Ο Νίκι Λάουντα δεν ήταν αυτό που θα λέγαμε “να μωρέ ένας συμπαθητικός τύπος που θα τον έκανα εύκολα παρέα”. Το αντίθετο. Ο Νίκι ήταν αντιπαθητικός, ξενέρωτος, ζηλιάρης, λιγομίλητος, πλουσιόπαιδο και ό,τι άλλο χρειάζεται κάποιος να είναι, για να μην του λες ούτε καλημέρα.

Και απ’ την άλλη έχεις έναν Τζέιμς Χαντ (βασικό ανταγωνιστή του Nίκι απ’ τις χαμηλές κατηγορίες της Formula) να ‘ναι χαβαλές, φαφλατάς, γυναικάς, πότης, τυπάρας και ό, τι άλλο χρειάζεται για να τον έχεις βασικό και αναντικατάστατο μέλος της παρέας σου. Α, κι ένα απ’ τα μεγαλύτερα ταλέντα που βρέθηκε ποτέ πίσω από τιμόνι. 

Παρένθεση: Στην πραγματική ζωή, ο Νίκι δεν είναι δα και τόσο αντιπαθητικός. Κι ο Τζέιμς, όσο ζούσε, ήταν καλός οδηγός αλλά όχι σπουδαίος. Οκ;

Μιλάμε, oυσιαστικά, για την βιογραφική ταινία (πέρασαν 4 χρόνια απ’ την πρώτη προβολή) που σκιαγραφεί μια τέλεια κόντρα. Την πορεία δύο διαφορετικών αθλητών (και ανθρώπων). Η ταινία δεν παγιδεύεται στην πραγματικότητα, ούτε όμως είναι ένα φτηνό κλισέ (η κόντρα των άκρων). Και φυσικά δεν χρειάζεται να γουστάρεις τα γκάζια για να παθιαστείς μαζί της. Και όχι απλά να παθιαστείς, αλλά είναι αναγκαίο να κλάψεις γοερά στη μέση της ταινίας και στο ατύχημα του Νίκι στην πίστα του Νίρμπουργκρινγκ. Ή στο “Live Fast Die Young” του Τζέιμς Χαντ. Rush, βιασύνη, ορμή, ταχύτητα.

Η εξέλιξη του αθλήματος μέσα απ’ τους δύο οδηγούς

Αρχικά, ο “γάτος” Νίκι έκανε τα πάντα για να σενιάρει το μονοθέσιό του και δεν κώλωσε να τα βάλει με μεγάλους μηχανικούς (βλέπεις, το μυαλό του ήταν πολύ πιο μπροστά για την εποχή του!) και να τους κουνήσει το δάκτυλο. Το μεσαίο. Επιπλέον, δεν δίστασε να κοιτάξει στα μάτια μεγάλους οδηγούς και να μην παραμείνει στο παρασκήνιο. Ονειροπόλος και φαντασμένος; Δεν νομίζω…

Και στο καπάκι έρχεται ο Τζέιμς για να σου αποδείξει ότι δεν είναι αναγκαίο να έχεις τους καλύτερους μηχανικούς, φράγκα και ταπεινότητα, ώστε να αγγίξεις βάθρο. Αν έχεις έμφυτο ταλέντο τα πάντα είναι δυνατά. Ακόμα κι αν κατεβάζεις ένα καφάσι μπύρες μια μέρα πριν τον αγώνα. Κι όμως, η πιο λάιτ ματιά του Τζέιμς για το άθλημα ήταν κι αυτό μια μεγάλη εξέλιξη για εκείνη την εποχή.

Ναι, ο ανταγωνισμός μας κάνει καλύτερους

Τι κι αν στον Λάουντα του στοίχισε ένα ατύχημα που του κατέστρεψε το πρόσωπο; Τι κι αν ο Τζέιμς έπαιξε τη ζωή του κορόνα γράμματα στις κωλοστροφές της Ιαπωνίας; Το μόνο σίγουρο είναι ότι η σταθερή βελτίωση που είχαν και οι δύο προήλθε απ’ τον ανταγωνισμό. Και σαν αθλητές, αλλά και σαν χαρακτήρες.

Βασικά, αυτό προσπαθεί να σου μεταδώσει η ταινία. Τη σημασία του υγιούς ανταγωνισμού. Γιατί αυτοί οι δύο δεν ήταν φίλοι και ούτε κι έγιναν ποτέ. Άσχετα αν στις πίστες πέρασαν μαζί μια ολόκληρη ζωή. Ο ένας πρώτος, ο άλλος δεύτερος και άντε και πάλι απ’ την αρχή.

Kαι το γαμάτο είναι ότι δεν έχει τον δήθεν αμερικάνικο ανταγωνισμό, με περίεργα ηχητικά εφέ και τα λοιπά, αλλά είναι η ακριβής μεταφορά των όσων πέρασαν αυτοί οι δύο τύποι. Ωμά και ρεαλιστικά. Όπως έγιναν τα γεγονότα, από τις μικρότερες πίστες μέχρι τα μεγάλα σαλόνια.

Θα υπάρξει καλύτερος Νίκι Λάουντα στο μέλλον;

Ε, μάλλον όχι. Ο Ντάνιελ Μπρουλ εκτός του ότι μοιάζει άπειρα, αποτύπωσε ακριβώς τη ζωή του Νίκι. Έδειξε τον ιδιότροπο χαρακτήρα του και απέδειξε το πόσο ιδιοφυία ήταν και παραμένει μέχρι σήμερα. Τη δύναμη ψυχής που βρήκε μετά το ατύχημα, ώστε να συνεχίσει να αγωνίζεται, όπως και τις φορές που ξενέρωνε όταν ο Τζέιμς του έκλεβε την δόξα.

Καλά εδώ που τα λέμε ούτε ηθοποιός σαν τον Κρις Χέμσγουορθ (ο ‘Thor’ μωρέ) δεν θα μπορέσει ξανά να ενσαρκώσει την “ό, τι να ‘ναι” ζωή του Χαντ.

Υ.Γ: Σποϊλέριασα λίγο, γιατί υπάρχουν και γυναίκες που παίζει και να μην την έχουν δει (και θα την δουν!).