Όλο το καλοκαίρι άκουγα την ίδια ατάκα: «Πω ρε φίλε, θα πας στο Καμπ Νου». Από τότε που με δέχτηκαν για το μάστερ κάπως έτσι σκεφτόμουν κι εγώ. «Ο ύμνος της Μπάρσα, ο Μέσι και ο Νέιμαρ στην ίδια γραμμή και το είδωλο ο Τσάβι να τους πετάει πάσες – λουκουμάδες». Μόλις έβγαλα το αεροπορικό, το αμέσως επόμενο εισιτήριο που σκέφτηκα να κλείσω ήταν για την πρεμιέρα του Τσάμπιονς Λιγκ με τον Άγιαξ. Μπλεγμένος σε ένα σωρό δουλειές ξεχάστηκα, αλλά κατά τύχη (ή αλλιώς λόγω μιας ξηγημένης φίλης) βρέθηκα με διαρκείας να περνάω τα τουρνικέ του Καμπ Νου στοιβαγμένος μαζί με άλλους χιλιάδες Καταλανούς και όχι μόνο.

Σαν τυπικός ψαρωμένος, αλλά και πεινασμένος φοιτητής έκανα μια διόλου ευκαταφρόνητη κατάθεση στο πανάκριβο κυλικείο και ανέβηκα στη θέση μου, λίγο πιο πάνω από το ένα πέταλο του γηπέδου. Δίπλα μου ένας συμπαθέστατος ποδοσφαιρόφιλος Σουηδός, ο Κρίστιαν και από κάτω μου αυτοί που φαίνονταν ως οι «φανατικοί» της ομάδας με εξοπλισμό μόλις ένα τύμπανο. Είχα ενημερωθεί από πριν πως ultras στην Ισπανία δύσκολα μπαίνουν στο γήπεδο και δε μου φάνηκε περίεργο. Μεταξύ μας, έτσι έχουν το κεφάλι τους ήσυχο τα κλαμπ και δεν τους τραβάει το αυτί κανένας Πλατινί.

Η ώρα έφτασε στο αγαπημένο «παρά τέταρτο» και ο ύμνος του Τσάμπιονς ακούστηκε από τα μεγάφωνα. Εκεί ένιωσα το αναμενόμενο ρίγος. Ήμουν στην πρεμιέρα της πιο όμορφης ποδοσφαιρικής διοργάνωσης και επιτέλους θα είχα την ευκαιρία να δω από κοντά αυτούς που χάζευα μέχρι πρότινος στο κουτί. Το παιχνίδι ξεκίνησε μουδιασμένα με τη Μπάρσα να μη μπορεί να αλλάξει τη μπάλα όπως την είχαμε συνηθίσει πράγμα που προκαλούσε ανησυχία και στην εξέδρα που ήδη ήταν μαγκωμένη από τις προηγούμενες εμφανίσεις. Ακόμα και το γκολ του απίθανου κοντοπίθαρου με απευθείας φάουλ δε στάθηκε ικανό να τους ξυπνήσει. Άρχισα να εκπλήσσομαι, δεν περίμενα τόσο ήσυχο ένα γήπεδο σαν αυτό.

Το δεύτερο ημίχρονο ξεκίνησε με ένα ακόμα γκολ του Μέσι που αργότερα θα έκανε χαλαρά το χατ τρικ του, αλλά η παγωμάρα ίδια και απαράλλαχτη. Σα να μην παιζόταν παιχνίδι. Ίσα ίσα στις χαμένες ευκαιρίες σηκωνόταν λίγο ο κόσμος για ένα χειροκρότημα ή για ένα από τα επαναλαμβανόμενα 3 συνθήματα που ακούγονταν. Έπρεπε να μπει στο γήπεδο ο αγαπημένος τους υπαρχηγός Τσάβι για να μπιζάρουν λίγο παραπάνω. Η μοναδική λεπτομέρεια που έκανε τη διαφορά και πάλι με λίγο υποτονικό τρόπο ήταν η γνωστή “Ola”, το κύμα που ενώνει τους θεατές.

Αυτό ήταν. Είχε τελειώσει κι εγώ δεν είχα αισθανθεί σχεδόν τίποτα από το μεγαλείο του Καμπ Νου που για διάφορους λόγους είχα φανταστεί. Ησυχία, λίγες φωνές και σφυρίγματα, ακόμα λιγότερα συνθήματα. Το κοινό της Μπάρσα, κόντρα σε όλες τις προσδοκίες μου, με είχε απογοητεύσει. Γιατί όσο κακά και να παίζει αυτή η ομάδα, δε μπορεί το κοινό στο οποίο έχει χαρίσει τόσες χαρές τα τελευταία χρόνια να μη λαλάει στο εναρκτήριο παιχνίδι του Τσου Λου. Δε βγάζει νόημα.

Μετά από συζητήσεις που είχα με άλλους ποδοσφαιρόφιλους που έχω γνωρίσει στον πρώτο μου μήνα στη Βαρκελώνη, διαπίστωσα πως η συντριπτική πλειοψηφία έχει την ίδια άποψη. Το Καμπ Νου είναι ένα επιβλητικό γήπεδο με κάπως ξενέρωτη ατμόσφαιρα. Πού οφείλεται αυτό; Ίσως επειδή η Μπάρσα είναι πλέον ένα προϊόν που πουλάει σε όλον τον κόσμο και το γήπεδο «μπασταρδεύεται» από τουρίστες. Ίσως επειδή οι Καταλανοί είναι αρκετά διαφορετικοί και λιγότερο φωνακλάδες από κάθε άλλο Ισπανό. Μπορεί να είναι καλύτερα έτσι γι’ αυτούς. Για μένα, πάντως, ήταν τουλάχιστον αταίριαστο με ο,τι κουβαλάει αυτή η ομάδα στις πλάτες της. Ένα είναι σίγουρο: στο αποψινό El Clásico τα πράγματα θα είναι διαφορετικά.