Όλοι κάτι πουλάμε σ’ αυτή τη ζωή. Ο Lou Reed λοιπόν, πούλαγε κωλοπαιδισμό. Και όχι απλό κωλοπαιδισμό, σκέτο. Κωλοπαιδισμό Νεοϋορκέζικο κι από τις πέντε συνοικίες που συγκροτούν το «μεγάλο μήλο». Αυτό το ιδιότυπο είδος καφρίλας, μαγκιάς, τσαντίλας και απλής περιφρόνησης προς τον συνάνθρωπο. Όπου σε σκουντάει ο Νεοϋορκέζος στο δρόμο γιατί βιάζεται, του λες «hey» και σου απαντάει «fuck you». Κι αν σ’ αρέσει.

Βάλτε μέσα και τον επαρχιωτισμό του Lou Reed (ο άνθρωπος μεγάλωσε στο Freeport του Long Island, για όνομα του Θεού), βάλτε και το παραμύθι της πρέζας που φούντωσε στη δεκαετία του ‘60 (μέσα κι έξω απ’ το Factory), βάλτε και την απελευθέρωση των ηθών (το «Walk on the wild side», μιλάει όχι για ένα, όχι για δύο αλλά για τρία τραβεστί από την ακολουθία του Warhol), ορίστε όλα τα συστατικά για την διαταραγμένη περσόνα που φιλοτέχνησε ανά τα έτη ο καλλιτέχνης. 

Και λέω «περσόνα», διότι οι δικοί του άνθρωποι επέμεναν και επιμένουν ότι ο αποθανών ήταν ένα κομμάτι μάλαμα. Καλό παιδί, γλυκύτατο, ήσυχο και προκομμένο. Καμία σχέση με τον τύπο που έψαχνε ευκαιρία να καυγαδίσει με τους μουσικοκριτικούς, να βρίσει τους ομότεχνούς του, να γαυγίσει στο κοινό εντός και εκτός συναυλιών. Ίσως να μέλωσε με τα χρόνια, ίσως να τον έστρωσε η Laurie Anderson, ίσως πάλι να άλλαξε ναρκωτικά όπως ο Iggy Pop. Διαβάστε το «Wonderland Avenue» του Danny Sugerman και θα με καταλάβετε.

Αρκετά όμως με τον χαρακτήρα του Reed. Για εμάς άλλωστε που τον καταναλώσαμε εκ του μακρόθεν, πολύ μεγαλύτερη σημασία είχε η μουσική του. Και η δικιά του η ατόφια και εκείνη που παρουσίαζε ως δικιά του. Είναι γνωστό πως έπεισε τα άλλα μέλη των Velvet Underground να του εκχωρήσουν τα συνθετικά και στιχουργικά δικαιώματα για τα τραγούδια του γκρουπ – πράγμα για το οποίο δεν σταμάτησε να τον σιχτιρίζει ο John Cale επί ολόκληρες δεκαετίες. Κι έτσι βρέθηκε ο Lou ως μοναδικός singer songwriter, ενώ είναι κάτι παραπάνω από σαφές, είναι προφανές ότι ο Cale, ο Morrison, ακόμη κι η Tucker συμμετείχαν σε όλα. Και μόνο το αυτοσχεδιαστικό όργιο του «Sister Ray» να υπολογίσει κανείς, καταρρέει ο μύθος της μοναχικής ιδιοφυίας.

Φάνηκε άλλωστε αυτό από την μετέπειτα πορεία του δημιουργού. Ο πρώτος του δίσκος βασίστηκε σε απολειφάδια των Velvets και οι υπόλοιποι δεν πλησίασαν ποτέ την ανάταση, την έκρηξη, το υγρό πυρ του παλιού του συγκροτήματος. Δυο καταπληκτικά τραγούδια εδώ, τρία σούπερ τραγούδια εκεί κι αυτό ήταν όλο. Ακόμη και το περιβόητο «Berlin», περισσότερο σαν «fuck you» ακουγόταν παρά σαν ολοκληρωμένη προσπάθεια κόνσεπτ άλμπουμ. Και μην ασχοληθούμε τώρα με τον θρύλο του «Μetal Music Machine», εκείνο πια κι αν ήταν «fuck you» ή μάλλον «FUCK YOU».

Σε μία και μόνο περίπτωση έφτασε κοντά στο δοξασμένο παρελθόν, με το μνημειώδες «ζωντανό» άλμπουμ «Rock ‘n’ Roll Animal». Κι εκεί ωστόσο τον τόνο έδωσαν δύο καταπληκτικοί κιθαρίστες ο Steve Hunter κι ο Dick Wagner. Τους έχασε στη συνέχεια και κινήθηκε σε ρηχά νερά. Έδειξε μια μικρή αναλαμπή με το «Νew York», έβαλε τα δυνατά του στο «Set the twilight reeling» (μια ηρωική αποτυχία, αναμφιβόλως) και ακολούθως ασχολήθηκε αποκλειστικά και μόνο με την υστεροφημία του ηχογραφώντας δίσκους ακαδημαϊκού περιεχομένου. 

Οπότε γιατί μας απασχολεί; Η απάντηση είναι απλή: Για την αμεσότητά του! Και είναι σπουδαίο πράγμα αυτό θα με ρωτήσετε. Ναι είναι σπουδαίο, θα σας πω. Είναι το θεμέλιο της pop δημιουργίας, είναι αυτή η ιστορία που σε σηκώνει απ’ τον καναπέ και δεν σε αφήνει να ξανακαθίσεις, η μικρή η λεπτομέρεια, η τιποτένια που σε κρατάει ξάγρυπνο τη νύχτα. Κι ο Lou Reed την είχε σε αφθονία την αμεσότητα, του περίσσευε να δώσει και να δανείσει. 

Και κάπως έτσι το κατέκτησε το υποσυνείδητό μας. Επειδή μίλησε για μια βόλτα στην άγρια πλευρά της πόλης, για μια τέλεια μέρα, για ένα βρώμικο σοκάκι και για έρωτες κάποτε απαγορευμένους. Μίλησε στη γλώσσα που καταλαβαίνουμε όλοι, στη γλώσσα που θέλουμε να μιλήσουμε όλοι. Μια φορά κι έναν καιρό ο μουσικοκριτικός (και νέμεση του Reed) Lester Βangs σημείωσε για τη στιχουργική του θείου Lou: «Ηταν τόσο μα τόσο απλοϊκή, σαν να έγραφε “πήγα ως την καρέκλα κι έκατσα”». Σωστό δεν λέω, αλλά η απάντηση είναι εξίσου απλοϊκή: «One, two, three o’clock, four o’clock, rock!».