Ακόμη και οι σκληροί λυγίζουν. Το θέαμα του Φερνάντο Σάντος να δακρύζει έπειτα από την ισοπαλία-πρόκριση στο Μουντιάλ, φανερώνει τη σπάνια ποιότητα του Πορτογάλου που δηλώνει «πιο Έλληνας από άλλους Έλληνες»!

O Buster Keaton των πάγκων. Όταν ένας άνθρωπος διαθέτει μια… γκριμάτσα στη χαρά και τη λύπη, στο γκολ και στο… αυτογκόλ, τότε ναι, ο χαρακτηρισμός αυτός ταιριάζει κουμπί-κουμπότρυπα, όταν μιλάμε για τον Φερνάντο Σάντος.

https://www.youtube.com/watch?v=iCyyEQseiY4

Γεννημένος στη Λισαβόνα, ο Σάντος δεν κατάφερε ποτέ να κάνει μεγάλη καριέρα ως ποδοσφαιριστής. Στα 21 του σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αφού πέρασε από τις ακαδημίες της Σπόρτινγκ Λισαβόνας, της Μπενφίκα, της Μαρίτιμο και της Εστορίλ. Δύο χρόνια αργότερα, πήρε το δίπλωμα ηλεκτρολόγου και τεχνικού επικοινωνιών, αν και ποτέ δεν είχε κλίση σε αυτό που λέμε «επικοινωνία». Κλειστός τύπος, χωρίς πολλά «πάρε-δώσε» με δημοσιογράφους, χωρίς show στους πάγκους, μακριά από εντυπωσιασμούς. Πώς λέμε Μουρίνιο… Ε, το ακριβώς αντίθετο! Κι όμως… Αυτό είναι που βλέπουμε εμείς!

«Όντας προπονητής σε υψηλό επίπεδο, γίνεσαι ένα δημόσιο πρόσωπο και αυτό αφαιρεί από τους άλλους την ανάγκη να σε ξέρουν καλά για να σε κρίνουν. Αρκούνται σε ό,τι βλέπουν. Για μένα, ο πολύς κόσμος δεν ξέρει ότι μου αρέσει να γελάω, ότι λέω αστεία, ότι ψαρεύω, ότι παίζω μπριτζ και ότι είμαι ένας άνδρας που θεωρώ το κυριότερο στοιχείο στον άνθρωπο την πίστη», δηλώνει ο ίδιος.

Στην πατρίδα του δεν λατρεύτηκε όσο στην Ελλάδα. Και ούτε… μισήθηκε. Όπως τότε, που έφυγε «βράδυ» από τον Παναθηναϊκό, όταν σε 4 αγώνες στο ξεκίνημα της σεζόν είχε 4 ήττες. Ή όταν σε μια κρίση ρεαλισμού δήλωσε για τους παίκτες του, στους πρώτους μήνες της θητείας του στον ΠΑΟΚ πως είναι «σαρδέλες και δεν πρέπει να τους βλέπουμε σαν αστακούς». Δεν ήταν προσβλητικός. Αλλά οι οπαδοί ξεσηκώθηκαν. Τρία περίπου χρόνια αργότερα, όταν ο Σάντος θα έφευγε από την Τούμπα για την Εθνική ομάδα, όλοι θα είχαν έναν καλό λόγο να πουν, αφού πήρε μια ομάδα παρηκμασμένη και την έβαλε ξανά στον χάρτη των υπολογίσιμων δυνάμεων του ελληνικού ποδοσφαίρου. Ένας ΠΑΟΚτσης φίλαθλος τότε, σε ένα από τα forum πρότεινε να αφήσει το γούρι του, ένα καφέ δερμάτινο, ξεθωριασμένο μπουφάν στον πάγκο της Τούμπας. Για πάντα.

Ήταν το σήμα κατατεθέν του, για το οποίο χλευάστηκε από δημοσιογράφους και  αντίπαλους οπαδούς…

Για εμένα το ποδόσφαιρο είναι το σπουδαιότερο άθλημα στον κόσμο. Για 90 λεπτά δεν υπάρχουν δυνατά ή αδύνατα κράτη, γνωστά ή άγνωστα ονόματα, πλουσιότεροι ή φτωχότεροι λαοί, μικρές ή μεγάλες χώρες. Υπάρχει μόνο το πάθος να παλέψεις μέχρι το τέλος. Με οποιονδήποτε αντίπαλο. Σε οποιεσδήποτε συνθήκες. Μόνο τότε βγαίνεις νικητής. Ακόμα και αν χάσεις έναν αγώνα. Και όπως πολύ καλά ξέρουμε στην Ελλάδα… Καμιά φορά μπορείς να πετύχεις ένα θαύμα…

Ακόμη και όταν η πίεση ήταν μεγάλη, δεν θέλησε να κατηγορήσει κάποιον άλλον, αναλάμβανε πάντα την ευθύνη στους ώμους του, αρσενικά και λιγομίλητα. Και κυρίως ταπεινά. Ακόμη και στις πιο μεγάλες χαρές! Και όταν δικαιωνόταν, άφηνε τους άλλους να μιλάνε για εκείνον.

Στην εθνική ομάδα κανείς δεν τον περιμένει με «ανοιχτές αγκαλιές». Το αγαπημένο του σκορ, το 1-0, δεν αρέσει σε δημοσιογράφους και «προπονητές της κερκίδας». Το κοντέρ, βέβαια, άλλα γράφει. Σε 44 ματς στον πάγκο της εθνικής, έχει 17 αγώνες χωρίς ήττα. Έχει χάσει μόλις 4 παιχνίδια και τα 2 από αυτά σε τελική φάση ευρωπαϊκού πρωταθλήματος.

Ο χαμηλών τόνων Πορτογάλος έχει πολλά να πει όταν το θέμα πηγαίνει σε κοινωνικά θέματα και πολιτική.

«Μου αρέσει η Ελλάδα. Αγαπώ την Ελλάδα. Έμαθα να ζω σαν Έλληνας. Νιώθω Έλληνας. Σήμερα τα πράγματα είναι δύσκολα εδώ. Τα προβλήματα του λαού είναι πολύπλοκα και δυσεπίλυτα, αλλά πιστεύω ότι ο μέσος Έλληνας θα τα καταφέρει. Έχει ιδιοσυγκρασία και πάθος που τον οδηγεί στα άκρα συχνά, αλλά θα τα καταφέρει. Ζούσαμε εδώ άνω του νορμάλ. Μια ψεύτικη ευφορία. Ήρθε η ώρα του λογαριασμού. Πιστεύω, όμως, ότι οι Έλληνες θα αδράξουν ένα ευοίωνο μέλλον. Με σοκάρει η ανεργία. Πρέπει όλοι να κάνουμε κάτι για αυτό. Η Πορτογαλία έχει κρίση, αλλά τα χαρακτηριστικά της κρίσης είναι διαφορετικά».

Δεν κρύβει την άποψή του για την Ευρώπη, αλλά και την αισιοδοξία του…

Είμαι ένας άνδρας που θεωρώ το κυριότερο στοιχείο στον άνθρωπο την πίστη

«Στην πατρίδα μου η ανεργία είναι μόνο 17%. Οι Πορτογάλοι παίρνουμε νωρίτερα αποφάσεις και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Το μέλλον της Ευρώπης είναι δύσκολο. Για την ακρίβεια, το μέλλον του ευρώ είναι δύσκολο. Αρχικά, όλα ήταν θετικά. Αλλά η Ευρώπη δεν είναι ένα ομοσπονδιακό κράτος. Δεν είναι ίσα όλα τα κράτη μεταξύ τους. Ούτε οι οικονομίες τους ούτε, κυρίως, οι πολιτισμοί τους. Η Ελλάδα και η Πορτογαλία έχουν κάτι μοναδικό: έναν ωκεανό εμείς, μεγάλα πελάγη εσείς. Δεν μπορούν τέτοιοι λαοί να μείνουν πολύ καιρό στην παρακμή. Πιστεύω πως σε λίγο καιρό όλα θα αλλάξουν. Ζω το σήμερα και σκέφτομαι το αύριο, αλλά ποτέ το μεθαύριο. Αυτό μου φαίνεται μεταφυσικό».

Μεστός, ώριμος από νεαρή ηλικία, μοιάζει σαν να σκεφτόταν έτσι από 5 χρόνων. Ανακαλώντας τα παιδικά του χρόνια στέκεται στη συμβολή του πατέρα του στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του. «Ο πατέρας μου είναι ο άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου. Όχι μόνο γιατί με πήγε σε γήπεδο όταν ήμουν πενήντα ημερών, αλλά γιατί καθόρισε τις αρχές μου. Είχε την προνοητικότητα να μου εξηγήσει νωρίς ότι αν θέλω να ακολουθήσω το πάθος μου για την μπάλα έπρεπε πρώτα να τελειώσω τις σπουδές μου. Αυτός ήταν ο όρος. Την ίδια στιγμή βρέθηκα και στην Μπενφίκα», τονίζει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του.

Ο πατέρας μου είναι ο άνθρωπος που καθόρισε τη ζωή μου. Όχι μόνο γιατί με πήγε σε γήπεδο όταν ήμουν πενήντα ημερών, αλλά γιατί καθόρισε τις αρχές μου

Αν θα παραμείνει στο τιμόνι της Εθνικής και μετά το Μουντιάλ, το ξέρει μόνο ο ίδιος. Ίσως επιλέξει περισσότερες παρτίδες μπριτζ, ή να πιάσει μεγαλύτερα ψάρια. Η διαδρομή του είναι ήδη γεμάτη από χαρές και λύπες, αφοσίωση στο στόχο, αγώνες ενάντια στις πιθανότητες. Εκείνοι που τον χαρακτήρισαν loser, σήμερα πανηγυρίζουν. Αυτή είναι και η αξία ενός άνδρα «νικητή». Να απαντάει εκεί που πρέπει, με τον τρόπο που τον τιμά.

Honra e glória a Fernando Santos. *

(* Δόξα και τιμή στον Φερνάντο Σάντος.)