Ήταν 2001. Εκείνος στην Ισπανία μέσα στο μονοθέσιο της Φεράρι να βλέπει σε όλο τον αγώνα την πλάτη του Χάκινεν, εγώ στα Βριλήσσια, στον καναπέ μου με χαμηλωμένη σχεδόν στο τέρμα την τηλεόραση γιατί οι υπόλοιποι απολάμβαναν τη μεσημεριανή τους σιέστα. 

Ήμουν 11 και οι γνώσεις μου για την F1 ήταν περίπου όσες και σήμερα. Μηδέν. Έβλεπα τα μονοθέσια να τρέχουν σαν τρελά, μου άρεσε το σχήμα τους, μου άρεσε ο θόρυβος για τον οποίο πήγαινα κοντά στην τηλεόραση να ακούσω καλύτερα χωρίς να ξυπνήσουν οι υπόλοιποι. Για κάποιον λόγο αυτό ήταν το πρώτο γκραν πρι που είδα ολόκληρο από την αρχή μέχρι το τέλος. 

Στο σπίτι υπήρχαν αναφορές περί αθλητισμού (και όχι μόνο), ακόμη και μηχανοκίνητου. Όλα στο κόκκινο. Ολυμπιακός, ΚΚΕ, Φεράρι. Δεν θα μπορούσα να ξεφύγω με κανέναν τρόπο, έτσι υποστήριζα κι εγώ το αλογάκι που ονειρευόμουν να οδηγήσω κάποια χρόνια αργότερα, όταν ο νόμος θα μου το επέτρεπε. Δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν τα κατάφερα ακόμα. 

Ο αγώνας έφτανε στο τέλος του κι ο αγαπημένος μου πιλότος μάλλον θα έβγαινε δεύτερος, αφού βρισκόταν γύρω στα 25 δευτερόλεπτα πίσω από τον Μίκα Χάκινεν, τον μεγάλο του αντίπαλο, αυτόν που στα μάτια μου ήταν ο Παναθηναϊκός, η ΝΔ και στην πραγματικότητα η ΜακΛάρεν. Παίρνω απόφαση να κλείσω την τηλεόραση στενοχωρημένος που ο νέος ήρωάς μου φαίνεται να κάνει την πρώτη του μεγάλη ήττα μπροστά στα θλιμμένα παιδικά μου μάτια που δεν αντέχουν να χάνουν. 

Λίγο πριν ακουμπήσω το τηλεκοντρόλ φαίνεται μια έντονη κινητικότητα στα πιτς της ΜακΛάρεν. Είναι τελευταίος γύρος. Περιμένω. Το μονοθέσιο του Χάκινεν κόβει προοδευτικά ταχύτητα. “Ώπα, κάτι γίνεται εδώ”. Ο Σουμάχερ πλησιάζει. Η διαφορά έχει πέσει στο μισό. Ο Χάκινεν πιέζει το μονοθέσιο στα άκρα για να φτάσει με οποιονδήποτε τρόπο στον τερματισμό, να πάρει έστω και έναν βαθμό, ενώ προφανώς εκείνο δεν δείχνει να ανταποκρίνεται. 

Η ΜακΛάρεν του Φινλανδού παραδίδει το πνεύμα. Ο Χάκινεν προδομένος από τον κινητήρα του μονοθεσίου του, αναγκάζεται να βγει εκτός πίστας. Δεν τσουλάει καν. Κατεβαίνει, χαιρετά τον κόσμο, αχνοφαίνεται μέσα στην κάπνα του σπασμένου του κινητήρα και ένας θεός ξέρει τι μπινελίκια ρίχνει από μέσα του. Ο Σουμάχερ τον προσπερνά, κερδίζει τον αγώνα και ταυτόχρονα κάνει ένα σημαντικό βήμα για την κατάκτηση του τίτλου. Όταν η τηλεόραση βγάζει στη φόρα την ενδοεπικοινωνία, ο Σούμι δίνει το ρισπέκτ στον τεράστιο αντίπαλό του, ίσως και τον μοναδικό αντίπαλο που πραγματικά σεβόταν και παραδεχόταν.

 

 Από εκείνη τη μέρα και για τα επόμενα 5-6 χρόνια δεν θα χάσω ούτε γκραν πρι, ούτε καν δοκιμαστικά. Από εκείνη τη μέρα το δωμάτιό μου άρχισε σιγά σιγά να αποκτά νέες αφίσες και η παιδική – εφηβική μου ηλικία, νέους ήρωες. Δίπλα στον Τζιοβάνι, δίπλα στον Ρίβερς, δίπλα στον Γκιούρδα και τον Χατζηθεοδώρου βρισκόταν ο Σουμάχερ. (Ο Λένιν θα έμπαινε λίγα χρόνια αργότερα σε αυτόν τον τοίχο).

Τον είδα να παίζει ποδόσφαιρο και να βάζει και γκολ στο Καραϊσκάκη σε φιλανθρωπικό ποδοσφαιρικό αγώνα. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. 

Τα χρόνια πέρασαν, η F1 άλλαξε, φλώρεψε, πιλότοι πλήρωναν για να αγωνιστούν, το άθλημα άλλαξε κανόνες, τα μονοθέσια έγιναν διαστημικά. Ο Σούμι επέστρεψε για λίγο, έκανε το κομμάτι του, ανέβηκε μερικές φορές στο βάθρο και αποχαιρέτισε για να αράξει σπίτι του και να πηγαίνει για σκι όποτε γουστάρει. 

Ήταν 29 Δεκεμβρίου του 2013 στις Γαλλικές Άλπεις όταν έχασε την ισορροπία του κάνοντας σκι και προσέκρουσε σε βράχο με το κεφάλι. «Ο σοβαρός κρανιοεγκεφαλικός τραυματισμός που υπέστη ο Σουμάχερ τον οδήγησε σε κώμα. Χρειάστηκε άμεση νευροχειρουργική επέμβαση. Η κατάσταση της υγείας του είναι κρίσιμη» ανέφερε το ιατρικό ανακοινωθέν του νοσοκομείου της Γκρενόμπλ.

Από τότε οι πληροφορίες για την υγεία του είναι ελάχιστες ενώ το σπίτι του έχει μετατραπεί σε ένα υπερσύγχρονο νοσοκομείο. 

Πάμε ρε Σούμι, μια νική ακόμα έμεινε…