που έχουν αποτυπωθεί στερεοτυπικά στο μυαλό του αναγνώστη που δεν έχει ξεκινήσει ακόμη το ξεφύλλισμα, μετατρέπονται σελίδα με τη σελίδα σε αγγέλους, σε αγίους, σε οσιομάρτυρες.


Κι αυτό οφείλεται στη γραφίδα του πολυβραβευμένου Αμερικάνου μυθιστοριογράφου Τζον Στάινμπεκ (βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας 1962), ο οποίος βρίσκει τον τρόπο να σε κρατά απορροφημένο καθώς περιγράφει με μαεστρία τον αστικό τρόπο ζωής, την καθημερινότητα στο Μόντερεϊ της Καλιφόρνια κατά την παρκαμάζουσα οικονομικά δεκαετία του ’30.

Βάσει τίτλου, περιμένεις ότι θα δεις να εκτυλίσσεται μπροστά σου η ζωή των εργατών που πλημμυρίζουν με την παρουσία και τον ιδρώτα τους τις φάμπρικες σαρδέλας που δεσπόζουν στην γειτονιά. Ωστόσο, αυτές που κυριαρχούν είναι οι ζωές των δευτεραγωνιστών: μιας παρέας άεργων ενηλίκων, ενός μοναχικού βιολόγου, ενός επιτυχημένου κινέζου εμποράκου, μιας φιλάνθρωπης ιδιοκτήτριας οίκου ανοχής, ενός ονειροπαρμένου ζωγράφου. Κανένας εργάτης, κανένα αφεντικό, καμιά φάμπρικα. 

Οι περιθωριοποιημένες περσόνες έχουν το πάνω χέρι, οι μη εργάτες είναι αυτοί που κρατάνε τα κλειδιά της ιστορίας. Κι αυτοί είναι που συνθέτουν το ψηφιδωτό μιας νωχελικής κι ακινητοποιημένης ατμόσφαιρας, μιας καθημερινότητας του Τίποτα η οποία είναι την ίδια στιγμή τα Πάντα. Θα το διαπιστώσεις κι εσύ: η ζωή στο Μόντερεϊ, φαντάζει ανιαρή και μονότονη, αλλά έχει τον τρόπο να… αυτο-νοστιμίζει.

Στα της ανθρωπογεωγραφίας που σκαρφίζεται ο Στάινμπεκ, τώρα: Μέσα στην απουσία ενός κεντρικού ήρωα που υποτίθεται πως θα βρίσκεται εκεί για να σε καθηλώσει, υπάρχουν οι πανταχού παράλληλες παρουσίες του Μακ και της παρέας του, του Δόκτορα, της Ντόρας, του Λη Τσονγκ, η περιγραφή των οποίων σου δίνει την αίσθηση πως σε εκείνη την αμερικάνικη γωνιά -όπου η ζωή του ενός σκουντουφλούσε πάνω σε εκείνη του άλλου- κυλούσε έτσι ώστε η ατομοκεντρική διάθεση του καθενός να αποτελεί κομμάτι ενός όλου, γνήσιου και αλληλέγγυου. 

Κι αυτό αναδεικνύεται από την πανταχού παρούσα καχυποψία ανάμεσα στις σχέσεις των ηρώων, η οποία σχεδόν πάντα υποχωρεί και δίνει τη θέση της στη συνεργασία -με τα έστω κωμικοτραγικά της αποτελέσματα. Άλλωστε, η συνεργασία των γειτόνων στο Δρόμο με τις Φάμπρικες όταν οι μηχανές των εργοστασίων σβήνουν, είναι μονόδρομος. Η συνεργασία είναι μονόδρομος οπουδήποτε και οποτεδήποτε.

ΥΓ: Η μετάφραση του Κοσμά Πολίτη, ο οποίος καταφέρνει με το προσωπικό του στίγμα να δώσει μια χροιά λυρικού δημοτικισμού στην ιστορία, απογειώνει το -έτσι κι αλλιώς ευχάριστο- βιβλίο.