Οι παρέες μοιάζουν με μυθικά παντοδύναμα πλάσματα. Ξεδιψούν με τσίπουρα και θρέφονται με ήχους, ενώ χοροπηδούν για να μεταβολίσουν στίχους που χαράζονται στα σωθικά τους, μέρες που μυρίζουν την προσωπική επανάσταση του καθενός. Στη σπίθα μιας τέτοιας φωτιάς μου φανερώθηκε ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, που έριξε φως σε μια γενιά που παλεύει να σκοτώσει τους σωτήρες της. Σε μια τέτοια παρέα θυμάμαι σχεδόν να ορκίζομαι ότι αν ποτέ έκανα συνέντευξη στον Θανάση, δεν θα με πείραζε να μην κάνω ποτέ ξανά. Κάμποσα χρόνια μετά και έχοντάς τον απέναντι μου του εξομολογούμαι εκείνη τη δήλωσή και γελάμε δυνατά. Στην πλατεία Πλάτωνος, ένα μεσημέρι Πέμπτης θα ορκιζόμουν ξανά το ίδιο.

Οδηγώντας προς το ραντεβού μας σκέφτομαι πως ο λόγος που η ποίηση είναι διεισδυτική στο αναγνωστικό κοινό, αφορά τα ελλειπτικά της νοήματα. Οι στίχοι του Θανάση όμως αποτελούν βιωματική γραφή, έχοντας μια αναπάντεχη διεισδυτικότητα στο ακροατήριό που είναι διαχρονικά νεανικό άρα ανανεώνεται. “Κάποιος μου είχε πει κάποτε: “Θανάση αυτά που γράφεις αρέσουν στον κόσμο, χωρίς να καταλαβαίνουν το γιατί”. Η Τέχνη είναι βίωμα, δεν είναι για κατανόηση. Εγώ πιστεύω ότι οι μεγάλες στιγμές που βιώνει το ανθρώπινο είδος από την ύπαρξή του αποθηκεύονται. Ίσως είναι το συλλογικό ασυνείδητο. Πάντως όχι, δεν αποτελούν όλοι οι στίχοι προσωπικό βίωμα, κάποιες φορές γράφω παραληρηματικά”.

Μοιραία περνούν απ’ το μυαλό μου στιγμές από συναυλίες της γενιά μου που με μια “Ηλιόπετρα” και μια “Ανδρομέδα” ξορκίζει τη μουδιασμένη καθημερινότητα. “Για μένα το κοινό δεν έχει ηλικία. Κατανοώ γιατί υπάρχει αυτή η παραδοξότητα, ενώ δηλαδή εγώ είμαι 60 ετών, πολλοί νέοι έρχονται να με ακούσουν. Απ’ τη μια έχει να κάνει με το περιεχόμενο των στίχων. Είναι εικόνες που δεν έχουν βιώσει, όμως το υπερρεαλιστικό στοιχείο που υπάρχει είναι μια απελευθερωτική διαδικασία για το νου. Νομίζω ότι οι νέοι άνθρωποι είναι ανοιχτοί σε αυτό γιατί είναι ακόμη καθαροί, δεν τους έχει μουτζουρώσει η πορεία της ζωής. Έπειτα, ακριβώς επειδή είναι πιο καθαροί από εμάς, παίζει σημαντικό ρολό γι’ αυτούς η αυθεντικότητα. Είναι έξω απ το περιεχόμενο της μουσικής, έχει να κάνει με τη στάση που κρατάω στα πράγματα. Είμαι ειλικρινής σε ό,τι κάνω και στον τρόπο που στέκομαι. Επίσης, είμαι πολύ ευάλωτος επειδή έχω ένα σορό ανεπάρκειες”.

Μάλλον αντιλήφθηκε την απορία όσων στεκόμασταν γύρω του, σχετικά με τις ανεπάρκειες. “Αν υπήρχε αστυνομία πολιτισμού θα με είχανε πάει φυλακή για τη φωνή μου. Είμαι μετριότατος οργανοπαίχτης και η σκηνική μου παρουσία είναι ανύπαρκτη. Στην ουσία τα τραγούδια μου παλεύουν ενάντια στις ανεπάρκειες μου. Μέσα μου τα τραγουδάω καλυτέρα απ’ τον καθένα. Όσο περνάνε τα χρονιά αποφεύγω να τραγουδάω. Έχω το απόλυτο μέσα μου, συγκρίνοντας με αυτό που βγαίνει, απογοητεύομαι”.

Ο Θανάσης είναι από τους δημιουργούς που μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι για την ποιότητα του ακροατηρίου τους. Οι συναυλίες του συνθέτουν εικόνα πολιτικοποίησης, μακριά από καθοδηγητικές κομματικές αξιώσεις. Το αντάμωμα αυτό μοιάζει με πολιτική παρέμβαση λόγω και της αισθητικής της μουσικής του. Τι ευθύνη φέρει άραγε αυτό;

“Αν φορτωνόμουν με βάρη θα οδηγούμουν στην ακύρωση της αυθεντικότητας. Στην Τέχνη πρέπει να ανοίγεσαι με τη μεγίστη αγνότητα”.

Είναι τόσα πολλά και συσσωρευμένα αυτά που θέλω να τον ρωτήσω, επιμένω όμως για λίγο ακόμη στο γεγονός ότι η πολιτική παρέμβαση, συγκεκριμένης κατεύθυνσης βρίσκει μόνιμη θέση στα live που κάνει. Παράλληλα, ο ίδιος ψυχώνει και βοηθά κινήματα. “Δεν νιώθω στρατευμένος. Προσπαθώ να φανώ αντάξιος των τραγουδιών, ακριβώς επειδή έχουν παρηγοριά. Έχω κοινωνικές ανησυχίες πριν ασχοληθώ με ένα τραγούδι. Η δημιουργία για τον δέκτη μπορεί να λειτουργήσει εξεγερτικά. Στον δημιουργό λειτουργεί αντίστροφα. Επειδή ακριβώς μου δίνει μια εσωτερική πληρότητα, ησυχάζει τις κοινωνικές ανησυχίες. Πού και πού κάνω κάποιες παρεμβάσεις. Κάποιες φορές φτάνει στο όριο του γελοίου, να μιλάς ως δημογέροντας επειδή γράφεις πέντε τραγούδια. Τα τραγούδια αρκούν και από μόνα τους”.

 

Καθώς μιλάει αναρωτιέμαι πώς μεταβολίζεται σε εκείνον η απογοήτευση και οι ματαιώσεις για τα κινήματα που καταπνίγονται. Η ματαιότητα της ύπαρξης είναι τόσο ριζωμένη μέσα μου, που καπελώνει όλες τις υπόλοιπες ματαιώσεις. Η σκοτεινή πλευρά του ανθρώπου έχει επικρατήσει. Από ελάχιστες χαραμάδες έχουμε δει τη φωτεινή πλευρά και μάλιστα για να την παρατηρήσουμε πρέπει να σκύψουμε. Στις δυσκολίες μας στον οικονομικό τομέα τα τελευταία χρόνια, αναπτύχθηκε περισσότερο η αλληλεγγύη. Είδα κινήματα, κοινωνικά ιατρεία και ομάδες. Βέβαια, περίμενα περισσότερα…”.

Η κουβέντα μεταφέρεται ξανά στους στίχους  που πειραματίζεται διαρκώς και στη μουσική, που έχει σαφώς λαϊκά στοιχεία αλλά όχι μόνο αυτά. Οι εργασίες του έχουν πλαισιακή αναφορά χωρίς να αποτελούν μια σκόρπια μάζωξη τραγουδιών για να βγει δίσκος. Είναι η νέα μορφή λαϊκού τραγουδιού, όσον αφορά τον στίχο και τον ήχο. Τον ρωτάω πώς βλέπει τους σπόρους που έχουν πέσει στο αυλάκι που έχει ανοίξει. “Η δημιουργία είναι σκυτάλη. Αν έχεις ανησυχίες, παίρνεις κάτι από το παρελθόν, βάζεις κάτι δικό σου και παραδίδεις στους επομένους. Δεν υπάρχει παρθενογένεση. Τα αυλάκια μου είναι στα πλαίσια αυλακιών που έρχονται από το παρελθόν. Έχω την αίσθηση ότι έχω βάλει κάποιο προσωπικό στοιχείο και στον στίχο είναι ξεκάθαρο. Έχω θέσει ζητήματα πέρα από το θηλυκό και το αρσενικό που είναι στον πυρήνα της ύπαρξης. Είναι άφυλα και δεν εμφανίζονται συχνά. Στη μουσική, το προσωπικό στοιχείο προκύπτει απ’ το γεγονός ότι έχω αγνοία της θεωρίας. Είμαι εντελώς πρωτόγονος. Εάν και η μουσική περνούσε μέσα από μια εγκεφαλική επεξεργασία, θα έβγαινε ελιτίστικο αποτέλεσμα“.

Τα τραγούδια του Θανάση έχουν μια ιαματική ιδιότητα. Έχοντας παραδεχτεί ότι η μουσική και η στιχουργική αποτελεί ένα είδος διαχείρισης υπαρξιακών εντάσεων, τον ρωτάω για τις συχνές αναφορές στον θάνατο. “Ο θάνατος για τον άνθρωπο είναι ό,τι πιο ανοίκειο και βασική λειτουργεία της Τέχνης είναι να τον προετοιμάσει γι’ αυτήν τη στιγμή. Οι άνθρωποι της υπαίθρου βλέπουν τη γέννηση και τον θάνατο κάθε χρόνο μέσα από τη φύση. Στην πόλη είναι πιο τρομοκρατημένοι. Με το να δείχνει η τηλεόραση συνεχώς τον θάνατό δημιουργεί την εντύπωση ότι συμβαίνει μόνο στους άλλους. Η εξοικείωση με τον θάνατο είναι μια αισιόδοξη διαδικασία”.

Καθόλου εξοικειωμένη με τον θάνατο ως παιδί πόλης, πάω την κουβέντα λίγο πιο δίπλα. Όχι όμως μακριά. Μιλάμε για το λαϊκό αφήγημα του Θείου που συνδέεται με τους φτωχούς και τους ξένους και διαφέρει από τα δημιουργήματα του Ιερατείου. “Δεν έχω νιώσει το θρησκευτικό συναίσθημα, ούτε την ύπαρξη κάποιου θεού. Πιτσιρίκας τσακωνόμουν με τα άλλα παιδιά ποιος θα πάρει το εξαπτέρυγο. Όταν άρχισα να δομώ τον χαρακτήρα μου δεν ένιωσα ότι κάποιος κινεί τα νήματα. Παρόλα αυτά, στα κομμάτια μου χρησιμοποιώ τέτοια στοιχεία, ώστε πολλοί νομίζουν ότι είμαι θρησκευόμενος. Σε κάποιους δίνει παρηγοριά, άλλοι που δεν μπορούν να μπουν σε αυτό το μήκος κύματος βρίσκουν αλλά αποκούμπια”.

Ο Θανάσης, έχει βγει μόνο μια φορά στην τηλεόραση, περιφρουρώντας διαρκώς την ανωνυμία του. “Πολλές φορές δεν αντιλαμβάνομαι τον κόσμο που έρχεται και με ακούει. Πέρασαν χρόνια και συνεχώς προστίθενται και άλλοι. Ίσως φταίει ότι δεν υπήρξε καπέλωμα από τα Μέσα. Πήγε από στόμα σε στόμα δεν ήρθε φυτευτό”.

Αναφέρει ακόμα και σήμερα ότι δεν τον αφήνουν να μπει στους χώρους που παίζει, επειδή δεν τον αναγνωρίζουν. Γελάμε και δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Για μας είναι η πιο εμβληματική φιγούρα επί σκηνής. “Πολλοί παντρεύτηκαν επειδή ερχόντουσαν στις συναυλίες. Κάποιοι ζητάνε να τους παντρέψω, αλλά δεν μπορώ να λειτουργήσω σε τελετές”.

Μένει σε χωριό έξω από τη Λάρισα που αποχωρίστηκε μόνο όταν έφυγε για σπουδές. Εκεί, έχει χρόνο για περισσότερη δημιουργία. Συχνά νιώθω ότι στον στίχο με εγκαταλείπει η έμπνευση. Η μουσική είναι ανεξάντλητη γιατί είναι πιο αφηρημένη. Αυτά που περιγράφω θέλω να είναι αντάξια με όσα έχω κάνει, οπότε όταν δυσκολεύομαι καταφεύγω στην ποίηση. Όταν τελειώνει η έμπνευση πρέπει να το αντιληφθείς ή να στο πουν αυτοί που σ’ αγαπάνε. Σε ξεπερνά η εποχή. Έχω στηρίξει μεγάλο μέρος της ύπαρξης μου σε αυτό που κάνω, είναι κάτι όμως που θα το δω εκείνην την ώρα”.

Ο τελευταίος δίσκος με τον Μάλαμα, ήδη έλιωσε στα αυτιά μας. “Με κατηγορήσαν ότι κατακρεούργησα το ποίημά του Λειβαδίτη, στο πρώτο τραγούδι του δίσκου. Δεν αντιλήφθηκαν τη δυσκολία αυτού που έκανα. Το αντιμετώπισα σαν τα κείμενα που διαβάζουν στην εκκλησιά, που είναι πεζά και βάζουν μια μελωδική φράση απαγγέλοντας τα. Το κείμενο είναι μια παραβολή και είναι σαν να το ψέλνω. Σκέφτομαι να πάρω όλη την “Καντάτα” και να την κάνω όπερα. Θα το προσπαθήσω όσο δύσκολο και αν είναι. Έχω καιρό στο μυαλό μου να κάνω μια λαϊκή όπερα, όχι με τραγουδιστές όπερας, αλλά με φίλους τραγουδιστές”.

Η κουβέντα φτάνει στο τέλος, μιλώντας για τα πιο αγαπημένα τραγούδια. Φτάνουμε στο “Λύκος Κακός”, το τραγούδι που έγραψε στα 17 του για την 15χρονη τότε γυναίκα του. “Το έγραψα όταν γνωριστήκαμε. Μετά από χρόνια βγήκε βρώμα ότι είμαι παιδεραστής και δεν το τραγούδησα ξανά. Το τι μπορούν να πούνε στο διαδίκτυο, είναι να τρελαθείς”.

Ο Θανάσης μας χαιρετά ξέροντας ότι θα ανταμώσουμε σύντομα. Θα πάρει τη θέση του στη σκηνή και εμείς θα σύρουμε τις καρδιές μας από κάτω. Θα φωνάξουμε συνθήματα, θα ξορκίσουμε τους φόβους μας, θα ερωτευτούμε το κέφι μας για ζωή. Φεύγοντας είμαι σίγουρη, ότι δεν έχει ιδέα πόσο σημαντικός είναι για όλους εμάς που τραβολογάμε μέρα και νύχτα τις ανησυχίες μέσα στα όνειρα μας, και αυτό ακριβώς είναι που τον κάνει τόσο σπουδαίο…