Την εποχή που ο Σουμάχερ κυριαρχούσε κι εγώ ζούσα τον εσωτερικό μου διχασμό (να στηρίζω απ’ τη μια Φεράρι κι απ’ την άλλη Χάκινεν), ο πατέρας μου κι η μάνα μου έλεγαν άλλο όνομα κάθε φορά που η κουβέντα έφτανε σε γκάζια και ταχύτητες. Έλεγαν, Νίκι Λάουντα. Και καθώς δεν μεγάλωσα σε οικογένεια που μύριζε λάδι και λάστιχο, ούτε περνάγμαε τις Κυριακές μας με Γκραν Πρι, ο τύπος (σκεφτόμουν) πρέπει να ‘ταν πολύ διάσημος, κάποτε.

Ήταν καλός, πολύ καλός, μου λέγανε. “Πιο καλός απ’ το Σουμάχερ;” ρωτούσα. Μου ‘λεγαν ύστερα για ένα ατύχημα. “Χειρότερο απ’ του Σένα;” σκεφτόμουν. Τελικά ήρθε ένα τύπος από “άλλο ανέκδοτο” για να μου πει την ιστορία απ’ την αρχή. Ήταν ο Ρον Χάουαρντ και η ταινία του: το Rush. Ίσως την ιστορία να μου την είπε μεροληπτικά, αλλά την είπε. Κι εγώ τότε κατάλαβα. Αυτός ο τύπος, ο Νίκι Λάουντα, δεν ήταν μονάχα ένας τεράστιος οδηγός. Ήταν κι ο τύπος που…

…κοίταξε κάποτε το θάνατο στα μάτια, και τον νίκησε!

Νίρμπουργκ, 1976. Ο Λάουντα είναι ο παγκόσμιος πρωταθλητής της περασμένης χρονιάς. Είναι πρώτος στη βαθμολογία των οδηγών και το ’76, κι ο πιο γρήγορος οδηγός του σιρκουί της Γερμανίας. Ωστόσο, ο “υπολογιστής”, καλεί τους συναδέλφους του σε συγκέντρωση μια μέρα πριν τον αγώνα, και τους ζητάει να απέχουν απ’ το Γκραν Πρι. Ο λόγος; Βαρβάτες ελλείψεις ασφαλείας της πίστας. Το αποτέλεσμα; Οι υπόλοιποι αδιαφορούν (κάποιοι υποπτεύονται δόλο του Λάουντα για να κερδίσει ευκολότερα τον τίτλο) – ο αγώνας θα γίνει κανονικά.

Έγινε. Κι η τραγική ειρωνία ήρθε να δώσει την ευκαιρία στο Νίκι για το πιο εμφατικά επώδυνο “σας τα ‘λεγα!” του παγκόσμιου αθλητισμού. Δεύτερος γύρος της κούρσας, χάνει τον έλεγχο, πέφτει στις μπαριέρες, το αμάξι του παίρνει φωτιά κι έπειτα δέχεται τρακάρισμα από άλλο μονοθέσιο. Ο Λάουντα γλυτώνει τη ζωή του, όχι χάρη στη διοργάνωση, τους ανθρώπους της F1 ή της πίστας, αλλά χάρη στους συναδέλφους του – τον Χάλαρντ Ερτλ, τον Γκάι Έντουαρτς, τον Λούγκερ και κυρίως τον Αρτούρο Μερζάριο που απεγκλώβησε τον πρωταθλητή απ’ το φλεγόμενο αυτοκίνητο. Ήταν εκείνοι που “δεν ψήφισαν”. Ήταν εκείνοι που τον έσωσαν. Ήταν εκείνοι που “τους τα ‘λεγε”…

Ύστερα, κόμμα. Το κεφάλι του γεμάτο εγκαύματα. Από τέτοιο ατύχημα λίγοι θα επιβίωναν. Ακόμα λιγότεροι θα οδηγούσαν ξανά αυτοκίνητο. Ο Λάουντα ωστόσο, δεν ήταν “λίγοι”. Ήταν ο Νίκι! Και οδήγησε ξανά, όχι απλώς σε δρόμο αλλά σε πίστα…

…έξι εβδομάδες μετά!

Είχε χάσει μόλις δύο αγώνες. Κι είχε χτίσει τόσο μεγάλη διαφορά μες στη χρονιά ώστε να ‘ναι ακόμη πρώτος. Τελικά, στο τελευταίο Γκραν Πρι του πρωταθλήματος, στην Ιαπωνία, είχε βροχή. Ο Νίκι ένιωσε πως οι συνθήκες “δεν ήταν ασφαλείς” κι εγκατέλειψε τον αγώνα (ποιος να τον κατηγορήσει;). Μοιραία έχασε τον τίτλο απ’ το φιλαράκι του, τον Τζέιμς Χαντ. Μοιραία έχασε τον τίτλο για… έναν πόντο! Τελικά ξαναπήρε τα σκίπτρα του την επόμενη χρονιά, το 1977.

Όλα αυτά δεν τα γράφω για να θαυμάσει κανείς την ικανότητα ενός οδηγού που έφυγε απ’ τις πίστες όντας τρεις φορές πρωταθλητής. Δεν τα γράφω για να χειροκροτήσει κανείς το μόνο άνθρωπο που “συνταξιωδοτήθηκε – επανήλθε” και σήκωσε κούπα (να βγει ο κύριος Τζόρνταν στο τηλέφωνο!). Δεν τα γράφω καν για να δικαιολογήσω το μαράζι μου, που ο Λάουντα έβαλε τρία σε μια τροπαιοθήκη που, χωρίς το Νίμπουργκ θα ‘χε τέσσερα, ίσως πέντε, μπορεί και έξι… Τα γράφω για να υποκλιθώ στον άνθρωπο που…

…δίδαξε τον κόσμο τι σημαίνει θέληση για ζωή!

Ο Λάουντα δεν έτρεχε για να ζήσει. Ο Λάουντα δεν ζούσε για να τρέχει. Ο Λάουντα ζούσε. Και έτρεχε. Δε ρίσκαρε να του κλέψουν τη ζωή η ένταση, η αδρεναλίνη, η ματαιοδοξία. Μα δεν άφησε και το φόβο του θανάτου να του κλέψει όσα αγαπούσε. Οπότε, να ένα συμπέρασμα που εύκολα μπορώ να έχω:

Δεν ξέρω αν ο Νίκι ήταν ο πιο σπουδαίος οδηγός μονοθεσίου (το πιστεύω, μα δεν μπορώ με σιγουριά να το δηλώσω). Ήτανε μάλλον ένας απ’ τους πιο σημαντικούς συνολικά ανθρώπους της F1, μα και γι’ αυτό μπορεί να διαφωνήσεις. Εκείνο όμως που σίγουρα δεν γίνεται να του στερήσει κανείς, είναι πως ο Νίκι υπήρξε το πιο μεγάλο παλικάρι που κάθισε ποτέ πίσω από τιμόνι. Και θα ‘ναι για πάντα η κατεύθυνση που δείχνει το δάχτυλο, όταν αναρωτιέσαι αν γίνεται ένας θνητός να κλέψει την καρό σημαία από το θάνατο. Γίνεται! Κι αν ο θάνατος του πήρε τελικά το πρωτάθλημα (απ’ όλους το παίρνει), ο Νίκι κέρδιζε κάθε μέρα για 40 χρόνια έναν αγώνα, που άλλοι δεν θα ‘μπαιναν καν να τον τρέξουν. Ο Νίκι έζησε!