Την τελευταία Παρασκευή του Οκτώβρη, οι πόρτες του τρένου με κατάπιαν στην Κηφισιά, με χώνεψαν κάπου στα Κάτω Πατήσια, για να με ελευθερώσουν τελικά στο σύμπαν της Ομόνοιας. Ένα απόγευμα που κουμπώνεις γρήγορα το παλτό σου, βυθίζεις τα χέρια σου στις τσέπες και περπατάς σε έναν νευρικό ρυθμό, σε έναν ρυθμό που δε χρειάζεσαι.

Κοντά στην πλατεία Κάνιγγος, στον τρίτο όροφο ενός κτηρίου, ανεβαίνω να γνωρίσω τον Yonous Muhammadi, να μιλήσουμε για τα εγκαύματα ενός πλανήτη που καίγεται σε παγωμένα νερά, να οραματίσουμε πως η γη μια μέρα θα μοιάζει με τη μόνη κοινή πατρίδα των ανθρώπων, τα παιδικά μας όνειρα.

«Στο Αφγανιστάν ζούσα στην τελευταία πόλη που έπεσε στα χέρια των Ταλιμπάν. Αναγκάστηκα να την εγκαταλείψω το 1997, ενώ βρισκόμουν στο τελευταίο εξάμηνο της ιατρικής. Δεν κατάφερα  να πάρω το πτυχίο μου, όμως  δούλευα στα πεδία της μάχης και στον Ερυθρό Σταυρό, ενώ στην Ελλάδα στους Γιατρούς του Κόσμου. Σήμερα, εργάζομαι ως διαμεσολαβητής με τις άλλες κοινότητες στην οργάνωση “Κλίμακα“, σε ένα πρόγραμμα για την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση των προσφύγων, ανθρώπων με ψυχολογικά προβλήματα και θύματα βασανιστηρίων».

Ο χώρος στο γραφείο είναι γεμάτος με σακούλες και χάρτινα κουτιά που ετοιμάζονται για το μακρύ τους ταξίδι στα νησιά, με γραμματόσημο τους το κουράγιο και με μια συστημένη αποστολή που γράφει, «Βαστάτε». Πόσο βαστάει στα αλήθεια ένας άνθρωπος; Πότε εγκαταλείπει το ταξίδι, πετώντας την πυξίδα μιας ζωής που μοιάζει αιώνια; «Από το Αφγανιστάν έφυγα το 97’, στην Ελλάδα όμως έφτασα το 2001. Πέντε χρόνια περιπλάνησης! Είναι πολύ δύσκολο για τον πρόσφυγα να ξεριζωθεί από την πατρίδα του. Πηγαίνει στο διπλανό χωριό, μήπως κάτι συμβεί και μπορέσει να επιστρέψει. Όταν χάνονται οι ελπίδες του, τότε φεύγει. Έτσι έγινε και με εμένα. Πήγα στο Πακιστάν αλλά γύρισα πάλι στο Αφγανιστάν για να παλέψω ενάντια στο καθεστώς. Αμέσως φυλακίστηκα, δραπέτευσα και ξεκίνησα τελικά το ταξίδι προς την Ευρώπη. Η Ελλάδα για μένα τότε έμοιαζε με ένα άπιαστο όνειρο που γέννησε τον Ιπποκράτη, τον άνθρωπο που στο όνομα του ορκίστηκα όταν έκατσα για πρώτη φορά στα έδρανα της ιατρικής».

Μιλάει για την Ελλάδα, σαν τη γυναίκα που η γοητεία της ξεπέρασε τον πόνο του και που δε σταμάτησε ποτέ να τη διεκδικεί, δε σταμάτησε ποτέ να παλεύει για ένα ραντεβού με την ιστορία της. «Ήταν πολύ δύσκολα στην αρχή! Κοιμόμουν στο Πεδίον του Άρεως όπως βλέπετε στις τηλεοράσεις σήμερα, μέχρι να πάω στους Γιατρούς του Κόσμου και να μου δώσουν κάπου να μείνω. Το 2002, σκέφτηκα ότι οι Αφγανοί ήμασταν πολλοί στην Ελλάδα και ότι πρέπει να οργανωθούμε. Ξεκινήσαμε τρία άτομα να φτιάξουμε την κοινότητα, την οποία νομιμοποιήσαμε το 2007. Το φόρουμ δημιουργήθηκε το 2010.

Η κοινότητα των Αφγανών, της Σομαλίας και του Σουδάν μαζί με το Ελληνικό Φόρουμ Μεταναστών, κάναμε το Ελληνικό Φόρουμ Προσφύγων. Σήμερα, είμαστε επίσημο μέλος του PICUM που αφορά πρόσφυγες και μετανάστες χωρίς χαρτιά. Κάθε μήνα, βρίσκομαι στις Βρυξέλλες αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, σαν εκλεγμένο μέλος του Δ.Σ. του Ευρωπαϊκού Φόρουμ Μετανάστευσης και συζητάμε για τις πολιτικές της Ευρώπης. Δε λειτουργούμε μόνο για τους πρόσφυγες, είμαστε κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, δρούμε σαν συνδετικός κρίκος. Αν δεν υπήρχαν οι κοινότητες, η κυβέρνηση δε θα μπορούσε να στείλει ούτε έναν άνθρωπο στα κέντρα φιλοξενίας. Οι πρόσφυγες πίστευαν ότι πρόκειται για κέντρα κράτησης, φοβόντουσαν ότι δε θα μπορέσουν να φύγουν από την Ελλάδα, γι’ αυτό και προτιμούσαν να μένουν στα πάρκα»

Η κουβέντα φτάνει στις πλατείες, στις χαραγμένες με πίκρα νύχτες της ζωής του. Φτάνει στις συμμορίες και στους βασανιστές, σε όλους εκείνους που δεν υπήρξαν ποτέ ποιητές, που δεν είδαν ποτέ πουλιά να πετούν στον πολύχρωμο ουρανό του ασπρόμαυρου κόσμου τους. Αυτούς ψάχνουμε! Νύχτα και μέρα. Να κλάψουμε μπροστά τους για τη στραγγαλισμένη ψυχή τους, να τους πονέσουμε συγχωρώντας τους!

«Δεχτήκαμε απίστευτες επιθέσεις στο κέντρο της Αθήνας. Μια νύχτα στον Άγιο Παντελεήμονα είχαμε τριάντα επτά θύματα επιθέσεων, οι οποίοι κατέληξαν στο νοσοκομείο, γεγονός που ποτέ δεν είδε το φως της δημοσιότητας. Δεν μας πείραζε το ξύλο, τόσο ξύλο έχουμε φάει άλλωστε. Το γεγονός όμως ότι δεν μας πίστευαν, σε μια ευρωπαϊκή, δημοκρατική χώρα, ήταν το πιο δύσκολο για εμάς. Οι αρχές δεν μας πίστεψαν ούτε μας προστάτευσαν ποτέ.

Το κάθε τι όμως, κάτι μπορεί να αλλάξει. Σε εμάς την αλλαγή την έφερε ένα κανάλι από τη Νορβηγία που έκανε ρεπορτάζ για τους πρόσφυγες. Την ώρα εκείνη μπήκαν δυο θύματα αιμορραγώντας, ο ένας με σπασμένα δόντια και ο άλλος με σπασμένο χέρι. Δεν σταματούσαν πουθενά! Έσπασαν το χέρι του μεταφραστή μας, επιτέθηκαν στο γραφείο μας την ώρα που δίδασκα ελληνικά στα παιδιά. Έχουν περάσει τόσα χρόνια και ακόμη όταν κάποιος μου ζητά να πάμε στον Άγιο Παντελεήμονα, δεν μπορώ. Είναι κάτι πολύ βαθύ, που πονάει την ψυχή μου».

Μου εξηγεί πως διαχρονικά οι κυβερνήσεις δεν είχαν ποτέ στην ατζέντα τους πρόσφυγες και μετανάστες, μόνο τον όρο «λαθραίοι». Σήμερα το κλίμα έχει αλλάξει, παρά τις όποιες παραλείψεις. Η κοινωνία είναι πλέον αλληλέγγυη, όμως αυτό δεν αρκεί. «Αν η Ευρώπη δεν πράξει αποφασιστικά, αν ο καθένας μας ξεχωριστά δεν αναλάβει την προσωπική του ευθύνη, τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει.  Πρέπει να καταλάβουν ότι ο πρόσφυγας από τη στιγμή που αποφάσισε να φύγει, θα βρει τον τρόπο να έρθει. Όσο κλείνεις τα σύνορα, το μόνο που καταφέρνεις είναι να μεγαλώνεις το κόστος αυτού».

Έχω την αίσθηση ότι το κτήριο έχει αδειάσει. Ο άνθρωπος απέναντι μου μιλάει ήρεμα, σχεδόν χαμογελαστά. Αναρωτιέμαι που κρύβει την αγανάκτηση του, αναρωτιέμαι πόσες φωλιές νερού μπορεί να συντηρήσει ακόμη μέσα στις φλόγες. «Πήγα στην Τουρκία να μιλήσω σε ένα μεγάλο κοινό. Πήγα να τους πω να προσέχουν, τους είπα για εκείνους που πνίγονται. Ένας πατέρας τότε, σηκώθηκε και μου έκλεισε το στόμα. Γνωρίζουμε πολύ καλά την κατάσταση μου είπε, αλλά δεν έχουμε άλλη επιλογή. Σου ζητώ να μη πανικοβάλεις τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Αυτό που κάνεις, μοιάζει με το δολοφόνο που πριν μας σκοτώσει μας δείχνει πολλές φορές το μαχαίρι για να μας βασανίσει. Σοκαρίστηκα και ζήτησα συγγνώμη».

Άνθρωποι απροστάτευτοι, γυμνοί και ξυπόλητοι να πατούν εθνικιστικά αγκάθια, φθάνουν κάθε μέρα σε αυτό που εμείς ονομάζουμε δική μας πατρίδα. «Εκεί που γεννιέσαι και ζεις τα παιδικά σου χρόνια, δεν μπορείς να ξεχάσεις. Μου λείπει το Αφγανιστάν αλλά ξέρω καλά ότι αν επιστρέψω εκεί, θα μου λείπει ακριβώς το ίδιο η Ελλάδα. Παρακολουθώ της εξελίξεις και αγωνιώ για τη χώρα αυτή όπως εσύ. Οι μετανάστες ζουν καλά, όταν η ελληνική κοινωνία είναι καλά».

Ανάμεσα σε ρούχα και κουβέρτες ψάχνουμε το σύνθημα της εποχής, αυτό που θέλουμε να φωνάξουμε στους τοίχους. «Να μείνουμε άνθρωποι απέναντι στην εποχή μας. Η ζωή μας θα ήταν πολύ βαρετή αν ήμασταν όλοι ίδιοι».

Στο site του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, αφού εντυπωσιαστείς με την οργάνωση και τη δράση τους, θα βρεις πώς μπορείς να βοηθήσεις έμπρακτα έναν όχι ηττημένο αγώνα. Όταν όλα τα πράγματα είναι ξανά στη τσάντα μου και το χέρι μου ανοίγει την πόρτα της καληνύχτας, ο Yonous μου φωνάζει με την πιο ήρεμη φωνή: «Δεσποινίς; Θα κερδίσουμε!»

Να θυμάστε αυτούς που ματώνουν τα νύχια τους σκάβοντας το χωμα, αυτούς που σκίζουν το στήθος τους στα συρματοπλέγματα. Να σέβεστε αυτούς που σφίγγουν στα χέρια τους τον ήλιο, αυτούς που στραγγίζουν τον ιδρώτα στα σφιγμένα δόντια τους. Να τους θυμάστε και να τους σέβεστε και αν δεν μπορείτε να τους αγαπάτε, να τους συμπονάτε.

Φωτογραφίες: Παντελής Ζερβός 

Βοηθός Φωτογράφου: Γιώτα Βαρδάλου

*Οι Αφανείς Ήρωες είναι μια ενότητα που στόχο έχει να αφουγκραστεί μια κοινωνία που ψάχνει τις ανάσες της! Με τη στήριξη και τις δικές σας προτάσεις επιχειρούμε να γνωρίσουμε όλοι μαζί ανθρώπους που συμβάλλουν χωρίς κανένα προσωπικό όφελος στο να κάνουν τη ζωή των συνανθρώπων τους καλύτερη, ευκολότερη και ασφαλέστερη συσπειρώντας κι άλλους στον ίδιο σκοπό. Βοηθήστε μας να τους αναδείξουμε για να ακουστούν σε μια χώρα βαρήκοη. Στείλτε μας την πρότασή σας για τον επόμενο Αφανή Ήρωα στο info@provocateur.gr.