“Ο Σαλβαδόρ Νταλί, γεννήθηκε στις 11 Μαΐου του 1904 και μέχρι τις 23 Ιανουαρίου του 1989, μπορείς να πεις ότι με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τη γλέντησε τη ζωή του. Ο Ισπανός με τα γουρλωτά μάτια και τα αλλόκοτα μουστάκια ζωγράφος, έχτισε με τρομερή φυσικότητα δεκάδες μύθους που ακολουθούν τον βίο και τους πίνακες του.

Ένας showman γεμάτος πάθη και αντιφάσεις, που δεν σταμάτησε να ακροβατεί με συνέπεια στις παιδικές εμμονές του, όσο και αν ο χρόνος περνούσε. Θα έλεγε κανείς ότι μέσα στα παιχνίδια και στις τρικλοποδιές που έβαζε στον εαυτό του, υπήρχε ένα διαρκές σαμποτάζ μιας πραγματικότητας που συνεχώς παραμόρφωνε. Και αν εμείς έχουμε συχνά συναντήσει τα ρολόγια του να χύνονται στους πίνακες του, ο Νταλί έκανε κέφι να φωτογραφίζει, να γράφει και να σχεδιάζει κοσμήματα.

“Η ζωγραφική είναι μόνο ένα απειροελάχιστο κομμάτι της προσωπικότητας μου. Στις επερχόμενες γενιές, θέλω ν’ αφήσω περισσότερο τα βιβλία μου, παρά τους πίνακές μου”

Ο ναρκισσισμός ήταν το όπλο του ώστε να αγνοεί τον χρόνο. Τα παιδικά του χρόνια, μια ασταμάτητη συνδιαλλαγή με τη σεξουαλικότητα του. Ο “Βασιλιάς του Σουρεαλισμού”, είχε μια σεξουαλική ζωή που όσο την αναγνωρίζεις τη φοβάσαι αρκετά ώστε να τη ζηλέψεις. Μοιάζει με αυτό που θα λέγαμε: “αν μπορούσες να κάνεις στο κρεβάτι σου ότι γουστάρεις, όπως με όποιους και με όσους θέλεις, απελευθερωμένος από κοινωνικές και ηθικές προκαταλήψεις, τι πραγματικά θα έκανες;”

Ε, ο Νταλί δεν τράβαγε τέτοια ζόρια ή μπορεί και να παρατράβαγε. Ο ίδιος είχε παραδεχτεί ότι πιο πολύ του άρεσε να παρακολουθεί παρά να συμμετέχει σε μια σεξουαλική συνεύρεση. Γνώρισε και τη Γκαλά και έγινε το έλα να δεις. Ένα ατελείωτο χαρέμι ανδρών και γυναικών, έβγαζε αδιάκοπα το ζευγάρι από τη ρουτίνα του, χωρίς ποτέ να αγχωθούν για τη σχέση τους.

Ο Νταλί και τα ερωτικά του τερτίπια, δεν σταματούν ακόμη και σήμερα να απασχολούν τους μελετητές που υποστηρίζουν ότι ο εκκεντρικός καλλιτέχνης είχε φοβία με το γυναικείο γεννητικό όργανο. Αφορμή, μια εικόνα που είχε δει μικρός και έδειχνε γεννητικά όργανα που είχαν προσβληθεί από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα. Κάπως δεν μπόρεσε να το καλοκάνει αυτό στο μυαλό του και τα φετίχ έδωσαν και πήραν. Ο ίδιος δήλωνε ότι μέχρι τα 25 δεν είχε καμία σεξουαλική επαφή και κάπου εκεί γνώρισε την αιώνια σύζυγο του.

Η μεγάλη του αγάπη και η παντοτινή μούσα του, ήταν δική του και ταυτόχρονα όσων ενέπνεε να δημιουργήσουν τα μεγαλύτερα έργα τους. Μοιάζει πραγματικά μάταιο να προσπαθήσει κανείς να ερμηνεύσει αυτήν τη συμπλεγματική σχέση. Για τον Νταλί, η Γκαλά αποτελούσε πάντα την ενσάρκωση του απόλυτου. Μπορούσε να αντέχει να τη βλέπει να συνευρίσκεται μπροστά του με νεαρούς, έπαιρνε ηδονή. Ο Μπουνιουέλ τον χαρακτήριζε “ανέραστο, που έχει ως μοναδικό έρωτα την Τέχνη”.

Το κορίτσι αυτό, εκτός από τους άντρες λάτρευε και το χρήμα και το έκανε τόσο καλά που κατάφερε να μετατρέψει τον Νταλί μέσα σε μια νύχτα, σε ένα τέρας μεγαλομανίας και υπερβολής, όπως ακριβώς ήταν και η ίδια. Τη χρονιά που ο βασιλιάς Χουάν Κάρλος του απέμεινε τον τίτλο του μαρκήσιου, εκείνη πεθαίνει και θάβεται φορώντας Dior, όπως είχε ζητήσει. Ο Νταλί θα  προσπαθήσει να αυτοκτονήσει αποχαιρετώντας κάθε διάθεση του για ζωή. Πέρασε τα τελευταία του χρόνια στο “Θέατρο Μουσείο Νταλί” και πέθανε και αυτός λίγα χρόνια αργότερα. Η ταφή του έγινε μέσα στο μουσείο, δίπλα στην αιώνια μούσα του, εκεί που ο κόσμος δεν σταμάτησε να θαυμάζει το μεγαλείο της παρανοϊκής τέχνης του.

“Χωρίς την Γκαλά η ζωή του Σαλβαντόρ θα ήταν σίγουρα μια άλλη -και ίσως ωραιότερη – ιστορία” Ian Gibson

Κανείς ποτέ δεν θα μάθει αν η ζωή του Νταλί ήταν μια ασταμάτητη σκηνοθεσία ενός μύθου που περνάει στους αιώνες. Η γοητεία μιας άσωτης φυσιολογικής ζωής που ξεπερνά την πραγματικότητα μας, υπενθυμίζοντας ότι δεν είναι η μόνη. Αν ο Σαλβαδόρ Νταλί έζησε όπως ήθελε, το έκανε πολύ καλά. Αν όχι, το έκανε πολύ ζηλευτά. Το μόνο σίγουρο, είναι αυτό που εκείνος είπε για τον τεράστιο Εγώ του:

“Δεν κάνω ναρκωτικά. Είμαι ναρκωτικά”