Το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι στην Ελλάδα, αποτελεί την μεγαλύτερη οικογενειακή ιεροτελεστία μετά το γαστρονομικό μακέλεμα που λαμβάνει χώρα κάθε Κυριακή του Πάσχα.

Γονείς, αδέρφια, θειάδες, παππούδες, πιτσιρίκια -και καμιά φορά και κάνας κακόμοιρος που δεν μοιράζεται με τους υπόλοιπους το ίδιο αίμα- μαζεύονται στις 25 το μεσημέρι για να φάνε τα καλούδια που ετοίμασε η Σκλάβα από τις 23 του ίδιου μήνα. Αφού χλαπακιάσουν και χαχανίσουν σαν μην υπάρχει αύριο, στο τέλος αποσύρονται από το τραπέζι κατάκοποι και με την κοιλιά τους να χτυπάει μπιέλες. 

Για τη Σκλάβα, πήρες ήδη μια γεύση. 

Τσίμπα τώρα και τους υπόλοιπους τύπους που θα μοιραστείς -θες δεν θες- τα φετινά χριστουγεννιάτικα εδέσματα…

Πιο γραφικός κι από τα σοκάκια της Σαντορίνης, ο Τζόβενος είναι ο μπάρμπας εκείνος που πάντα φωνάζει (για να τον ακούσουν όλοι) “Εγώ θα κάτσω με τη νεολαία“. Αράζει στο άλλο τραπεζάκι που τρώει η πιτσιρικαρία και προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να πιάσει την αργκώ των 14χρονων. Επαναλαμβάνει συνεχώς τη λέξη «γαμάτο» γιατί πιστεύει πως έτσι έρχεται πιο κοντά στη νεολαία. Η νεολαία τον βαριέται αφόρητα.
Εργάζεται ως συνταξιούχος.

Λέγεται πως ο Πιώμας δεν έχει ζήσει ποτέ του το μεσοδιάστημα “Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς” καθώς τη βραδιά των Χριστουγέννων πίνει το Βόσπορο και τις Πρέσπες, οπότε λογικό είναι να πέφτει τις επόμενες ημέρες σε κώμα. Ξεκινάει με τίμια μπυρίτσα, συνεχίζει με εξίσου τίμιο κρασάκι και καταλήγει στην ατάκα: “Γαμπρέ, θα το ανοίξεις το Τζόνι το μαύρο μέρα που ‘ναι;” Το κακό είναι πως όταν πίνει, φτύνει και γι’ αυτό οι θέσεις δίπλα του είναι συνήθως κενές. 
Εργαζόταν σε κάβα που έκλεισε και δεν έφταιγε η κρίση γι’ αυτό. 

Είναι ο τύπος που ενώ στο μενού υπάρχει από φιλέτο βροντόσαυρου μέχρι χόρτα, αυτός θα ζητήσει κάτι ειδικά για εκείνον. Κάθε χρόνο συμβαίνει το ίδιο, αλλά κάθε χρόνο η οικοδέσποινα το ξεχνά. Και ο Μίζερος μένει νηστικός γιατί αυτό του αξίζει. Ο ίδιος λέει: “όχι θεία δεν πειράζει, μη φτιάξεις μπριζόλα μόνο για μένα”, ενώ σκέφτεται: “μαλακισμένη θα σου κατουρήσω το καπάκι της τουαλέτας και θα πετάξω και το κωλόχαρτο μέσα”.
Εργάζεται ως λογιστής σε εταιρία που εξάγει κοπριές.

Το σκυλί στη φωτογραφία έχει κουρνιάσει στο δέντρο για να σωθεί καθώς μόλις άνοιξε το στόμα του ο Ανέκδοτος. Φήμες λένε ότι είναι μάνατζερ του Τοτού κι ότι παίρνει ποσοστά από τα δικαιώματα κάθε φορά που ακούγεται ανέκδοτο για τον τελευταίο. Ξεκινάει να λέει ανέκδοτα χωρίς βέβαια να του το έχει ζητήσει κανείς και όταν τελειώνει σε κοιτάει επίμονα για να δει αν γελάς. Αν γελάσεις, συνεχίζει. Αν δεν γελάσεις, συνεχίζει να επαναλαμβάνει επίμονα την (υποτιθέμενη) καλή ατάκα του ανέκδοτου μέχρι να γελάσεις. Κοινώς; Τη γάμησες.
Εργάζεται ως ταξιτζής. Ως κρυόκωλος ταξιτζής.

Η Σκλάβα είναι συνήθως η μάνα σου, αν και καμιά φορά παίρνει κι άλλα πρόσωπα όπως αυτά της “συζύγου ή της “θειας” σου. Κάθεται πάντα, ΜΑ ΠΑΝΤΑ στην άκρη του τραπεζιού καθώς ανά τρία δευτερόλεπτα κάποιος της ζητάει να πάει να φέρει κάτι. Μην σε ξεγελά το χαμόγελό της στη φωτογραφία. Μερικά δευτερόλεπτα πριν τραβηχτεί, η σκλάβα ήταν κλεισμένη μέσα στην κουζίνα κι έκλαιγε με λυγμούς. 
Δεν εργάζεται. Ασχολείται με τα οικοκυρικά και το κανάκεμα των άλλων.

Είναι αυτή που βρίσκεται από σπόντα στο τραπέζι. Είτε είναι η νέα γκόμενα του θείου, είτε η φίλη κάποιου μέλους της οικογένειας που ξέμεινε Αθήνα ενώ όλη της η οικογένεια έχει πάει στο χωριό. Κοιτάζει γύρω της σαν χαμένη, τους γνώρισε όλους έναν-έναν και φυσικά δεν θυμάται κανένα όνομα. Δεν τρώει, δεν πίνει, ντρέπεται, θέλει να αυτοκτονήσει, ενώ έχει και τον Τζόβενο κάθε 2 λεπτά να της ουρλιάζει “ΡΕ ΜΑΡΑΚΙ ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΝΑ ΝΤΡΕΠΕΣΑΙ, ΟΠΟΙΟΣ ΝΤΡΕΠΕΤΑΙ ΜΕΝΕΙ ΝΗΣΤΙΚΟΣ”. Θα φύγει χωρίς να έχει πει λέξη και χωρίς να έχει βάλει μπουκιά στο στόμα της.
Είναι ωραίο μωράκι και εργάζεται ως μπαργούμαν.

Συνήθως είναι ο πιο συμπαθητικός τύπος από όλο το σόι, απλά υπάρχουν στιγμές που τον πιάνει η μαλακία του (έχει πιει και λίγο παραπάνω) και δεν το βουλώνει. Αρχίζει να τραγουδάει Καζαντζίδη μόνος του και μόλις τελειώνει το τραγούδι κοιτάζει ψηλά και φωνάζει “Α ΡΕ ΣΤΕΛΑΡΑ”. Μετά θα ζητήσει από όλο το σόι να τραγουδήσουν μαζί τα κάλαντα, το σόι ξενερωμένο θα δεχτεί αλλά ο Τροβαδούρος θα τραγουδήσει μόνος του (και έχει και χάλια φωνή). Είναι ο τύπος που λίγο πριν μαζευτεί το τραπέζι, αρχίζει να τρώει σαν να μην έφαγε ποτέ.
Εργάζεται ως τσεκαδόρος σε κλαμπάκι.