Ξεχνούσαμε να σβήσουμε την μεγάλη σκάλα. Κάναμε τσισάκια, όταν δειλά επιχειρούσαμε τις πρώτες μας προσπέρασεις και γινόμασταν “ρόμπα” συχνά πυκνά, όταν ανεβάζαμε από 1η σε 4η και με το ίδιο επίσης coolness κατεβάζαμε από 5η σε νεκρά. Αυτές κι άλλες πολλές λοιπόν, ήταν οι μαλακίες που κάναμε με το “Ν” καρφωμένο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου (καλά, κάποιοι εδώ μέσα το γκούγκλαραν για μάθουν τι είναι).

Και σήμερα ήρθε η μέρα, που οι 5 Προβοκάτορες πηγαίνουν χρόνια πίσω και θυμούνται τις πρώτες τους εμπειρίες στο τιμόνι. Ιστορίες βγαλμένες μέσα από αλητεία, ψάρωμα, καγκουρίλα, καθώς και ανελέητο “βρουμ βρουμ” κάθε λίγο και λιγάκι. Για τσέκαρε!

*Ωστόσο, αν έχεις κι εσύ παρόμοια στόρις με το “N’, μην διστάσεις και μπέρδεψε συμπλέκτη με φρένο στα σχόλια. wink 

Ντίνος Ρητινιώτης, ο χέστης κατουρλίτσας Ψαρωμένος 
Κάθε 17χρονος που σέβεται τον εαυτό του κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να πάρει τα κλειδιά του Ι.Χ του πατέρα του και  να το φέρει μερικές βόλτες.  Σωστά; ΛΑΘΟΣ! Κάπου στα τέλη της προηγούμενης χιλιετίας, για παράδειγμα, ζούσε ένα αγόρι τσίτα φοβικό σε οτιδήποτε είχε να κάνει με την οδήγηση. ΔΕΝ το γούσταρε, ΔΕΝ περίμενε σαν τρελός να βγάλει δίπλωμα, ΔΕΝ είχε αφίσα του Άιρτον Σένα στο δωμάτιό του. Οι συνθήκες το ανάγκασαν να πιάσει για πρώτη φορά στα χέρια του τιμόνι ένα απόγευμα στη Σχολή Οδήγησης, μη γνωρίζοντας  ούτε τα βασικά. Με αυτά και με εκείνα, κατάφερε να βγάλει δίπλωμα και σιγά σιγά αποδέχτηκε την ιδιότητα του οδηγού. Οι πρώτες εξορμήσεις στους αθηναϊκούς δρόμους έγιναν με ένα όχι και τόσο κατάλληλο για νουμπά αμάξι, αλλά με μια μαούνα 1800 κυβικών και πιστέψτε με, καθόλου ΜΑ ΚΑΘΟΛΟΥ δεν ταίριαζε ο συνδυασμός “καυλόσπυρο στο κούτελο- μερσεντικό στα χέρια”. Έχει να υπερηφανεύεται πως πέρασε αναίμακτα και αγρατζούνιστα την περίοδο που το “Ν” ήταν καρφωμένο στα πισινά της πατρικής Μερσεντές. Έχει να θυμάται την “κρίση πανικού παρά κάτι” όταν έστεκε πρώτος σε φανάρι με ανηφόρα. Θέλει να ξεχάσει την ημέρα που ο δρόμος τον έβγαλε στις συμπληγάδες του Ψυρρή.

Νίκος Ράπτης, ο Bλαχοταριφοκάγκουρας
Ήμουν, είμαι και θα είμαι ταρίφας στο δρόμο και το δηλώνω με προσωπικό κόστος (όπως λέει και μια Προβοκατόρικη ψυχή). Αλλά ξέρεις τώρα, από τους thug Επαρχιώτες ταρίφες που βγάζουν φλας τελευταία στιγμή και πριν προλάβεις να τους την πεις έχεις ήδη ακούσει αναφορές στο σπιτάκι σου. Ναι, είμαι κακή απομίμηση του Vin του Diesel, στο πιο καγκούρικο όμως. Στο θέμα μας όμως τώρα. Τι θυμάμαι από εκείνες τις ημέρες; Το ταριφόχερό μου, που από την πρώτη κιόλας μέρα το κρέμασα επίσημα έξω από το παράθυρο. Το οικογενειακό αυτοκίνητο που το έφαγα σε κάνα δυο “εμπειρικά” παρκαρίσματα. Το “γκαπ” στον προφυλακτήρα του σουβλατζή μου (σόρι Γιάνναρε με τις γαμηστερές κυπριακές σου) που ξύπνησε την γειτονιά στη μία τα μεσάνυχτα. Το ανελέητο ραπάρισμα και τραγούδι, όταν βγήκα Εθνική Οδό για πρώτη φορά. Τα αλάρμ που ξεχνούσα πάντα ανοικτά. Α, και την μεγάλη σκάλα που τύφλωνα τους απέναντι. Τώρα από την άλλη το “Ν” δεν μου λέει κάτι, καθώς σαν σωστός Paul Walker του Αυλωναρίου δεν το έβαλα ποτέ. Γι’ αυτό πατεράδες, μην μαθαίνετε τα παιδιά σας να οδηγούν από το γυμνάσιο, καθώς αυτά είναι τα αποτελέσματα. Τα παιδιά γίνονται μέλη της κίτρινης φυλής από τα μικράτα τους και μετά άντε να τα μαζέψεις.

Νίκος Μπόβολος, ο Νταλικέρης
Μπαμπάς φορτηγατζής. Νονός φορτηγατζής. Θείοι καυλωμένοι με τις μηχανές. Ε, πώς να γλιτώσω; Όχι ότι έκλεβα το αμάξι το βράδυ και τέτοια, όχι. Απλά όταν έδωσα για δίπλωμα, ήξερα ήδη να οδηγώ. 5 Ιουνίου δίνω εξετάσεις και περνάω. 6 Ιουνίου πρέπει κάποιος να πάει στο χωριό (κοντά στα Γιάννενα) να πάρει τη γιαγιά και να τη φέρει στην Αθήνα. Ναι, πήγα. Αθήνα – Γιάννενα 11 ώρες. Στάση σε κάθε χιλιόμετρο για να αδειάζω τον κουβά με τον ιδρώτα. Στα διόδια προσευχές για να καταφέρω να πάω αρκετά αριστερά για να φτάνει το χέρι, αλλά όχι αρκετά αριστερά για να μην κοπανήσω το αυτοκίνητο του πατέρα μου. Α ναι, δεν σου είπα, εγώ είχα ένα Seicento 900 κυβικών και πήγα στο χωριό με ένα Rover λίγο πιο μακρύ από τρένο και 2.000 κυβικά στην πλάτη. Όταν φτάσαμε Αθήνα η γιαγιά άρχισε να φιλάει τη γη, να λέει κάτι για τον Άγιο Χριστόφορο και κάτι τέτοια περίεργα, δεν έδωσα βάση…

Κώστας Μανιάτης, ο Νίκι Λάουντα της Θήβας
Γεννημένος για να ιππεύω τους δρόμους, ένας καβαλάρης της ασφάλτου που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων τα μελαγχολικά απογεύματα, αφήνοντας πίσω του τον άνεμο, φίλο και αδερφό, και καλπάζοντας προς το ηλιοβασίλεμα, χωρίς να τον νοιάζει τι θα βρει εμπρός του, σαν άλλος Easy Rider (αλλά πολύ easy, με 60 πάω ακόμα) αντί για “Ν”, ζήτησα να μου βάλουνε ένα διακριτικό «ΛΥΠΗΘΕΙΤΕ ΤΗ ΖΩΗ ΣΑΣ ΚΑΙ ΜΗΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΤΕ ΓΙΑ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΑΝΑΣΧΕΤΟΣ ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ, KILLER ON THE ROAD, ΞΟΥΤ ΞΟΥΤ, ΚΡΑΤΕΙΣΤΕ ΑΠΟΣΤΑΣΗ, ΛΙΣΕΝ ΤΟΥ ΓΟΤ ΑΗ ΣΕΗ». Ωστόσο, αν εξαιρέσεις ένα γρατσούνισμα στην πίσω πόρτα και ένα σιντί Χατζηγιάννη που κατά λάθος μπήκε στο ράδιο, δεν αντιμετώπισα κάποιο ιδιαίτερο πρόβλημα στις πρώτες οδηγικές μου εμπειρίες. Και ξέρετε τι σημαίνει αυτό; Ότι η τύχη ευνοεί τους αθώους, ΟΛΟΥΣ ΕΣΑΣ ΔΗΛΑΔΗ. Αχ πόσο τυχεροί σταθήκατε το 2003 να ξέρατε…

Πέτρος Ντόκος, o Εργατικός Ντράιβερ
Μπαμπάς αδιάφορος, Υιός χειριστής τηλεκατευθυνόμενων. Αρχικά να σημειώσουμε πως καμιά τρελή κάψα να πάρω αυτοκίνητο, δεν είχα. Μας είχαν κάνει βέβαια να πιστεύουμε πως με το τετράτροχο πέφτουν πιο εύκολα τα κορίτσα, αλλά δεν μασούσα. Από την άλλη, οι 2,5 ώρες που ήθελα σχεδόν καθημερινά για να πηγαίνω σχολή, ήταν καλή αφορμή για την πρώτη μου δουλειά. Τίμιος εργάτης λοιπόν, τα μάζεψα ευρώ-ευρώ, έδωσα 2 φορές γιατί δεν λάδωσα και επειδή η γλυκούλα με έκοψε στις καθυστερήσεις για το τίποτα και… το πήρα. Τώρα είναι η στιγμή που περιμένεις λοιπόν να διαβάσεις την πρώτη μου μαλακία. Ε, να λοιπόν, δεν την έκανα. Ίσως γιατί το πλήρωνα κι απ’την τσέπη μου το κάρο. Ναι, θυμάμαι ένα μηχανάκι να ξυρίζει την πόρτα του Smart καθώς άλλαζα λωρίδα πελαγοδρομώντας σε στενό, αλλά από εκεί και πέρα μικρές αμυχές σε προφυλακτήρες και λίγο χρωματάκι κατά τόπους να υποθέσω δεν λογίζονται ως ατόπημα, ε; Επίσης δεν υπήρξε ποτέ καρφωμένο “Ν¨. Δώστε μου κλήση ΤΩΡΑ.