Όταν με ρωτάνε ποιον βλέπω όταν κλείνω για ένα δευτερόλεπτο τα μάτια μου, απαντάω τον Λουκιανό. Βλέπω τα υπέροχα λευκά μαλλιά του ανάκατα να χορεύουν στο πιάνο. Το βλέμμα του γελάει κάτω από ένα καουμπόικο καπέλο, καυτηριάζοντας τη ζωούλα μας σαν σε παιδικό τραγούδι. Όταν με ρωτάνε ποια ακούω όταν κλείνω τα αφτιά μου, απαντάω την Αρλέτα. Γαργαλάει την κιθάρα της, μασουλάει μια σερενάτα και ξεδιψάει με batida de coco. Όταν όμως με ρωτάνε ποιος που λείπει πιο πολύ, τότε σκέφτομαι τον Νίκο Παπάζογλου. Φοράει τα τζιν πουκάμισα των φυλακισμένων που του έστελναν από την Αμερική και στο λαιμό του ανεμίζει κάτι κόκκινο. Όταν μου λείπει ο Νίκος Παπάζογλου, πιστεύω στη ζωή πριν το θάνατο…

Μια ζωή με μεράκι και λεβεντιά που ξεκίνησε 20 Μάρτη του 1948 στη Θεσσαλονίκη και ταξίδεψε για 63 χρόνια. Μια ζωή αυτοσχέδια, τραγουδισμένη στα πάρκα και στον πρώτο όροφο του Λευκού Πύργου. Ένας μπαγλαμάς που χαϊδεύτηκε στην Κάρπαθο και την Αστυπάλαια, που παρηγόρησε το Αγαθονήσι και τη Νίσυρο όταν ακόμη τα καράβια έπιαναν δειλά στα λιμάνια τους. Μικρό στούντιο, χειροποίητα μηχανήματα στη δεκαετία του ΄70, τότε που αποφασίζει να μετακομίσει στη Δυτική Γερμανία και έπειτα να ηχογραφήσει με το συγκρότημα «Zealot» στο Μιλάνο 6 τραγούδια, τα οποία σήμερα βρίσκονται στα χέρια κάποιων λίγων και στενών φίλων. Έπειτα, ήρθε ο Νιόνιος, έφτασε ο Ρασούλης και μαζί με τον Ξυδάκη πήραν στην Τούμπα την «Εκδίκηση της Γυφτιάς».

Ήταν τότε που το λόγιο και εμπορευματοποιημένο πλέον τραγούδι του Θεοδωράκη, έδινε τη θέση του στην ποίηση της λαϊκής σοφίας ξεμπροστιάζοντας τηλεοράσεις και σταθμούς που θεωρούσαν ότι κάτι τέτοιο προσέβαλε την αισθητική των Ελλήνων.

«Ο Μανώλης και ο Νίκος κοιμόντουσαν. Πρώτη φορά βλέπω παιδιά με ανησυχίες και ιδεολογίες και απ’ όλα, να διαλέγουν όχι το κουλτουριάρικο αλλά το ντιπ λαϊκό. …Καλημερούδια. Πώς σας φαίνεται για τίτλος η εκδίκηση της γυφτιάς;. Ήταν αγουροξυπνημένοι και το δέχτηκαν….». Με αυτά τα λόγια ο Διονύσης Σαββόπουλος κλείνει το εισαγωγικό σημείωμα του δίσκου.

Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς καταστροφικός σεισμός πλήττει τη Θεσσαλονίκη. Ο Παπάζογλου με τη Βαρβάρα και την κόρη τους Αδελαΐδα χάνουν το σπίτι τους σαν σε αστραπή. Εκείνες πηγαίνουν σε συγγενείς στην Αμερική μέχρι να βρεθεί μια λύση και εκείνος δέχεται την πρόσκληση του Σαββόπουλου για το Πήλιο. Ο έρωτας, κρυβόταν σε εκείνο το μέρος, ακριβώς εκείνη τη στιγμή που βρέθηκε ο άνθρωπος με το λυγμό στη φωνή. Ένας λυγμός όχι παραίτησης αλλά τρεμάμενης ευαισθησίας και ακλόνητων αξιών. Δραπέτευσε από το Πήλιο έχοντας στο μυαλό του το νεογέννητο παιδί, γράφοντας μέσα σε είκοσι λεπτά τον «Αύγουστο», θάβοντας και θρηνώντας το ανεκπλήρωτο.

Ταξιδιάρικη ψυχή δεν δέχονταν σαμάρι. Μόνος του έστηνε τις συναυλίες του, μόνος του πλήρωνε τα σπασμένα αν κάτι δεν πήγαινε όπως περίμενε. Ήθελε οι μουσικοί του να είναι ερασιτέχνες, του χάλαγε το κέφι η επαγγελματική δεξιότητα Ο γιος του Κων/νου και της Μαγδαληνής που του φορούσε πάντα ένα λευκό μαντήλι πριν φύγει από το σπίτι και εκείνος μεγαλώνοντας το έκανε κόκκινο φουλάρι, νοίκιασε το «Ζουμ» με την μπάντα του στην Αθήνα και τραγουδούσε για εσένα και για εμένα, για τον Χατζηδάκη και τον κιμπορντίστα των Pink Ployd, Ρικ Ράιτ.

Μας έδωσε το «Χαράτσι» που αγαπήθηκε για τον εντελώς μοντέρνο ήχο συνθεσάιζερ και ένα σκασμό ακόμη ερμηνείες που θα τρεμοπαίζουν μέσα μας στους αιώνες.

Πάλεψε με τον καρκίνο και έφυγε τον Απρίλη του 2011, λίγο μετά τον αγαπημένο του συνεργάτη Ρασούλη.

Ο Νίκος Παπάζογλου, ήταν σίγουρα στιχάκι της στιγμής και ο λυγμός του κάθε φυλακισμένου ποιητή