Από πολύ μικρή ηλικία φοβόμουν τον θάνατο σε τόσο μεγάλο βαθμό που συνήθιζα να βλέπω στον ύπνο μου ότι την κάνω για τον άλλο κόσμο και ξυπνούσα τίγκα στον ιδρώτα με 180 σφυγμούς και χεσμένος (μεταφορικά – μην ξανοίγεσαι) από τον φόβο. Πολλές φορές μου πρότειναν να πάω μια βόλτα από τον ψυχολόγο να τα πούμε ένα χεράκι, αλλά ως κλασικός χέστης, δεν πολυγούσταρα την ιδέα. Την έβρισκα την άκρη αλλιώς, λίγο διάβασμα, λίγο γράψιμο, λίγη μπάλα, σταματούσα να το σκέφτομαι.

Όσο μεγάλωνα η ιδέα του θανάτου στρογγύλευε λιγουλάκι, δεν ήταν τόσο μυτερή. Όχι ότι σταμάτησα να το σκέφτομαι, απλά έμαθα να ζω με αυτήν ήρεμα, εκτός από κάποιες στιγμές που μου τα έσκαγε και φρίκαρα και μετά μου περνούσε και μετά μου ξαναερχόταν και όλο αυτό έκανε έναν μεγάλο κύκλο.

Όλα στο μυαλό είναι. Γιατί όλα όσα σου περιέγραψα παραπάνω εξαφανίστηκαν σε μερικά δευτερόλεπτα. Και επειδή ο χρόνος είναι περίεργο πράγμα (για μένα τουλάχιστον) αρκούν αυτά τα λίγα δευτερόλεπτα για να φύγει από το μυαλό σου μία αιώνια σκέψη. Για εκείνη τη στιγμή θα σου μιλήσω αγαπητέ Προβοκάτορα, που έφτασα πάρα πολύ κοντά στον θάνατο και τη σκαπούλαρα με τρόπο… μαγικό!

Ήταν 2014 όταν ακόμη δούλευα σε ένα σούπερ μάρκετ και σιχαινόμουν τον εαυτό μου γι’ αυτό. Ήταν μία ακόμη συνηθισμένη μέρα, δηλαδή ήταν μία μέρα που σηκώθηκα 5.30 το πρωί, μπήκα στο αυτοκίνητο, έφτασα στη δουλειά στις 6.15 ενώ δούλευα στις 6.00, χτύπησα την κάρτα και ξεκίνησα να κάνω ότι δουλεύω. Αυτο σημαίνει ότι άνοιξα ένα milko που έληγε την ίδια μέρα (για να μην το πληρώσω αλλά να το στείλω επιστροφή), τσίμπησα και ένα κρουασάν και πήρα το λιτό αλλά πλήρες πρωινό μου.

Η δουλειά συνεχίστηκε χωρίς να έχει συμβεί κάτι διαφορετικό από όσα γίνονταν κάθε μέρα. Τσακώθηκα με πελάτες, πούλησα ληγμένα αλλαντικά τσακώθηκα με συναδέλφους, τσακώθηκα με προϊσταμένους, δοκίμασα τυριά και αλλαντικά από τον πάγκο, έφαγα σοκαλάτα στα μουλωχτά και καυλάντισα με την κλασική πελάτισσα που ερχόταν για τα μάτια μου μόνο. Ναι συνέβαινε και αυτό.

Όλα κυλούσαν ομαλά και βαρετά μέχρι τη στιγμή που το ρολόι σήμανε 11.30 και πήγα στην κουζίνα του προσωπικού για να κάνω ένα μικρό διάλειμμα. Όπου “μικρό” είναι αυτό το διάλειμμα που προλαβαίνεις να στρίψεις ένα τσιγάρο και να το πετάξεις ΠΡΙΝ την τελευταία τζούρα όταν και θα ακούσεις να φωνάζουν το όνομά σου από τα ηχεία του καταστήματος επειδή κάποια καλή κυρία ήθελε τον παστουρμά της λίγο πιο λεπτοκομμένο.

Η κουζίνα ήταν στην αποθήκη, στο υπόγειο του καταστήματος και εγώ εκείνη τη στιγμή ήμουν μόνος μου. Έχω ακουμπήσει τα πόδια μου πάνω στο τραπέζι, αράζω χυμένος πάνω στην καρέκλα και πιάνω χαρτάκια, καπνό και φιλτράκια για να στρίψω. Ταυτόχρονα τραγουδάω “ααααααα και στην Αμερικήηηη” δίνοντας φυσικά και τον απαραίτητο στόμφο. 

Βάζω το φιλτράκι στο στόμα, και στο “ααααααα” το φιλτράκι μου σφηνώνεται στον λαιμό κόβοντάς μου την αναπνοή ακαριαία. Τι θα σκεφτόταν κάποιος λογικός άνθρωπος εκείνη τη στιγμή; Να βήξει! Ε, εγώ για κάποιο λόγο σκέφτηκα να το καταπιώ. Και το προσπάθησα. Και δεν το κατάφερα. Και κάπου εκεί με πιάνει πανικός. Έχουν περάσει τα 3-4 χειρότερα δευτερόλεπτα της ζωής μου, τα οποία φυσικά μου έμοιαζαν αιώνες, με εμένα να μην αναπνέω και να χτυπιέμαι.

Οπότε άρχιζα να το πηγαίνω μία-μία. Μία έβηχα, μία προσπαθούσα να το καταπιώ. Δεν γινόταν τίποτα όμως και τα δευτερόλεπτα που δεν είχα αναπνεύσει είχαν πιάσει διψήφιο αριθμό και αυτό σε στιγμή πανικού αυτόματα τετραπλασιάζεται ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου. Την ώρα που νιώθω ότι πεθαίνω σκέφτομαι πόσο πολύ θα με κοροϊδεύουν. Σκέφτομαι την κηδεία μου όπου κάποιος θα μιλάει για μένα και θα προσπαθεί να συγκρατήσει τα γέλια του περιγράφοντας τον θάνατό μου ως τον πιο ΗΛΙΘΙΟ θάνατο έβερ. Φαντάστηκα τη μάνα μου να παραλαμβάνει την αμοιβή για το ρεκόρ γκίνες του πιο ηλίθιου θανάτου στην ιστορία του ανθρώπινου είδους.

Και με έπιασε νευρικό γέλιο και άρχισα να βήχω έντονα χωρίς να το προκαλώ ώσπου τελικά κατάπια το φιλτράκι. Και όλο αυτό συνέβη επειδή απλά την ώρα που νόμιζα ότι θα πεθάνω, σκέφτηκα ότι ο θάνατος μου θα ήταν τόσο ηλίθιος που διάολε θα είναι πολύ κρίμα να πεθάνω έτσι.

Ανέπνευσα την ομορφότερη ανάσα της ζωής μου, κατουρήθηκα από τα γέλια και κάθε φορά που έβαζα φιλτράκι στο στόμα, θυμόμουν ότι δεν πρέπει να τραγουδάω.

Και τη γλίτωσα…