Άνδρας, συγγραφέας, σύζυγος, πατέρας (πλέον), ταλαντούχος, low profile. Ειλικρινής και παθιασμένος. Ενεργός και αποστασιοποιημένος. 

Με το τελευταίο του βιβλίο «Η χορεύτρια του διαβόλου» (εκδ. Ψυχογιός) να βρίσκεται  στις υποψηφιότητες του λογοτεχνικού βραβείου Κλεψύδρα για το καλύτερο μυθιστόρημα του 2013, ο Στέφανος Δάνδολος ήταν άνετος σε όποιο θέμα και αν αγγίξαμε: ζωή, πολιτική, γυναίκα, τηλεόραση, ακόμα και για την παιδική ηλικία και τη πατρότητα. Και φυσικά για τη λογοτεχνία, αυτή που του χάρισε το βραβείο Μπότση από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας το 2009.

Αλλά ας τα πάρουμε ένα-ένα τα πράγματα. Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά και τη ζωή.

 

Τι σου έμαθε η ζωή… Αλλάζει ο άνδρας ή απλά ωριμάζει;

Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αλλάζουν. Η ίδια η ζωή τους αλλάζει. Η επιτυχία διαβρώνει την μνήμη τους, οι αποτυχίες πετρώνουν τη ψυχή. Υπάρχουν όμως κι εκείνοι που δεν αλλάζουν. Και νομίζω ότι ανήκω σε αυτή την κατηγορία. Είμαι ο ίδιος που ήμουν και στα είκοσι μου, αισιόδοξος, μοναχικός, εμμονικός με όσα αγαπώ. Η αλήθεια είναι ότι λυπάμαι όταν βλέπω ανθρώπους που έχουν αλλάξει, ανθρώπους που δεν μπορώ να τους αναγνωρίσω. Συνειδητοποιώ ότι κάτι φοβερό έχει συμβεί μέσα τους στη πορεία. Εγώ αισθάνομαι συμφιλιωμένος με τον εαυτό μου, με όλες τις επιτυχίες και τις αποτυχίες μου. Και υποθέτω πως αυτό είναι η ωρίμανση: να μην παύεις να είσαι αυτός που ήσουν, ενώ αποδέχεσαι ότι τα όνειρά σου γίνονται πιο γήινα.

 

Πόσοι παιδικοί φίλοι υπάρχουν αυτή τη στιγμή στη ζωή σου;

Ελάχιστοι. Αλλά είναι πολύ σημαντικοί. Για να είμαι ειλικρινής,  δεν είχα ποτέ πολλούς φίλους. Τα ενδιαφέροντά μου ήταν τέτοια, που η φυσική παρέα δεν ήταν πάντα απαραίτητη. Με τους παιδικούς φίλους όμως συμβαίνει το εξής: είναι εξοικειωμένοι με το πιο σημαντικό ίσως κομμάτι του εαυτού σου. Το ανέμελο, το αθώο, το ανεπιτήδευτο, το πλέον καθαρό. Για μένα αυτό αποτελεί την πεμπτουσία. Με τα χρόνια έχω καταλήξει ότι η παιδική μας ηλικία είναι η μοναδική πατρίδα που έχουμε. Και την κουβαλάμε ως το τέλος.

 

Υφίσταται η ανδρική φιλία στις ημέρες μας, με τον τρόπο που παρουσιάζεται ανά τους αιώνες;

Θα ήταν πολύ εύκολο να πω ότι έχει διαβρωθεί, όπως τόσα άλλα, όμως γνωρίζω ανθρώπους που θα έδιναν όλη τους τη ψυχή στο όνομα της φιλίας. Ίσως όλη αυτή η περιπέτεια των καιρών μας, με την συντριβή των μεγάλων ιδεών και των οραμάτων, και με τις δοκιμασίες που ο καθένας περνάει, μας έχει οδηγήσει ξανά στις παραδοσιακές αξίες. Οι άνθρωποι βρίσκουν και πάλι παρηγοριά στους ανθρώπους.

 

Ποιες οι διαφορές που έχεις εσύ ως πατέρας σε σχέση με τον πατέρα σου;

Ο πατέρας μου υπήρξε κομβικό κομμάτι της ζωής μου. Και δεν έχει πάψει να είναι. Οπότε οι διαφορές είναι μάλλον αμελητέες, ασήμαντες. Θέλω να πιστεύω ότι είμαι εξίσου τρυφερός πατέρας με κείνον, εξίσου δοτικός και εκδηλωτικός. Το βασικότερο ίσως είναι ότι μέσα από τη σχέση μου με τον γιο μου ξαναζώ τη σχέση μου με τον πατέρα μου. Και έτσι ο χρόνος τώρα πια μετράει πολύ πιο ουσιαστικά σε σχέση με το καιρό που δεν είχα δικό μου παιδί. Βλέπεις τα πράγματα διαφορετικά. Τα ορίζεις αλλιώς. Θέλεις να κρατήσεις τη στιγμή λίγο περισσότερο στα χέρια σου, να τη δεις πιο βαθιά. Το παν είναι πάντως η αφοσίωση. Η ειλικρινής, βαθιά αφοσίωση, που δεν είναι βεβαίως ιδανική πάντα -γιατί λάθη θα κάνεις και θα ξανακάνεις-, αλλά είναι αδιαπραγμάτευτη. Αυτό το μάθημα μου έδωσε ο πατέρας μου και μπορώ να το μεταφέρω και στο δικό μου παιδί.

 

Ποιο θέμα στριφογυρνά στο μυαλό σου εδώ και καιρό, αλλά ακόμη δεν θέλεις να το «ακουμπήσεις»;

Δε νομίζω ότι υπάρχει. Ό,τι με απασχόλησε σοβαρά για μεγάλα χρονικά διαστήματα το έγραψα. Δεν έχω απωθημένα. Κάποια από τα πρώτα μου βιβλία θα μπορούσαν φυσικά να γραφτούν καλύτερα, αν κι είναι άδικο να κρίνεις τη πρότερη δουλειά σου με βάση το σήμερα, αφού κάθε έργο αντανακλά τον εαυτό σου όταν το έγραψες. Όμως δεν υπάρχει θέμα που να με τρώει και να το έχω φοβηθεί. Αυτό που μπορώ να πω ότι έχει αλλάξει μέσα μου σε σχέση με το παρελθόν, είναι ότι πλέον «γεννάω» πιο δύσκολα. Η «Χορεύτρια του Διαβόλου» πέρασε από σαράντα κύματα, μου πήρε πολύ καιρό για να γραφτεί. Το καινούργιο βιβλίο προχωράει κι αυτό μάλλον αργά, αν και δουλεύω πυρετωδώς. Παλαιότερα ήμουν πληθωρικός, δούλευα πιο αβίαστα, τώρα δίνω πολύ μεγαλύτερη σημασία σε λεπτομέρειες που μπορεί να είναι και εντελώς ασήμαντες. Πάντως ζηλεύω εκείνους που μπορούν και εκδίδουν κάθε χρόνο. Δυστυχώς τα βιβλία έχουν πια πολύ μικρή διάρκεια ζωής με την πληθώρα των τίτλων που κυκλοφορούν.

 

Θα συμμετείχες σε ένα πολιτικό κόμμα όπως κάνουν συνάδελφοί σου;

Η πολιτική με γοητεύει. Αλλά ο τρόπος με τον οποίο ασκείται πια, με αποθαρρύνει. Ειλικρινά, με απωθεί όλη αυτή η αντιπαλότητα, με ενοχλούν οι συνεχείς διενέξεις, η φθορά που προκαλεί ο διαπληκτισμός. Πιστεύω ότι είναι εντελώς ανούσιος. Στην Ελλάδα η πολιτική είναι ταυτόσημη με το διαρκές φάγωμα, ο δημόσιος διάλογος δεν εμπνέει κανέναν. Βλέπεις ανθρώπους που τους ήξερες αλλιώς, να μετατρέπονται σε φωνακλάδες, που ψάχνουν μια αφορμή για να πλακωθούν. Το θεωρώ χάσιμο χρόνου. Θέλω να ζήσω μια ευτυχισμένη ζωή και η διαρκής σύγκρουση δε νομίζω ότι θα με έκανε ευτυχισμένο. Εάν το ζητούμενο ήταν η ίδια η πολιτική, και όχι το να βγαίνεις και να κάνεις τσαμπουκάδες όπου υπάρχει κοινό, τότε θα ήμουν απόλυτα ανοιχτός στην ιδέα.

 

Αν έγραφες τη συνέχεια ενός μυθιστορήματος, ποιο θα ήταν αυτό και πως θα το συνέχιζες;

Αγαπώ τα μυθιστορήματα που όταν τελειώνουν, -ακόμα κι αν είναι ανοιχτά σε ερμηνείες-, δεν σε αφήνουν να σκεφτείς κάποιο είδος συνέχειας. Επειδή όμως με έχουν στοιχειώσει ήρωες, συχνά έχω αναρωτηθεί τι να έκαναν ο Πόρτνοϊ του Φίλιπ Ροθ, ο Τσαρλς Ράιντερ από την «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ» του Ίβλιν Γουώ, ο Σμάιλι του Λε Καρέ, ο κύριος Πνιν του Ναμπόκοβ, μετά το τέλος των μυθιστορημάτων στα οποία μεγαλούργησαν. Εάν τολμούσα να σκεφτώ κάτι πάντως, αυτό θα ήταν πρίκουελ και όχι σίκουελ, και θα είχε να κάνει με το «Μόμπι Ντικ» του Μέλβιλ. Την ιστορία του Κάπτεν Έιχαμπ πριν εμφανιστεί ο αφηγητής Ισμαήλ.

 

Μπορώ να χρησιμοποιώ τον όρο «γκόμενα» στη συζήτησή μας;

Κανένα πρόβλημα.

 

Είναι πιο εύκολο για έναν συγγραφέα να ρίξει μια γκόμενα;

Για τον Νόρμαν Μέιλερ ήταν σίγουρα πιο εύκολο. Ντυνόταν σε στυλ Ντόναλντ Ντρέιπερ από το «Mad Men» και κυκλοφορούσε στη Σάνσετ Μπούλεβαρντ με ένα μαρτίνι στο χέρι. Νομίζω όμως ότι έχει  απομυθοποιηθεί πια το μυστήριο, και καλά, του συγγραφέα. Δεν «πουλάει» ιδιαίτερα.

Ποια ερώτηση μπορεί να εξοργίσει έναν συγγραφέα;

Η μόνη ερώτηση που μπορεί να με εξοργίσει είναι, «Δεν γράφετε αυτό τον καιρό;» Την άκουγα συχνά το 2012 επειδή πήγαιναν τρία χρόνια από το τελευταίο βιβλίο. Ο κόσμος έχει συνηθίσει πια να μας βλέπει να εκδίδουμε κάθε ένα-δύο χρόνια, νομίζει ότι εάν το κενό παραταθεί κάτι σου συνέβη. Φυσικά, δεν σταματάς ποτέ να δουλεύεις, μα ο άλλος δεν το καταλαβαίνει.

 

Τον άνδρα ορίζουν τα «όχι» ή τα «ναι» του;

Περισσότερο τα «όχι». Αλλά ακόμα πιο σημαντικά είναι τα «ναι» που εμπεριέχουν το «όχι». Δηλαδή τα ναι των συμβιβασμών. Όταν δεν μπορείς να κάνεις τον ήρωα επειδή όλα είναι εις βάρος σου, τότε είναι εξίσου ηρωικό το να αποδεχτείς μέσα σου ότι δεν είσαι ήρωας. Οι αποφάσεις που πρέπει να πάρεις, όχι επειδή το θες αλλά επειδή οφείλεις να τις πάρεις για να ζήσεις, ας πούμε, την οικογένειά σου, είναι γενναίες, παρότι μπορεί να φαίνονται αντι-ηρωικές.

 

Τι πληγώνει περισσότερο… Η αλήθεια ή το ψέμα;

Και τα δύο. Η αλήθεια πληγώνει επειδή απομυθοποιεί το ψέμα. Και το ψέμα πληγώνει επειδή υπενθυμίζει πόσο ανάγκη έχουν οι άνθρωποι να ζουν μέσα στα ψέματα. Το ψέμα το καταλαβαίνεις. Μυρίζει από μακριά. Αλλά είσαι πρόθυμος να το δεχτείς εάν σου κάνει τη ζωή λιγότερο ανυπόφορη. Δυστυχώς είμαστε επιρρεπείς στους μύθους και βολευόμαστε μέσα σε αυτούς. Η προσγείωση είναι πάντα ανώμαλη.

 

Πότε έκλαψες για τελευταία φορά;

Προχθές. Ήταν κάτι που έκανε ο μπέμπης. Είναι οκτώ μηνών τώρα, έχει αρχίσει και επικοινωνεί πολύ βαθιά με την μητέρα του και μένα. Είχαμε ξαπλώσει μαζί στο κρεβάτι και είχε γυρίσει προς το μέρος μου και μου χάιδευε το πρόσωπο. Δεν άντεξα.

 

Είναι ο έλληνας συγγραφέας υποτιμημένος, σε σχέση με τους συναδέλφους του στο εξωτερικό;

Σε σχέση με τις χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, είναι. Όλα έχουν να κάνουν όμως με το ποσοστό ανάγνωσης. Η Ελλάδα ζει στον αστερισμό της τηλεόρασης, όχι της λογοτεχνίας. Όλες οι έρευνες λένε ότι οι Έλληνες διαβάζουν ελάχιστα σε σχέση με τους ξένους λαούς. Εάν η ανάγνωση είναι υποτιμημένη, τότε είναι και οι συγγραφείς.

 

Ποιο παιδικό σου όνειρο έχεις ζήσει;

Όλα όσα ζω υπήρξαν παιδικό μου όνειρο. Και νιώθω αφάνταστα τυχερός. Επτά χρονών άρχισα να γράφω το πρώτο μου βιβλίο, μια παραλλαγή του Ρομπέν των Δασών. Στην εφηβεία ήξερα τι ήθελα στη ζωή μου, ήθελα να γίνω δημοσιογράφος και συγγραφέας, να ζω από τις λέξεις που γράφω. Και χαίρομαι που δεν ονειρεύτηκα ποτέ μεγαλεία, που δεν με απασχόλησε η αναγνωρισιμότητα ή τα χρήματα, γιατί κάθε σκαλί που ανέβαινα είχε την αξία του κι είχα το χρόνο να χωνέψω τη σημασία της. Στους πιτσιρικάδες σήμερα βλέπω μια βιασύνη τρομερή. Θέλουν να διαβαστούν, θέλουν να δουν το όνομά τους δημοσιευμένο, θέλουν την προσοχή. Εγώ δεν ήμουν έτσι. Το μόνο που με ενδιέφερε ήταν να βελτιώνομαι. Και να μαθαίνω.

 

Τι είναι πιο σημαντικό να διαθέτει ένας συγγραφέας… Εμπειρία ή φαντασία;

Παλαιότερα θα σου απαντούσα, η φαντασία. Τώρα όμως θεωρώ πως η εμπειρία είναι σπουδαιότερη. Η φαντασία είναι σημαντική, ασφαλώς. Χωρίς φαντασία δεν έχεις βιβλίο. Αλλά με την εμπειρία συμβαίνει το εξής: μπορείς να διαχειριστείς και την υποτυπώδη φαντασία ή την έλλειψη φαντασίας. Μπορείς να χτίσεις με τέτοιο τρόπο το έργο σου, που ακόμα κι αν η ιστορία είναι κοινότοπη, θα έχει ενδιαφέρον. Εξάλλου, είμαι από κείνους που πιστεύουν ότι ένα μυθιστόρημα δεν είναι απλά έμπνευση και γράψιμο, αλλά σύνθεση περισσότερων πραγμάτων, με εμμονή στις λεπτομέρειες του ρυθμού και της δομής, και με επιλογές που μόνο τυχαίες δεν είναι. Όλη αυτή η επεξεργασία έρχεται μόνο με την εμπειρία και μπορεί να απογειώσει ακόμα κι ένα βιβλίο χωρίς φαντασία.