“Ξέρεις γιέ μου τι είναι συνείδηση; Είναι μια πλεξούδα, ένα δυνατό στριφτό σκοινί φτιαγμένο από λουρίδες ανθρώπινο δέρμα! Μ’ αυτό οι πονηροί και οι αγιογδύτες δένουνε χειροπόδαρα τους τίμιους και τους δ υ ν α τ ο υ ς”. Διακογιάννης Κυριάκος – Σκυλάνθρωποι. 

Ήταν 14 Μάρτη του 1957. Μέρες που μυρίζουν Άνοιξη και στάζουν θυσία, μέρες που ουρλιάζει η ζωή πριν ξεσπάσει η ελευθερία. Μια Τετάρτη σαν και αυτήν ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης δραπέτευσε χωρίς να γίνει ποτέ νέος, μένοντας για πάντα στο σκαλοπάτι της εφηβείας, της ηλικίας του ονείρου.

Γεννήθηκε το 1938 σε ένα χωριό της Πάφου, μιας Κύπρου που πάλευε να ελευθερώσει τα πόδια της, να τρέξει μακριά από τα βρετανικά χρώματα. Έζησε σαν αστραπή, σαν ένας άνθρωπος που ήρθε στη γη για να ζήσει στον αέρα. Γεννήθηκε για να κλέψει όσα περισσότερα λουλούδια μπορούσε από κήπους που μοσχοβολούσαν “μοίρασμα”. Ο ίδιος περιγράφει καλύτερα από όλους όσους τολμάμε να γράψουμε για αυτόν, μια τέτοια κλοπή. Μια κλοπή για κάποια “εκείνη”:

Ήταν ένα γαρύφαλλο κόκκινο, φλογισμένο έκρυβε του έρωτα τη φλόγα στα φύλλα του και στ’ άρωμα του. Το έστειλε ο Θεός για να στολίσει ένα όμορφο σπιτάκι στην άκρη της πόλης μας. Γύρω του και άλλα λουλούδια. Και αυτό στη μέση στολισμένο με “πορφύρα” σα να κοίταζε χαρούμενο και έκανε “φλερτ” με τα άλλα λουλούδια. Αυτό το γαρύφαλλο σκέφτηκα να κλέψω για ΣΕΝΑ. Μόνο εσύ ήσουν άξια να το κρατάς στα χέρια σου. Και όμως –κλάψε, δεν κατόρθωσα να στο χαρίσω… Η ιστορία του: O κήπος τριγυρισμένος με σύρματα. Η πόρτα του κλειστή κι όλα στο σπίτι κλειστά, σκοτεινά και… θλιμμένα (σαν εμένα). Πηδώ σιγά κι αθόρυβα και προς τη γλάστρα ξεκινάω για να το κόψω πάω, για σένα που αγαπώ. Το κόβω με χαρά κι  – ω λύπη.!- ανοίγει η πόρτα βιαστικά και κάποιος άντρας βγαίνει… Ήταν τόσο ωραίο για με τόσο μοιραίο το λούλουδο αυτό.“.

Σα να γνώριζε τη σύντομη περατζάδα του και δεν ξαπόστασε στιγμή από τους στίχους που σφράγιζαν κάθε λευκό χαρτί, που γέμιζαν ουτοπία μια εποχή σκλαβιάς. Ήταν 1 Ιουνίου του 1953, όταν η μεγάλη αυτοκρατορία των 5 ηπείρων, οι Άγγλοι κυβερνήτες, ετοιμάζονταν να γιορτάσουν τους “εορτασμούς της σκέψεως”, όπως τους είπαν. Έκπληκτοι οι μαθητές της Πάφου είδαν εκείνο το πρωί Άγγλους στρατιώτες να σκάβουν το γήπεδο τους, κυματίζοντας μπροστά στα μάτια τους η αγγλική σημαία. Η μάχη μαθητών και αστυνομίας άφησε άφωνο τον κόσμο που ακόμη δεν μπορούσε να παραδοθεί στη σκέψη ότι η μοίρα του κάθε λαού γράφεται με ανυπακοή. 

Οι εικόνες της βασίλισσας, τα μονογράμματα της, τα βρετανικά λιοντάρια, οι αγγλικές σημαίες, οι διακοσμητικοί λαμπτήρες, τα πυροτεχνήματα και οι επιγραφές “God Save The Queen”, ξεσχίζονται και ποδοπατούνται. Σε κανέναν άνθρωπο δεν του πρέπει βασιλιάς, ακόμη κι αν κομπιάζει μερικές φορές για να πάρει ανάσες που του επιτρέπουν να προχωρήσει ξανά. Να ήταν εκείνη η μέρα που άναψε στην καρδιά του Παλληκαρίδη, το πάθος για τη λευτεριά;

“Μόνο λίγο ακόμη/ και στο μαύρο σου χώμα/ που η σκλαβιά και ο πόνος τώρα πατεί/ Η γλυκιά Λευτεριά / -καρτερούν τα παιδιά σου ξανά-/ πως με φλόγα και πάλι κοντά σου θα ‘ρθει.”.

Το 1955, θα γίνει μέλος της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών. Η φήμη του γιγαντώνεται, ενώ την ίδια χρονιά θα συλληφθεί λόγω της συμμετοχής του σε παράνομη πορεία. Λίγο πριν δραπετεύσει στο βουνό θα τον αποχωριστεί ο πατέρα του: “Παιδί μου, εκεί που θα πας πρόσεξε προ πάντων να είσαι τίμιος και ηθικός. Σε κάθε σχέση σου και σε κάθε περίσταση. Πήγαινε στην ευχή μου!”.

Έφυγε το παιδί του κυρ Μιλτιάδη, για να το δει ξανά στα χέρια εκείνων που μοιράζουν τη Γη σαν να μην υπάρχουν ζωντανά πλάσματα να τη σκάβουν με τα νύχια τους. Η ιστορία του κόσμου παίζει σε λούπα αιώνες ολόκληρους. 

Θα συλληφθεί ξανά ο Βαγορής. 5.000 λίρες κοστολόγησαν την αξία ενός δεκαοχτάχρονου, για όποιον τον παραδώσει στα χέρια ανελεύθερων ανθρώπων, που γυαλίζουν στέμματα και γέρνουν τα κορμιά τoυς σε μια υπόκλιση ντροπής. Ποια μοίρα ορίζει ανθρώπους να προσκυνούν;

Βασανίστηκε όσο λίγοι, όσο δύσκολα το πιστεύεις. 

“Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα, το έκαμα ως Ελλην Κύπριος, όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.”.

Προχωρούσε στον θάνατο, όπως μόνο ένας ελεύθερος άνθρωπος ξέρει να πεθαίνει. Πλησίαζε το τέλος με το κεφάλι στον ουρανό, με τα ιδανικά του να τον ψηλώνουν πάνω από την Κύπρο, σε όλη την Ελλάδα.

“Μη θρηνείς μάνα, πεθαίνω για την Ελλάδα”.

Και πέθανε. Χωρίς να λυγίσει, αδούλωτος και απροσκύνητος. Ελευθέρωσε την ψυχή του σε μια αγχόνη. Παρά τα δεκάδες τηλεγραφήματα από Ελλάδα και Κύπρο στην αγγλική κυβέρνηση και στον ΟΗΕ, ο πιτσιρικάς ήταν επικίνδυνος. Πόσο δίκιο είχαν! Δύο χρόνια αργότερα η Κύπρος ελευθερώνεται με τη θυσία του να αποτελεί σύμβολο αγώνα.

Κρατάω τον μεγαλειώδη πόνο όσων παρακολούθησαν περήφανοι τη θυσία των παιδιών τους. Τάσσομαι κοντά στις ξεσκισμένες τους καρδιές, προσκυνώ την ευγένεια που επισκέπτεται μόνο όσους ξυπνούν, για να αλλάξουν τον κόσμο. Κρατάω τα λόγια του πατέρα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη:

“Αν χαρίσετε τη ζωή του παιδιού μου, να χαρίζει και σε εσάς ο Θεός χρόνια. Αν όχι, δώστε μου το πτώμα του να το θάψω και ο Θεός να δίνει χρόνια στα παιδιά σας. Αν όμως δεν εγκρίνετε τίποτα από αυτά τα δύο, τότε έχετε μόνο τις ευχές του Θεού.”.

Ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, θάφτηκε στη φυλακή με τους βασανιστές να επιβεβαιώνουν ανά τον κόσμο, ότι ο φόβος τους μεγαλώνει ακόμη και αν τον στραγγαλίσουν

Κράτα κάτι από αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο, κράτα τα τελευταία του λόγια:

“Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί”.