Ήταν καλοκαίρι του 2011. Ιούνιος. Ο μήνας που έχει σταματήσει η προσμονή του καλοκαιριού και πυρώνει η λαχτάρα του κορμιού για αλάτι. Εκείνο που υπογράφουν τα κύματα πάνω σου άπαξ και κάνεις πώς ξεγλιστράς από μέσα τους, που καίει τους ώμους και ομορφαίνει τα μαλλιά. Μήνας άγιος, σπάει τον χρόνο που μετρά λεπτά και δευτερόλεπτα χρόνων που μας έριξαν χωρίς να το πάρουμε πρέφα στην παγίδα της νοσταλγίας. Μήνας και χρόνος του “Χάσαμε τη μισή συναυλία, προχώρα”.

Στο Θέατρο Πέτρας, επτά χρόνια μετά, μπορώ να με χαζέψω φοιτήτρια ακόμη, με μαυρισμένα από σανδάλια πέλματα και με μια μεταξωτή φαρδιά μπορντό παντελόνα. Σκέφτομαι ότι ο λόγος που θυμάμαι τόσο έντονα την εικόνα αυτή, είναι ο αέρας που γαργαλούσε τα πόδια μου και δεν με αφήνει να την ξεχάσω. Ανοησίες! Τι μπορεί να κρατά ζωντανή μια συναυλία τόσα χρόνια μετά, αν όχι η στιγμή που ψάχνεις να χωρέσεις μέσα της, γεμάτη ιδρώτα και ποτά που λούζουν τα μαλλιά σου, αν όχι εκείνος που ξεψυχά την καρδιά του στη σκηνή; Εκείνο το βράδυ, που σήκωσα το βλέμμα μου και ο Θανάσης είπε εντελώς απλά και συγκλονιστικά: “Πάνω στα λιτά σου τα μαλλιά, φωλιάζουν λαμπυρίδες” και που με θράσος του απαντήσαμε: “Πάνω στα λιτά μαλλιά την αγάπη μου είδες”.

Ζούμε τις μέρες που ηδονιζόμαστε στην ακινητοποίηση που φέρουν οι λέξεις που σχηματίζουν φράσεις όπως “χαμένη γενιά”, “τα κινήματα πέθαναν, μαζί με τις ιδέες”, “οι νέοι έπαψαν να ονειρεύονται”. Στους στίχους του Θανάση που θα ακούσεις κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους, θα μπεις στο μετρό και θα τους τραγουδήσεις σε κάποια συναυλία, όλες οι πιο πάνω ηττοπάθειες λαμπαδιάζουν. Για όσους μπορούν να αντιληφθούν ότι η Τέχνη μπορεί να λειτουργήσει απελευθερωτικά και επαναστατικά στην όποια κοινωνία τους κλήρωσε να ζουν, το μοίρασμα αποτελεί πολιτική πράξη. Η ταπεινότητα ενός καλλιτέχνη, ο τρόπος που μαλακώνει την ψυχή σου, η συνέπεια του έργου με τη καθημερινότητα, είναι το δικό μας αντάρτικό. Αυτό που δεν παίρνει τα βουνά, παρά μένει και μάχεται στην χαρακωμένη πόλη.

“Συνήθως δεν μιλάω και δεν είμαι δημογέροντας. Η τέχνη για τον δημιουργό λειτουργεί αντεπαναστατικά. Από όσους μιλάνε, πολλοί δεν δικαιούνται να το κάνουν, γιατί ζουν στη χλιδή. Τι έχουν να πουν; Οι πράξεις μετράνε, τα λόγια από μόνα τους δεν λένε τίποτα. Δηλαδή, να κατηγορώ κάποιον, να είμαι υπέρ των καταπιεσμένων και εγώ να ζω στη χλιδή; Είναι απάτη! Στα περισσότερα που ακούω από καλλιτέχνες, κρατώ πολύ μικρό καλάθι”.

Ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, γεννά το απόλυτο τραγούδι, αυτό που παλεύει με τις ανεπάρκειες του για να μπορέσει να υπάρξει. Γράφει και μοιράζει χάνοντας τον λογαριασμό σε πόσα στόματα έχει ξοδέψει χωρίς να σπαταλήσει τον θησαυρό του. Παρόλα αυτά η ιδανική ερμηνεία γι’ αυτόν δεν μπορεί να διαχωριστεί από τον εσωτερικό κόσμο, αυτόν που ψιθυρίζει χωρίς κανείς να τον ακούει. Μπορεί να μην θέλει να τον ρωτάνε για το πόσο ικανοποιημένος είναι από τη χροιά της φωνής του και να είναι ευαίσθητος σε αυτό το θέμα, όμως κανείς δεν φύσηξε τον Πεχλιβάνη όπως εκείνος, σαρώνοντας θημάρια και ρητορικά χαλίκια.

“Θα πρέπει να αγαπάμε τα πάντα γιατί είμαστε ανακυκλώσιμα υλικά που μπορούν να γίνουν τα πάντα”

Απόγονος της δημοτικής ποίησης, γεννήθηκε στην Ελασσόνα, μεγάλωσε στον Τύρναβο και ενώ ήθελε να γίνει σκηνοθέτης σπούδασε μηχανολόγος μηχανικός στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Ανοίγοντας το εργαστήρι κατασκευής μουσικών οργάνων, η ζωή μάλλον είχε αρχίσει να χαράζει τους δρόμους της.  

Ο άνθρωπος που ταχυδρόμησε στίχους του στον Λοΐζο και που τελικά του άρεσαν και ήθελαν να συνεργαστούν. Ο καλλιτέχνης που βρέθηκε το 1982 στους Αγώνες Ελληνικού Τραγουδιού στην Κέρκυρα με τη “Χελώνα” του δίπλα στον Μάνο Χατζιδάκι, μας κάνει τη χάρη και ακόμη και αν δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, καταφέρνει και τον μεταμορφώνει έστω και για λίγο, ρίχνει τον σπόρο της σκέψης μέσα από ένα χάρισμα που περνά πάντα από το φίλτρο του ανθρωπιστικού ρόλου που αποτελεί χρέος της Τέχνη.

Καμιά φορά ακούω στίχους του και σχεδόν θα ορκιζόμουν ότι γράφει χωρίς να σκέφτεται το αποτέλεσμα. Δεν μπορείς να σκέφτεται κανείς το μέλλον όταν το τώρα μοιάζει τόσο επιτακτικό, όταν σε καλεί να γράψεις, να λυτρώσεις όσους ψάχνουν συγκίνηση σε μια αποκτηνωμένη εποχή.

Ανοίγομαι στη δημιουργία όχι με τη διάνοια αλλά αδιανόητα.  Καμμιά φορά οι κοινωνικές μου ανησυχίες βγαίνουν πιο ξεκάθαρα, άλλες πιο υπαινικτικά αλλά σίγουρα χωρίς μελέτη. Μια αίσθηση δικαίου με κατατρέχει και βάζει κι αυτή το δαχτυλάκι της στο συνοθύλευμα, στον ανεμοστρόβιλο της έμπνευσης που με σηκώνει ψηλά στην απόλαυση κι ύστερα με γκρεμοτσακίζει στην αδυναμία. Αλλά δεν είμαι στρατευμένος”.

Σήμερα, ο Θανάσης που μας βλέπει πάντα μεθυσμένους, σχεδόν πληγωμένους και εντελώς καταδικασμένους να ευτυχίσουμε με κάθε κόστος, έχει γενέθλια. Μεγαλώνει την εποχή που μικραίνουν οι νύχτες και ο αέρας διψά για αντάμωμα. Μεθά στο άκουσμα των νέων στίχων που σαλπάρουν κάπως έτσι: “Θα ‘ρθει καιρός που θα γελάς/ και, από το γέλιο σου νιφάδες/ θα πέφτουν απαλά στη μνήμη/ δίχως ν’ αφήνουν χαραμάδες”.

Χρόνια καλά Θανάση! Χρόνια που κανείς δεν θα ξεχνά πως: “Γεννιέται ο κόσμος όταν φιλιούνται δυο/ Η αγάπη πόλεμος, πόρτα που ανοίγει/ Μέσα στα σπλάχνα σταλάζει λίγο φως/ Είναι φεγγίτες τα σώματα που σμίγουν”.