Όταν ρώτησα τον Οικονομίδη, μου είπε τέσσερις κουβέντες: “Ο Στάθης είναι ντόμπρος”.

Τον βρήκα στα Εξάρχεια. Προτού ν’ αρχίσουμε, εκείνος μου είπε άλλες τόσες: “Να μην τα στρογγυλέψεις”. Κι ύστερα συμπλήρωσε: “Ο,τι σου πω, γραφ’ το! Καθαρά”, κι άρχισε να μιλάει.

Προτού διαβάσεις λοιπόν, όσο μου είπε για το θέατρο, το σινεμά, τον Οικονομίδη και τους νεοέλληνες, θα σου πω κι εγώ κάτι. Μπορεί να συμφωνώ ή να διαφωνώ με όσα είπε. Μπορεί να συμφωνείς ή να διαφωνείς κι εσύ. Αυτό στο οποίο κανείς δεν μπορεί να διαφωνήσει, είναι πως ο Οικονομίδης είχε δίκιο: ο Στάθης ο Σταμουλακάτος είναι ντόμπρος, είναι αληθινός κι είναι μεγάλος τύπος, διαόλε! Διάβασε και θα το δεις και μόνος σου…

Κλισέ η πρώτη ερώτηση αλλά δεν μπορώ να μη ρωτήσω: “βγαίνει” σήμερα ένας ηθοποιός που παίζει θέατρο και σινεμά;

Δύσκολα. Κάποτε ήταν η τηλεόραση που άφηνε χρήμα. Έχω ακούσει απίθανα ποσά, χιλιάρικα για ένα γκεστ. Τώρα τα πράγματα είναι ζόρικα. Οι πιο πολλοί ηθοποιοί είναι σαν τους Σουηδούς ποδοσφαιριστές του ’80: ημιεπαγγελματίες. Κάνουν κι άλλη δουλειά.

Είσαι κι εσύ “Σουηδός ποδοσφαιριστής του ’80”;

Εγώ ευτυχώς έχω πράγματα να κάνω. Γυρίζω την ταινία τώρα με τον Οικονομίδη [Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς], παίζω και στην παράσταση [Στέλλα Κοιμήσου]… Αλλά πάλι όταν τελειώσουν τα γυρίσματα θα πιάσω και την άλλη μου δουλειά. Την “κανονική”. Οι ηθοποιοί παίζουν για το μεράκι τους πια, για να μη σκουριάζουν. Λεφτά το θέατρο δεν έχει. Και το σινεμά ακόμα λιγότερα. Αφού δεν κόβει εισιτήρια.

Ωραία πάσα ρε Στάθη, τι διάολο έχει ο ελληνικός κινηματογράφος και δεν πείθει;

Οι περισσότεροι μείνανε στο σινεμά του ’60 και του ’70. «Παλιός καλός κινηματογράφος». Άλλη κουλτούρα, άλλα χρόνια, απολιθωμένο πλέον. Ο,τι καινούριο έρχεται, αυτές οι γενιές δεν το θέλουν, δεν το αγκαλιάζουν, θέλουν το λάιτ. Να γελάσουμε, να ξεφύγουμε, χωρίς μεγάλη σκέψη… Ύστερα περάσαμε το σκουπίδι της βιντεοταινίας, αγρίεψαν οι άνθρωποι, σιχάθηκαν, κι όταν ήρθε το σινεμά του 2000 με τον Οικονομίδη και με άλλους, δεν μπορούσε ο κόσμος να δεχτεί αυτά τα θέματα. Δεν είναι εύπεπτα, φρικάρει ο άλλος, λέει «όπα, δεν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι, αυτές οι καταστάσεις». Όμως υπάρχουν.

Ωστόσο ούτε κι ο Λάνθιμος είναι “λάιτ”. Γιατί σε μια χώρα που ο Λάνθιμος “πάει”, ο Οικονομίδης “δεν πάει”;

Καταρχάς, μέχρι να βρεθεί στα Όσκαρ, ούτε κι ο Λάνθιμος “πήγαινε” στον κόσμο. Ο Οικονομίδης δεν πάει γιατί δεν τον πάνε. Τη χρονιά του “Μαχαιροβγάλτη”, η ταινία κέρδισε όλα τα βραβεία της ακαδημίας εδώ, αλλά στα Όσκαρ στείλανε το Λάνθιμο. Δεν εννοώ ότι ο Λάνθιμος είναι κακός σκηνοθέτης. Απλά κάνει άλλου είδους ταινίες. Σουρεάλ κόσμοι, σουρεάλ οικογένειες, άλλη φάση. Θα μπορούσαν να είναι και σουηδικές, και γαλλικές, και γερμανικές, αγγίζει άλλου είδους θέματα. Ο Οικονομίδης χτυπάει τον Έλληνα. Τη δική μας την κοινωνία. Και γι’ αυτό δεν τον γουστάρουν.

 

Δεν αντέχει ο Έλληνας να τον κριτικάρεις;

Μην κρυβόμαστε, ο Έλληνας έχει τα κόμπλεξ του. Έχει ανάγκη να δειχτεί. Να είναι “κάποιος”. Δουλεύει σ’ ένα γραφείο, τον κατσαδιάζει ο διευθυντής, πάει το βράδυ για φαγητό και βγάζει τα σπασμένα στο σερβιτόρο. Θέλει να νιώσει ανώτερος, να νιώσει “αφεντικό”. Να δείξει ότι “πατάει” κάποιον, μπας και τον πάρουν οι άλλοι για σημαντικό. Παράδειγμα: Δούλευα ντελίβερι, δεν φαντάζεσαι τι κουδούνια έχω αντικρίσει.

Κουδούνια;

Κουδούνια, στις πόρτες. Γράφει ο άλλος: “Τάδε Τάδε” και με τεράστια γράμματα από κάτω: “Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος”. Όπα ρε φίλε! Τι πάει να πει αυτό; Τι νόημα έχει η δουλειά σου στο κουδούνι; Κι όχι απλά “δημόσιος υπάλληλος”. Βάζει και “ανώτερος”. Και καλά, πάνω από κάποιους. Δεν σου μιλάω για γιατρούς και δικηγόρους, αυτοί ανάβουν φωτεινή ταμπέλα – πες όμως ότι αυτοί έχουν και μια δικαιολογία. Αλλά “Ανώτερος Δημόσιος Υπάλληλος”; Για γέλια είναι! Είναι σαν τους μποντιμπιλντεράδες που κυκλοφορούν χειμώνα με τα κοντομάνικα, γιατί άμα κρύψουνε τα μπράτσα νιώθουν αδύναμοι.

Όταν λοιπόν ο Οικονομίδης αυτούς τους ανθρώπους τους ξεντύνει, τους δείχνει όπως είναι μες στο σπίτι τους, λούμπεν, χωρίς μπουφάν και χωρίς “ανώτερες θέσεις”, ε δεν τον θέλουν. Τους χαλάει να βλέπουνε τον εαυτό τους.

Οπότε αυτό είναι που πονάει; Να του χτυπήσεις του άλλου την “εικόνα” που έχει φτιάξει;

Ε, βέβαια. Όλα για τους άλλους τα κάνουμε. Παίρνεις πτυχίο για να λες “ξέρω αγγλικά” κι ας μην τα θυμάσαι. Παίρνεις αυτοκίνητο και το κοιτάς πώς είναι απ’ έξω. Εσύ είσαι μέσα, το οδηγείς από μέσα, τι σε νοιάζει το απ’ έξω; Για να σε νοιάζει, πάει να πει πως θέλεις να το δείξεις. Να σε δουν μέσα σ’ αυτό. Να σε δουν να οδηγείς τη Φεράρι, γιατί όποιος οδηγεί τέτοια είναι σπουδαίος.

Ε ναι ρε συ, αλλά είναι κι ωραίο αμάξι η Φεράρι. Δυνατό, ασφαλές…

Πάω στοίχημα φίλε, αν βάλεις τους ανθρώπους να διαλέξουν μια Φεράρι που πάει σαν Ντάτσουν ή ένα Ντάτσουν που πάει σαν Φεράρι, οι πιο πολλοί το πρώτο θα διαλέξουν. Ειδικά στην Ελλάδα, θα πήξουμε στη Φεράρι! Δεν τους νοιάζει το ασφαλές, το δυνατό, το γρήγορο, η μόστρα τους νοιάζει. Κι ο Γιάννης τους χαλάει τη μόστρα, γιατί τους δείχνει ότι στην πραγματικότητα είναι Ντάτσουν. Ότι “τρέχουν” με 50 λέξεις λεξιλόγιο κι όλη την ώρα λένε μπινελίκια.

Πολύ μπινελίκι όμως ρε παιδάκι μου. Δεν είναι λίγο υπερβολικό;

Μα έτσι δεν μιλάμε και μες στα σπίτια μας; Πόσες φορές λέει κάποιος “μαλάκα” κάθε μέρα; Ακούς μαλάκα στο σινεμά και σ’ ενοχλεί. Όταν ακούς “fuck” στις ξένες ταινίες δεν σε πειράζει. Δεν ξέρω, ίσως ακούγονται πιο όμορφα τα πράγματα σε άλλες γλώσσες και στη δική μας χτυπάει άσχημα. Όμως για μένα, οι ταινίες αυτές του Οικονομίδη αν είναι υπερβολικές, είναι όσο κι η πραγματικότητα. Όσο κι η ζωή που κάνουμε.

Μαλακία;

(Γελάει). Τι να γίνει…