Η αμήχανη και σπασοπούλικη περίοδος που οι προσκλήσεις για γάμους και βαφτίσια σκάνε σωρηδόν σπίτι σου, μόλις ξεκίνησε. Μαζί της άρχισε και ο αγώνας δρόμου για να αγοράσεις κάνα ρούχο της προκοπής που θα σε κάνει άθρωπο, το ψάξιμο για το δώρο που θα κάνει το μελλούμενο ζευγάρι ή τον μπόμπιρα ευτυχισμένο…

Δεν είναι αυτά για εμάς τους αντικοινωνικούς τους υμνητές της μοναχικότητας, κυρίες και κύριοι, για εμάς που ασφυκτιούμε σε μέρη όπου μαζεύονται παραπάνω από μία μητέρες και περισσότερα από δύο πεντάχρονα. 

Έλα, όμως, που δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς και είμαστε αναγκασμένοι να παρευρεθούμε σε τέτοιου είδους κοινωνικές εκδηλώσεις…

Κι ας ξέρουμε πως θα μας κάνουν να βρίσουμε την ώρα και τη στιγμή κάτι τυπάκια σαν κι αυτά που ακολουθούν.

Συνήθως ξάδερφη της νύφης ή της μαμάς, που δεν συνοδεύεται, είναι εκείνη που έχει πάρει στα σοβαρά τον ρόλο της. Είναι μία λοχαγός στο ένδοξο τάγμα της εκκλησίας. Δίνει εντολές που πρέπει να εκτελεστούν άμεσα και ακολουθεί πιστά τις οδηγίες που έχει πάρει. “Φέρε τα κουφέτα από το αμάξι!“, “πήγαινε τα δώρα σπίτι και γύρνα πίσω για να σε ξαναστείλω κάπου!” και πάει λέγοντας… Στο όλο της πακέτο συμπεριλαμβάνονται και 25 κιλά νεύρα. Όταν όλα φτάνουν στο τέλος, η κόουτς θα κάνει το τσιγάρο της νίκης στη δεξίωση, έχοντας βγάλει τα παπούτσια που την χτυπούσαν από τα πρώτα 4 δευτερόλεπτα.
Εργάζεται ως Αφεντικό. 

Είναι αυτός που βαριέται πάρα πολύ να πάει στα γαμοβαφτίσια, αλλά δεν μπορεί να το αποφύγει. Έτσι θα πάει, θα κάτσει έξω, θα καπνίσει 12 πακέτα τσιγάρα, θα κάνει και τράκα από τον θείο της νύφης από το χωριό και θα μπει στην εκκλησία μόνο και μόνο για να ευχηθεί. Προσπαθεί να θυμηθεί τι του είπε η μάνα του ότι εύχονται, δεν θυμάται και λέει μια παπαριά τύπου «να τον χαίρεστε» (σσ. σε γάμο όλα αυτά). Στο τραπέζι θα κάτσει με την πιο άκυρη παρέα, αλλά δεν θα χαλαστεί γιατί ο σκοπός του είναι να βρει γκόμενα. Φυσικά και δεν θα βρει.
Εργάζεται ως Πάρμαν.

Αν δεν μπορείτε να μαντέψετε το λόγο που έχει δημιουργηθεί 200 μέτρα ουρά από ταλαίπωρους καλεσμένους που περιμένουν να ευχηθούν στους νεόνυμφους, θα σας τον πούμε εμείς: ΚΟΜΦΟΥΖΙΕ ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΣΟΥ! Κι αν δεν χαμπαριάσατε ακόμα, θα το κάνουμε πιο λιανά. Μιλάμε για τον τύπο εκείνο που μόλις έχει φτάσει η σειρά του να ευχηθεί, ξεκινάει την ευχή του σε φάση “άκου να σου πω μια καταπληκτική ιστορία από τότε που παντρεύτηκα εγώ” και καταλήγει μετά από κάνα 20λεπτο σε φάση “λοιπόν, για να μην τα πολυλογώ, ΝΑ ΖΗΣΕΤΕ!“. 
Εργάζεται ως Ρήτορας.

Ο μικρός μας φίλος είναι ίσως το μεγαλύτερο θύμα αυτών των τελετών. Είναι εκείνος ο μπόμπιρας που η μαμά του θα του φορέσει με το ζόρι πουκάμισο με γραβάτα ή παπιγιόν, θα του βάλει ζελέ στα μαλλιά και καθ’ οδόν για την εκκλησία θα σαλιώνει τους αντίχειρές της για να του ισιώσει τα φρύδια. Φυσικά, τον αναγκάζει να δώσει ΕΚΕΙΝΟΣ το δώρο και να πει ΕΚΕΙΝΟΣ τις ευχές ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ του τις έχει πει από το σπίτι, ενώ είναι και υποχρεωμένος να γελάει κάθε φορά που τον βγάζουν φωτογραφία.
Εργάζεται σε σκλαβοπάζαρο.

Αγαπημένη του στιγμή, όταν η μουνίτσα η όμορφη φίλη της κουμπάρας μοιράζει ρύζι. Καβατζώνει όσο περισσότερο μπορεί και συνεννοείται με άλλους Γηπεδικούς να κάνουν ανελέητο ντου με το που σκάσει στα σκαλοπάτια το ζευγάρι. Ρίχνει χουφτιές με ελεεινό μίσος και απώτερος σκοπός του είναι να τραυματίσει. Έχουν αναφερθεί περιπτώσεις που κάποιοι από αυτούς πετάνε καμουφλαρισμένα κουφέτα μέσα στο ρύζι. Πολύ καλά το μάντεψες: Στο γλέντι, ο Γηπεδικός είναι εκείνος που χτυπάει ΠΑΝΤΑ ΠΡΩΤΟΣ το πιρούνι στο ποτήρι για να πέσουν τα γλωσσόφιλα. Όταν οι άλλοι σταματούν, εκείνος συνεχίζει ακάθεκτος και σπασοπούλικος. 
Εργάζεται σε ανώνυμη εταιρεία. Ποδοσφαιρική.

Η θεία Γκρινοπούλου είναι εκείνη η περίεργη θείτσα που της φταίνε όλα. «Και κοίτα τι μπομπονιέρες πήγαν και πήραν, λεφτά δεν έχουν;» ή «εδώ δες τόσα τραπέζια και ούτε ένα σεμεδάκι, να γελάει ο κόσμος». Η Γκρινοπούλου όσο νευριάζει, τόσο ανεβάζει την ένταση στη φωνή της, αναγκάζοντας τον άτυχο άντρα της να παρεμβαίνει και συνήθως είναι αυτός που πλήρωνει το μάρμαρο.
Συνταξιούχος εκπαιδευτικός από τα 36 και πλέον επαγγελματίας κουτσομπόλα.

“Πού θα τον βάλουμε μωρέ τον μαλάκα;”, ρώτησε η νύφη τον γαμπρό όταν έφτιαχναν τα σχέδια για το πώς θα κάθονται οι καλεσμένοι στην αίθουσα δεξίωσης. Κι ο μαλάκας είναι προφανώς ο Τσόντας. Ο ξεκάρφωτος, δηλαδή, που σκάει συνήθως μόνος του στην εκκλησία και στο γλέντι και νιώθει διαρκώς ότι τα βλέμματα που συγκεντρώνουν οι νεόνυμφοι είναι λιγότερα από αυτά που συγκεντρώνει ο ίδιος πάνω του. Η μοίρα του είναι προδιαγεγραμμένη: Σε τραπέζι 8 ατόμων, κάθεται μαζί με 7 διαιτολόγους όταν ο ίδιος…
Εργάζεται ως σουβλατζής.

Ρε ‘σεις, μπας και ξεχάσαμε κανέναν;