Το μακρινό (;) 1940, οι βιτρίνες των βιβλιοπωλείων στις ΗΠΑ υποδέχτηκαν για πρώτη φορά ένα βιβλίο. Ένα βιβλίο που ο τίτλος του έγινε κλισέ. Ένα βιβλίο που όταν μετά από τρία χρόνια έγινε ταινία, έφερε στην Ελλάδα ένα απ’ τα λιγοστά της Όσκαρ (Κατίνα Παξινού). Κι ωστόσο στην πραγματικότητα, δεν δράττομαι της επετείου γιατί μ’ ενδιαφέρουν τα παγκόσμια κλισέ και τα ελληνικά Όσκαρ (που φυσικά μ’ ενδιαφέρουν), αλλά γιατί αυτό το βιβλίο, κάτω απ’ τον τίτλο του είχε μια υπογραφή. Κάτω δηλαδή απ’ το “Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα” έγραφε Έρνεστ Μίλλερ Χέμινγουεϊ. 

Η σκέψη που κάνει πια ο κόσμος όταν ακούει το όνομα, είναι: “Σπουδαίος συγγραφέας” (ακόμη κι αν δεν τον έχουν διαβάσει) “αλλά λιγάκι… παλιακός” (γιατί πρέπει κι η λογοτεχνία να ‘χει τις μόδες της). Ολάκερη η αλήθεια βρίσκεται στις παρενθέσεις. Ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ θα ξεκαρδιζόταν αν τον έλεγες “παλιομοδίτη”, κι ίσως να σου ‘ριχνε καμιά ψιλή αν τον έλεγες “σπουδαίο” έτσι, από συνήθεια. Γιατί πάνω απ’ όλα, αυτός ο τραχύς τύπος, ήταν αληθινός. Κι αν με ρωτάτε τι πάει στραβά στον κόσμο σήμερα, αυτό είναι. Δεν έχει πολλούς τέτοιους.

Όταν γράφεις ένα βιβλίο, πρέπει να δημιουργείς ζωντανούς ανθρώπους. Ανθρώπους, όχι χαρακτήρες. Ο χαρακτήρας είναι μια καρικατούρα.

Ολόκληρη η στάση ζωής μέσα σε δυο φράσεις. Μην προσποιείσαι ποτέ! Μην προσπαθείς να κρύψεις τίποτα. Ήταν σκληροτράχηλος, ήταν ευαίσθητος, ήταν μανιώδης πότης, θαύμαζε τις γυναίκες, τις αγαπούσε αλλά τις διαχώριζε απ’ τους άντρες. Θα μπορούσες σήμερα να τον αποκαλέσεις σεξιστή; Κι αν ναι, καρφάκι δεν θα του καιγόταν. Ταυτόχρονα με την αγάπη του στο “ανούσιο” μπέιζμπολ, γούσταρε πολύ το κυνήγι, το ψάρεμα και τις ταυρομαχίες. Θα μπορούσες να τον αποκαλέσεις “άκαρδο” και “καταπιεστή των ζώων”; Ο ίδιος ωστόσο είχε πει:

Δεν μ’ αρέσουν οι ζωολογικοί κήποι τις Κυριακές. Δεν θέλω να βλέπω ανθρώπους να γελάνε με τα ζώα, ενώ θα ‘πρεπε να συμβαίνει το αντίθετο“.

Αντίφαση, σαν κι αυτές που όλοι έχουμε μέσα μας. Γιατί αυτή είναι όλη η μαγκιά. Να μη χτίζεις γύρω σου καμιά περσόνα. Να λες: είμαι ο Χέμινγουεϊ κι άμα σ’ αρέσει κάτσε. Αν όχι, τη βόλτα σου!

Το γράψιμό του ήταν απλό. Στακάτο.

Ήξερε ότι το μεγαλείο κρύβεται στην αλήθεια κι όχι στις φαμφάρες. “Η πρόζα είναι αρχιτεκτονική, όχι εσωτερική διακόσμηση. Και το Μπαρόκ πέθανε!” έλεγε. Ο κόσμος της διανόησης του μεσοπολέμου θεώρησε “απλοϊκή” την τεχνική του. Μετά τις πρώτες μεγάλες επιτυχίες (με τελευταία το “Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα”) είπαν πως “Δεν είναι ικανός για άλλα αριστουργήματα”. Λίγο μετά εκείνος έγραψε τον “Γέρο και τη Θάλασσα”. Κάπως έτσι πήρε ένα Πούλιτζερ, κι ένα χρόνο μετά το Νόμπελ λογοτεχνίας. Πώς υποδέχτηκε ο ίδιος το βραβείο; Λοιπόν, να πώς ξεκινούσε η ευχαριστήρια ομιλία του:

Κανένας συγγραφέας που ξέρει τους σπουδαίους συγγραφείς που δεν κατέκτησαν το βραβείο, δεν μπορεί να το δεχτεί με κάποιο άλλο τρόπο, παρά με ταπεινότητα. Δεν υπάρχει λόγος να αναφέρω αυτούς τους συγγραφείς…

Ωστόσο ακόμη και στην ταπεινότητα για την οποία μιλάει, η στάση του είναι θαυμάσια.

Πάντα προσπαθώ να είμαι ο καλύτερος που μπορώ” έλεγε, αλλά ταυτόχρονα παραδεχόταν πως ο φίλος του Σκοτ Φιτζέραλντ ήταν “ο πιο καλός απ’ όλους μας”. Να θες να είσαι ο πιο σπουδαίος, μάγκα, αλλά να μην είσαι μικροπρεπής, μια σπουδαία συμβουλή από ένα σπουδαίο τύπο.

Του άρεσαν οι λαϊκοί άνθρωποι.

Κι αυτό που γράφω τώρα, θα του φαινόταν γελοιότητα. “Λαϊκοί άνθρωποι”. Λιγάκι μπουρζουά, με μια μικρή δόση υποτίμησης. Μαλακία θα του φαινόταν. Εκείνος απεχθανόταν τα λογοτεχνικά σαλόνια της εποχής του. Όλο αυτό το δήθεν των “σπουδαίων”. Ήξερε να γράφει, ήξερε να πίνει, ήξερε να ερωτεύεται, είχε στιλ ακριβώς γιατί δεν προσπαθούσε καθόλου να ‘χει στιλ. Κι ακόμα ήξερε πως για να γίνεις σπουδαίος πρέπει να πατάς τα πόδια σου στη γη.

Τελικά αυτοκτόνησε, αλκοολικός και σχεδόν παρανοϊκός στο κατώφλι των εξήντα δύο του. Με μια καραμπίνα στο στόμα. Σκληρός θάνατος, όπως και η ζωή του.

Το τέλος είναι για όλους ίδιο, ο τρόπος με τον οποίο έρχεται αλλάζει“.

Ναι, το τέλος του Χέμινγουεϊ είναι η απόδειξη ότι αυτός ο τύπος ήταν παλαβός. Όμως ήταν στ’ αλήθεια παλαβός. Κι ο πιο μεγάλος λόγος για να ζει η υπογραφή του και να ξαναγίνουν “μόδα” τα βιβλία του, είναι ακριβώς αυτός. Τρελός, έξυπνος, σκληρός ή ευγενικός, ας είσαι ο,τι θέλεις αλλά να ‘σαι στ’ αλήθεια!