Ο Ουγκό έλεγε πως ποιητής είναι αυτός που σκέφτηκε κάτι άλλο. Και ποιοι είμαστε εμείς να αρνηθούμε την ρήση του η οποία ενισχύεται σημαντικά όταν τη βλέπουμε να επιβεβαιώνεται από τη ζωή σπουδαίων λογοτεχνών; Ένας από αυτούς ο Αρτούρ Ρεμπώ που έζησε ολόκληρη τη σύντομη ζωή του σκεπτόμενος αυτό το “κάτι άλλο” και έφυγε για άλλους κόσμους, μια μέρα σαν τη σημερινή το 1891. 

Ο Ρεμπώ είναι μία μοναδική περίπτωση λογοτεχνή. Ο Καμύ τον χαρακτήρισε “ποιητή της εξέγερσης, και μάλιστα τον σημαντικότερο απ’ όλους”, ενώ εκατοντάδες μεταγενέστεροί του καλλιτέχνες επηρεάστηκαν από την ποίηση ενός καλλιτέχνη του λόγου που σταμάτησε το έργο του μόλις στα 20 του χρόνια. 

Γεννημένος και μεγαλωμένος σε ένα μάλλον μη υγειές οικογενειακό περιβάλλον στο οποίο το απόλυτο κουμάντο το έκανε η φανατική χριστιανή μητέρα του, ο νεαρός Ρεμπώ άλλαζε συχνά σχολεία και ζούσε μια άστατη παιδική και εφηβική ηλικία επειδή εκείνη προσπαθούσε να βρει την ιδανική χριστιανική εκπαίδευση για τον γιο της. Όταν τελικά η μητέρα του νιώθει σίγουρη για το κολέγιο της Σαρλεβίλ, ο Ρεμπώ αρχίζει να εκδηλώνει το λογοτεχνικό του ταλέντο. 

Στα 18 του, αποφασίζει να στείλει κάποια από τα ποιήματά του στον ποιητή που θεωρούσε κορυφαίο, τον Πολ Βερλαίν. Ο Βερλαίν ενθουσιάζεται από το ταλέντο του νεαρού και τον καλεί στο Παρίσι για να παρουσιάσει το έργο του. Λίγο πριν φτάσει εκεί γράφει το “Μεθυσμένο Καράβι”, ένα από τα αριστουργήματά του, θέλοντας να εντυπωσιάσει τον Βερλαίν από την πρώτη στιγμή. Και τα καταφέρνει:

[…]Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.

Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.[…]

 Λίγο καιρό αργότερα, ο Βερλαίν ενώ είναι παντρεμένος με παιδί, ερωτεύεται τον Ρεμπώ και μαζί ξεκινούν μια ζωή γεμάτη αλκοόλ, ναρκωτικά και έντονα συναισθήματα. Όταν η σύζυγός του αντιλαμβάνεται την κατάσταση, κάνει ό,τι μπορεί για να χωρίσει τους δύο άντρες εξαναγκάζοντας τον Βερλαίν να απομακρυνθεί από τον Ρεμπώ. Μένουν χώρια για αρκετό καιρό ενώ βρίσκονται στην ίδια πόλη ώσπου συναντιούνται την ημέρα που ο Ρεμπώ ετοιμάζεται να αναχωρήσει για το Βέλγιο. Ο Βερλαίν αποφασίζει να πάει μαζί του. 

Το 1872 σε μια περίοδο που οι δύο άντρες συζούν στο Λονδίνο και ενώ τα χρήματά τους έχουν τελειώσει, η γυναίκα του Βερλαίν τον πηγαίνει στα δικαστήρια κατηγορώντας τον για ομοφυλοφιλία και αποπλάνηση ανηλίκου. Το γυαλί έχει πλέον ραγίσει σχεδόν οριστικά και ο Ρεμπώ γυρίζει στο πατρικό του όπου και συγγράφει το μοναδικό βιβλίο που εκδόθηκε με τη θέλησή του. Ήταν μόλις 19 χρονών. 

Με μερικά αντίτυπα στις αποσκευές του οδεύει για το Παρίσι για την προώθηση του έργου του. Εκεί έρχεται αντιμέτωπος με την άρνηση των λογοτεχνών λόγω του βίου του που πλέον ήταν γνωστός σε όλους. Επιστρέφει στο πατρικό του, καίει όσα αντίτυπα του έχουν απομείνει, ρίχνει στη φωτιά και μερικές επιστολές του που θα μπορούσαν να έχουν σήμερα λογοτεχνικό ενδιαφέρον και αποστρέφεται για πάντα το γράψιμο. Δεν είναι καν 20 ετών και αποφασίζει να δώσει τέλος μια για πάντα στην λογοτεχνική του δράση. 

Τα επόμενα 19 χρόνια και μέχρι το τέλος της πολυτάραχης ζωής του τα περνά ταξιδεύοντας. Εργάζεται ως εξαγωγέας καφέ, εργοδηγός, αποικιοκράτης, εξερευνητής, εθελοντής σε τάγματα εκστρατείας, έμπορος όπλων και πιθανότητα δουλέμπορος. Όσο συνέβαιναν όλα αυτά, η φήμη του στους λογοτεχνικούς κύκλους του Παρισιού γιγαντωνόταν, ίσως επειδή όλοι τον θεωρούσαν νεκρό. Στις 10 Νοεμβρίου του 1891, μόλις στα 37 του αφήνει την τελευταία του πνοή στη Μασσαλία, από καρκίνο στα οστά. 

Σχεδόν 130 χρόνια μετά τον θάνατο του Ρεμπώ, οι μελετητές του έργου του κάνουν την ίδια σκέψη. Αυτός ο ποιητής που σταμάτησε το γράψιμο στα 20 και επηρέασε καλλιτέχνες όπως τον Πάμπλο Πικάσσο, τον Αντρέ Μπρετόν, τον Ζαν Κοκτώ, τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ, τον Μπομπ Ντύλαν και τον Τζιμ Μόρρισον, είχε πάρα πολλά να δώσει ακόμη…