Δεν του έσφιξα ποτέ το χέρι. Δεν έπαιξε ποτέ δίπλα μου το “Νόστιμο τρελό μικρό μου” ή το “Κορόιδο“. Δεν το “έσκασε” ποτέ δίπλα μου. Δεν κάθισε ποτέ να μου πει face to face ιστορίες για ναργιλέδες, για τεκέδες, για την τετράς τη ξακουστή και για τις γυναίκες του Περαία.

Αλλά εγώ ωστόσο τον γνώρισα. Πού τον γνώρισα;

Κάπου στην τετάρτη, μπορεί και πέμπτη δημοτικού, όταν έκανα για λίγο στην μπάντα τον Χατζιδάκι και κάτι εύκολα κομματάκια του Σαββόπουλου που έβγαζα στο αρμόνιο και έπιασα έναν μπαγλαμά που ‘χαμε ξεχασμένο στο σπίτι. 

Ε, εκεί λοιπόν, κάθισα και άκουσα την πρώτη ιστορία του Μάρκου, για μια όμορφη γυναίκα που είχε καψουρευτεί, εν ονόματι Φραγκοσυριανή. Και σβέλτα τα δάκτυλα πάνω στο μπαγλαμαδάκι “Μία φούντωση, μια φλόγα, έχω μέσα στην καρδιά, λες και μάγια μου ‘χεις κάνει, Φραγκοσυριανή γλυκιά…


Ευθύς, ήθελα να μάθω ποιος ήταν εκείνος ο “χοντρός παππούλης” -έτσι τον χαρακτήρισα όταν είδα τις πρώτες φωτό- που έπαιζε τόσο ιδιαίτερο μπουζούκι και ταυτόχρονα με τους στίχους του ξετύλιγε βιωματικές-μάγκικες ιστορίες που ένα 12χρονο (εγώ) σίγουρα δεν καταλάβαινε και εκατό τοις εκατό! Και παίζει να μην καταλάβει και ποτέ, εδώ που τα λέμε.

Μόνο ο Μάρκος καταλάβαινε στα 12, αφού σ’ αυτήν την τρυφερή ηλικία είχε ήδη φιλήσει τους δικούς του και την είχε κάνει μόνος του απ’ τη Σύρο για το λιμάνι του Περαία. Ναι, τόσο μικρός.

Δεν ήθελα και πολύ, βλέπεις, για να αρχίσω να τον μελετάω σταδιακά και όπου άκουγα το όνομά του να τρέχω σαν τον παλαβό μήπως και μάθω ακόμα μια ιστορία του.

Μέχρι που πήγα διακοπές με μάνα και θεία στη Σύρο, κυρίως για να δω από κοντά το μουσείο του Μάρκου. Και πέρασα και από Γαλησσά, και πέρασα και από Φοίνικα αλλά ο Μάρκος πουθενά. Μέχρι που ανηφορίσαμε προς την Άνω Σύρο κι εκεί χαμένο μες στα στενά είδα το άγαλμά του. Γούρλωσα μάτι και άρχιζα να φωτογραφίζω κάνα μισάωρο ο,τι έβρισκα τριγύρω.

Τα χρόνια πέρασαν. Ο μπαγλαμάς αντικαταστάθηκε σιγά σιγά με το Playstation και τα υπόλοιπα μπλιμπλίκια των εφηβικών μου χρόνων, ωστόσο η αγάπη μου για τον Μάρκο δεν σταμάτησε ποτέ.

Η πρώτη μελαχρινή καψούρα ήρθε, και ο Μάρκος ήταν εκεί για να μου τραγουδήσει την όμορφη ΜελαχρινήΜια όμορφη μελαχρινή, ναζιάρα και σκερτζόζα, τόσο πολύ με τυραννεί, και μου κρατάει πόζα“. Ένα τραγούδι που με βασανίζει ακόμα όταν πιάνω αραιά και που τον μπαγλαμά.

Κι έπειτα ήρθε και ο χωρισμός με την όμορφη την μελαχρινή και ο Μάρκος παρέμεινε βράχος δίπλα μου, και έκανε στην άκρη του Χατζηγιάννηδες και τους Πυξ Λαξ που άκουγα την εποχή εκείνη, και με στήριξε με την Άτακτη Και τι δεν έκανα για σε, για να σε διορθώσω, μα εσύ ’σαι τόσο άταχτη, αχ… στρίψε για να γλιτώσω.

Άσε που είχα μάθει και τ’ άλλα τα πιο χασικλίδικα, άπαπαπά. Κακά λόγια. Άπαπά!


Τελικά μεγάλωσα. Και τότε ήταν που κατάλαβα γιατί αγάπησα τον Μάρκο.

Επειδή δεν κώλωνε και τα έβαζε με το σύστημα, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν θα περάσει τα βράδια του στο κρατητήριο.

Επειδή αγαπούσε παράφορα τις γυναίκες και όταν χώριζε αφήνιαζε και έπιανε το μολύβι του κι έγραφε. Και έριχνε και κάνα μπινελίκι.

Επειδή δεν γούσταρε τους μπάτσους και επιπλέον υπερασπιζόταν όσους πήγαιναν κόντρα στο νόμο.

Eπειδή κάθε του τραγούδι είναι μια κατάθεση ψυχής.

Κι επειδή ήταν “μάγκας” στην κυριολεξία.

Κλείνοντας, θέλω να πω ένα συγγνώμη που δεν αναφέρω πολλά απ’ τη ζωή του, αλλά τα βρίσκεις και στο Wikipedia, εδώ που τα λέμε. Aπλά, με αφορμή τα 45 χρόνια από το θάνατό του, είπα να σου διηγηθώ την γνωριμία μου με τον Μάρκο.

Όσοι δε με γνωρίζουνε, τώρα θα με γνωρίσουν, εγώ κάνω την τσάρκα μου κι ας με καλαμπουρίζουν”