Χρονομηχανή mode οn. Βρισκόμαστε στις αρχές του καλοκαιριού του 2014 και επειδή καλοκαίρι σημαίνει συναυλίες, έχω ήδη εξοπλιστεί από την προπώληση με εισιτήρια για κάθε live που μπορεί να με ενδιαφέρει μέσα στον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Ένα από αυτά ήταν του Θανάση Παπακωνσταντίνου στο θεάτρο Βράχων όπου παραδοσιακά γίνεται ένας μικρός χαμός. 

Σε εκείνη τη συναυλία λοιπόν, άρχισε να μιλά για τον δίσκο που επρόκειτο να βγάλει, την “Πρόσκληση σε δείπνο Κυανίου”, και συγκεκριμένα για ένα τραγούδι που θα ερμήνευε ο Σωκράτης Μάλαμας, με τίτλο “Ηλιόπετρα”. Ξαφνικά η βαβούρα κοπάζει και όλοι κοιτάζουν τον Θανάση Παπακωνσταντίνου να βγάζει ένα χαρτί από την τσέπη και να απαγγέλει την “Ηλιόπετρα” του Οκτάβιο Παζ, ένα ποίημα στους στίχους του οποίου βασίστηκε και το ομώνυμο τραγούδι που ερμήνευσε ο Μάλαμας. 

Ο Θανάσης απήγγειλε:

γεννιέται ο κόσμος όταν δυο φιλιούνται,
μια στάλα φως στα διάφανά μας σπλάχνα 
η κάμαρα σαν φρούτο μισανοίγει 
ή εκρήγνυται σαν σιωπηλό αστέρι
κι οι νόμοι φαγωμένοι απ’ τα ποντίκια,

 και μας προέτρεψε να μάθουμε για τον Οκτάβιο Παζ, να διαβάσουμε τα ποιήματά του και να τον αγαπήσουμε όπως εκείνος. 

Υπέκυψα (και πολύ καλά έκανα) και από τότε έφαγα τεράστιο κόλλημα. 

Ο ίδιος Παζ, περιγράφει για την “Ηλιόπετρα”:Κάθε ποίημα είναι διαφορετικό. Συχνά η πρώτη γραμμή είναι δώρο. Δεν ξέρω αν δίνεται από τους θεούς ή απ’ αυτή τη μυστήρια δύναμη που ονομάζεται έμπνευση. Η Ηλιόπετρα για παράδειγμα: Έγραψα τους πρώτους 30 στίχους σα να μου τους υπαγόρευε κάποιος σιωπηλά. Εξεπλάγην με τη ρευστότητα με την οποία εμφανίζονταν οι ενδεκασύλλαβοι ο ένας μετά τον άλλο. Προήλθαν από μακριά και από κοντά. Από το στήθος μου. Ξαφνικά, η ροή σταμάτησε. Διάβασα ό,τι είχα γράψει. Δεν χρειαζόταν να αλλάξω τίποτα. Ήταν όμως το ξεκίνημα και δεν ήξερα πού θα με οδηγούσαν αυτοί οι στίχοι. Μερικές μέρες αργότερα προσπάθησα να ξεκινήσω εκ νέου. Όχι με παθητικό τρόπο, αλλά κοπιάζοντας να προσανατολίσω και να διευθύνω τη ροή των στίχων. Έγραψα άλλους 30-40 στίχους. Σταμάτησα. Επέστρεψα λίγες ημέρες αργότερα και σιγά-σιγά άρχισα να ανακαλύπτω το θέμα του ποιήματος και πού πήγαιναν όλα.”

Αυτό το ποίημα, χαρακτηρίστηκε από τον τεράστιο Χούλιο Κορτάσαρ, ως “το ωραιότερο ερωτικό ποίημα της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας”.

Όπως ακριβώς τα έγραφε ο Οκτάβιο Παζ, έτσι ακριβώς τα διαβάζει και ο αναγνώστης. Η ρευστότητα (για να χρησιμοποιήσουμε και δική του λέξη) με την οποία διαβάζονται οι στίχοι του, είναι μαγική και πρωτόγνωρη. Τουλάχιστον για μένα. 

Ο Παζ υπήρξε άθεoς, σοσιαλιστής και βαθιά ανθρωπιστής. Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Luna Silvestre» («Ασημένιο Φεγγάρι») δημοσιεύτηκε το 1933, λίγο γίνει 20 ετών. Ο θάνατος του πατέρα του ένα χρόνο αργότερα τον ενέπνευσε για να γράψει το «Vigilias: fragmentos del diario de un sonador» («Ολονυκτίες: αποσπάσματα από το ημερολόγιο ενός ονειροπόλου»). Το βιβλίο όμως που τον έκανε διάσημο και τον καθιέρωσε στη συνείδηση των αναγνωστών της Ισπανόφωνης λογοτεχνίας ήταν το «Libertad bajo palabra» («Ελευθερία υπό όρους»), το οποίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1935. 

Γεννήθηκε και πέθανε στην πόλη του Μεξικό ενώ κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε σε πολλές χώρες του κόσμου ως μέλος του Διπλωματικού σώματος της πατρίδας του αρχικά, αλλά και ως πρέσβης στη συνέχεια. Έχει πολλές επιρροές στο γράψιμό του από τον Έλιοτ ενώ μιλούσε 5 γλώσσες, μεταξύ των οποίων και τα ελληνικά. 

Κλισέ, αλλά ο Παζ ήταν πλυγραφότατος. Εξέδωσε 27 ποιητικές συλλογές, 31 δοκίμια ενώ έγραψε και ένα θατρικό έργο, ταυτόχρονα αρθρογραφούσε ή και διήυθυνε διάφορα λογοτεχνικά περιοδικά. 

Στα 76 του, μία μέρα σαν τη σημερινή το 1990, του απονεμήθηκε το βραβείο Νόμπελ για το σύνολο του έργου του. Ο λόγος του με τίτλο «Ψάχνοντας το παρόν» θεωρείται μέχρι και σήμερα, ένας από τους καλύτερους που έχουν ακουστεί στη Σουηδική Ακαδημία. 

 

Σε ευχαριστώ γι’ αυτό Θανάση Παπακωνσταντίνου.