Κλασικά, πρώτη φορά που άκουσα τ’ όνομα ήμουνα σπόρος. Πρέπει να το ‘χε συμπληρώσει η θεία μου σε “σκανδιναβικό”. Τα λύναμε μαζί γιατί μονάχα αυτά μπορούσα να καταλάβω πώς παίζονται, τα άλλα με τα μαύρα κουτάκια μου φέρναν πονοκέφαλο. Βάζει λοιπόν η θεία τ’ όνομα στα τετράγωνα, κι αρχίζει μετά να μου λέει γι’ αυτό τον τύπο που ήταν πολύ αστείος, πολύ “μάγκας”, πολύ ωραίος τύπος.

Μετά η θεία κλείνει το σταυρόλεξο, πέφτει για ύπνο, κι όταν ξυπνάει για φραπεδάκι απογευματινό εγώ έχω καβατζάρει τα 20. Πίνω καφέ που λες, έχω άποψη, γελάω δύσκολα κι οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες αξίζουνε μονάχα με δυο υπογραφές: ή Ψαθάς, ή Σακελλάριος. Ένεκα όμως που είχα κείνη την αγάπη στην ελληνική μυθολογία, ένα καλοκαίρι πιάνω το βιβλίο που ‘χε απ’ έξω πολεμιστή μουσάτο με ακόντιο-πένα στο χέρι, χαϊδεύω τις 600 και βάλε σελίδες, διαβάζω στο παλιομοδίτικο εξώφυλλο τ’ όνομα από το σκανδιναβικό σταυρόλεξο, κι ανοίγω. Ανοίγω που λες…

…την “Ελληνική Μυθολογία” του Νίκου του Τσιφόρου: του Έλληνα Βοκάκιου, Ίαν Φλέμινγκ, Μοπασάν και Γούντι Άλεν…

…και διαβάζω:

O Πάρις ήτανε βασιλόπουλο κι έβαλε τα καλά, σκιστό χιτώνα και τέτοια μοντέρνα κι αμέσως ανέβηκε στ’ ανάκτορα να επιδώση τα διαπιστευτήριά του.

Tούτο δω το παιδί ήτανε πολύ τζαναμπέτικο πλάσμα. Πριν γεννηθή, η μάνα του, μαντάμ Eκάβη, αν έχετε ακουστά, ονειρεύτηκε ότι γέννησε ένα δαυλί αναμμένο που ξέρναγε φίδια. Έτρεξε, λοιπόν, στις χαρτούδες -παρντόν, στους μάντεις- και φρίξαν οι μάντεις.
– Eίδατε τοιούτον όναρ;
– Γιες, μα το θεό.

Και λέω, κάτσε ρε συ, εδώ τα γράφει ωραία ο λεβέντης. Κι έπειτα κλείνω τη Μυθολογία (νεράκι οι 600 βάλε σελίδες) κι ανοίγω τηλεόραση. Και βλέπω Ρίζο να λέει: “Εγώ σήμερα σκίζω Μαρίνες!“, κόβω κάτι γέλια, κοιτάω ποιος ευθύνεται γι’ αυτό: “Σενάριο-Σκηνοθεσία” λέει, “Νίκος Τσιφόρος”. Κι έτσι, ο Τσιφόρος έπαψε να ‘ναι όνομα σε “σκανδιναβικό”, κι έγινε φιλαράκι μου. Πλάι στο νευρωτικό σπικάρισμα (γραπτό ή προφορικό) του Γούντι Άλεν, η αργκό του εξίσου αγνού στις λέξεις του, Νικόλα. Και πλάι στη Νέα Υόρκη των σκληρών τύπων και των φοβισμένων φουκαράδων, η Αθήνα με τ’ αλάνια, τα παλιόπαιδα τ’ ατίθασα.

Άρχισα που λες να τονε ψάχνω, κι είδα που υπέγραψε την “Ωραία των Αθηνών”, το “Θησαυρό του Μακαρίτη”, τους “Τρεις Ντετέκτιβ” και το “Ποντικάκι”. Κι ύστερα διάβασα γι’ “Ανθρώπους κι Ανθρωπάκια”, για “Παιδιά της Πιάτσας”, για “Μας και για τους Φράγκους” και για τον ένα, το μοναδικό πραγματικό Έλληνα Τζέιμς Μποντ, το “Μίλωνα Φιρίκη”. Κι όλο γελούσα και διασκέδαζα, διαβάζοντας για Σταυροφόρους και για Ήρωες, για τη Μυθολογία και τη Βίβλο, για τους Μασόνους και την πιάτσα, για την Αθήνα, την Αμερική, και τη Γαλλία. Ωραία πράγματα, γραμμένα από ‘ναν μάγκα,..

…τον πιο μεγάλο “μάγκα” των ελληνικών γραμμάτων!

Η γλώσσα μόρτικη, μα σου ‘δινε γλωσσάρι (τζέντλεμαν!) για να μπορείς να τη διαβάσεις. Ηθογράφος που φέρθηκε στον “υπόκοσμο” της Αθήνας με τρόπο ντόμπρο και μ’ αγνή συμπάθεια, με μεγαλύτερη συμπάθεια κι απ’ αυτή του Ίρβιν Γουέλς (Trainspotting) για τον κόσμο των “σκωτσέζικων” ναρκωτικών. Κι αυτή η γλώσσα κι η συμπάθειά του στη “μαγκιά”, τον έκανε για κριτικούς και για τον κόσμο τον καλό, παρία. Μα τι τα θες; Παίρνουνε μυρωδιά οι κριτικοί;

Όμως μη χάσουμε το δάσος: δεν γράφω σήμερα για να σε πείσω πόσο ήτανε σπουδαίος με τις λέξεις του ο Τσιφόρος. Γράφω για να του πω ευχαριστώ, γιατί μεσ’ απ’ τον τρόπο του, άνοιξε δρόμο. Έδειξε σ’ Έλληνες γραφιάδες, πως η αργκό μπορεί να γίνει κείμενο κι ότι το χιούμορ γίνεται καλή λογοτεχνία. Μα πάνω απ’ όλα, μ’ έκανε να περάσω όμορφα μ’ έναν καλό μου φίλο. Βλέπεις, μέσα στο χάσιμο, μες στο χαμό του υψηλού νοήματος, έρχεται τούτος ο ανθρωπάκος με τα τόσα πολλά βιβλία του, να σου θυμίσει το πρώτο και σημαντικό: ο συγγραφέας, ο σκηνοθέτης, ο καλλιτέχνης πρέπει πάνω απ’ όλα να ‘ναι φίλος σου. Να ‘ναι ο καλός, ο διαβασμένος φίλος σου, που σου μαθαίνει πράγματα, που σε βάζει να σκέφτεσαι και που σε κάνει να γελάς.

Κι άμα τα κάνει όλα μαζί, ακόμα καλύτερα!