Ήταν Σεπτέμβρης του 2015. Η αρχή του φθινοπώρου. Τα φύλλα κιτρίνιζαν τη νοσταλγία του καλοκαιριού και έπεφταν κάνοντας έναν θόρυβο γεμάτο γρέζι. Ο Σεπτέμβρης της μοναξιάς και του ρομαντισμού. Εκείνος ο Σεπτέμβρης που τα Κρίνα ενώθηκαν, μη και σπάσει το ένα από αυτά, μη και πενθήσει μια ολόκληρη εποχή.

Θυμάμαι εκείνο το απόγευμα στο Γκάζι. Το εισιτήριο γύριζε στα ιδρωμένα χέρια μου, και το άγχος για μια γλυκόπικρη αντάμωση κορυφωνόταν κάθε λεπτό. Τα Διάφανα Κρίνα, οι εφηβικοί ήρωες παιδιών της γενιάς μου που όταν μπόρεσαν να καταλάβουν το μεγαλείο τους διαλύθηκαν, ξανά μαζί. Ο σκοπός τόσο οδυνηρός, η ανάγκη τόσο μεγάλη, ο πόνος τόσο μικρός μπροστά σε εκείνον που μας έμαθε ότι ο ρομαντισμός, μπορεί να σώσει την παρτίδα.

Με ένα λευκό πουκάμισο ο Θάνος ανέβηκε στη σκηνή, να μας θυμίσει όλες εκείνες της συναυλίες με τις μαύρες μπλούζες. Τις μπλούζες που καθρέφτιζαν την κατάθλιψη μιας γενιάς που σκαλίζει τη ψυχή της, μέχρι να δικαιώσει το φως.

«Ζούμε όση ζωή θελήσουμε να ζήσουμε. Είμαστε τα Διάφανα Κρίνα», μας είπε με εκείνη την απόκοσμη φωνή και τα χέρια όλων ενώθηκαν σε ένα χειροκρότημα που πνίγηκε στα βουρκωμένα μάτια μας, στα δάκρυα που έπεσαν σαν καρφίτσες, βλέποντας εκείνον τόσο ίδιο και τόσο διαφορετικό. Δυσκολεύομαι να σου περιγράψω τα συναισθήματα εκείνης της νύχτας. Μια σκηνή που σκαρφάλωσαν πάνω της οι ουτοπίες και οι ματαιώσεις μας, ο έρωτας και ο θάνατος. Ένας αέρας που φυλάκισε τις κραυγές μιας ανεκπλήρωτης αγάπης, και μάτια που αντάμωναν ανθρώπους που είχαμε ξαναδεί, είχαμε μοιραστεί την ίδια μπύρα, δώσαμε φιλιά και χαθήκαμε.


Μια συναυλία για τον Θάνο, που πάλευε στα ίσα τον καρκίνο. Που τον κουβαλούσε στο κορμί του, ντύνοντας τον με μια ειλικρίνεια που πάντα θα μας καίει. Μίλησε για τον θάνατο ανοιχτά, μήπως και χαθούνε λιγότερες ευκαιρίες. Μήπως και αφήσουμε λιγότερο από τη ζωή μας να πάει χαμένη…

«Σε μία ρατσιστική κοινωνία η οποία ρίχνει στον Καιάδα της εύκολα το ανθρώπινο κομμάτι της που νοσεί αντιμετωπίζοντας το με λύπηση και με φόβο, χρειάζεται να σηκώνουμε το ανάστημα μας και να μπορούμε να ανακοινώνουμε ελεύθερα το κάθε πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε γιατί είναι πρόβλημα όλων. Και κάποια στιγμή ο καθένας μας μπορεί να βρεθεί στην ίδια θέση». 

Έπειτα ήρθε ο Μάης. Τότε, που ανθίζουν τα λουλούδια, που ψελλίζουν τα κρίνα. Σε έναν καναπέ στο Παλλάς, μας περίμενε να μας τραγουδήσει τους καταραμένους της ζωής του. Θυμάμαι να κάθομαι αναπαυτικά, ανασύροντας τα χρόνια που πέρασαν με μελανιές από σπρωξιές στις συναυλίες, με ρούχα που μύριζαν ούζο και ιδρώτα, για να βρεθώ καθισμένη σε μια βελούδινη καρέκλα να αποχαιρετώ στίχους και νότες των πιο αγαπημένων μου χρόνων.


Ο άνθρωπος που λάτρευε τον Ποέ και τον Ρεμπώ, που δεν σταμάτησε να διαβάζει Πολυδούρη και Μπουκόβσκι, στέκονταν ανάμεσα σε κεριά και φίλους, σηκώνοντας αργά τα γυαλιά που θόλωναν στις ανάσες του καπνού του. «Επειδή ο κόσμος ντρέπεται να δηλώσει ρομαντικός, πάντα θα παραμένει κάτι επαναστατικό» μας λέει και τι ωραία που θα ήταν να άρχιζε να βρέχει εκείνη την ώρα, να πέσει η στέγη του θεάτρου, να δούμε τον ουρανό.

Πιστός μέχρι και τη διάλυση του συγκροτήματος το 2009, στην μπωντλερική προτροπή: «να μεθάτε αδιάκοπα», διαλύει τα Διάφανα Κρίνα παραδέχοντας στον εαυτό και το κοινό ότι το αλκοόλ, το οδυνηρό διαζύγιο και ο θάνατος του αδερφού του, του ζητάνε χρόνο. Δεν υπογράφει ποτέ τη διάλυση του συγκροτήματος, ένα ξερίζωμα χωρίς σφραγίδα.

Εκείνο το βράδυ σκέφτηκα για ακόμη μια φορά, ότι με τον άνθρωπο αυτό μας συνδέει κάτι που δεν μπορεί να μπει σε λέξεις, να τονιστεί και να αλλάξει παράγραφο. Τα χρόνια της διαμόρφωσης του “εγώ” μου τον διάβαζα να λέει:

«Η θρησκεία είναι η μεγαλύτερη και η πιο επιτυχημένη άπατη όλων των εποχών. Δεν θα υπάρξει ποτέ θρησκεία ανώτερη απ’ την αλήθεια.»

Τότε που καταλάβαινα ότι κανένας θεός δεν είναι όσο σημαντικό είναι ο άνθρωπος. Για τον Θάνο, η καρέκλα της εξουσίας μπορούσε να διαφθείρει σε χρόνο ντε-τε, κάθε ιδεαλισμό. Η μόνη λύση για εκείνον ήταν:

«Μέσω ενόπλου κινήματος η βουλή να μετατραπεί σε παιδικό πάρκο με ξυλοπόδαρους, με μουσικές, με κλόουν, με παιδικές χαρές που να επιτρέπονται τα σκυλιά και τα παιδιά όλου του κόσμου να μπορούν να παίξουν μπάλα και να μπορούν να ταΐσουν τις πάπιες στις λιμνούλες».

Όταν ανέβηκε στη σκηνή ένα αναπηρικό καρότσι για να τον κατεβάσει, ευχήθηκα να μην κάτσει. Ήξερα ότι τον έβλεπα για τελευταία φορά, όλοι το ήξεραν! Έφυγε αργά και όρθιος, αφού υποκλίθηκε μπροστά μας. ‘Oρθιοι χειροκροτούσαμε τον άνθρωπο που μας έμαθε πώς να μελαγχολούμε ευτυχισμένοι. Κάποιος φώναξε «Δεν πεθαίνουν οι ήρωες Θάνο» και κάποια δάκρυα ακούστηκαν σαν κρότος. Μας κοίταξε θαρρείς έναν-έναν.

Μας άφησες μόνους Θάνο και αυτό δεν συνηθίζεται. Η απώλεια σου, δεν συνηθίζεται. Κρατάω στην καρδιά μου εκείνο το καπνογόνο που έσκασε εκείνον τον Σεπτέμβρη στα μάτια μου, καίγοντας όλους τους φόβους μου. Τότε που βάλαμε όλοι μαζί να πιούμε ΖΩΗ, βάλαμε να πιούμε ΕΡΩΤΑ, βάλαμε να πιούμε ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, τότε που βάλαμε να πιούμε ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ…


«Να θυμάσαι την θνητότητα σου» έλεγες, αλλά εσύ δεν ήσουν άνθρωπος. Ήσουν το πιο όμορφο ποίημα, το πιο εύθραυστο κρίνο…

Έφυγε ένα πένθιμο του Φθινοπώρου δείλι και είναι από τις λίγες φορές, που θα ήθελα να πιστεύω στη μετά θάνατον ζωή. Να πιστέψω ότι θα βρεθούμε ξανά μεθυσμένοι, να μπερδεύουμε τους στίχους και να βρίσκουμε νόημα σε κάθε σκοτεινό και φωτεινό. Αλλά δεν πιστεύω Θάνο, οπότε θα ανταμώνουμε στις μνήμες και θα ανθίζουμε όπως τότε… Θα ανθίζουμε και θα αναρωτιόμασε αιώνια “Άραγε θα θυμάται κάποιος τ’ όνομά μας/ της ζωής μας τα εξαίσια φεγγάρια/  τα πάθη μας, τις λύπες, τα δεινά μας;/ Άραγε υπήρξαμε ποτέ; Στα όνειρα μας!”