Είναι 26 Νοεμβρίου του 2000 και ο Γκαμπριέλ Μπατιστούτα παίζει για πρώτη φορά αντίπαλος με τη Φιορεντίνα. Η Ρόμα υποδέχεται στο Ολίμπικο τους “βιόλα” με μοναδικό στόχο τη νίκη που θα την κρατήσει σε πορεία τίτλου, έναν τίτλο που έψαχνε διακαώς από το 1983. Για 83 λεπτά οι φιλοξενούμενοι αμύνονται εξαιρετικά, κλείνοντας όλους τους χώρους και μαρκάροντας ιδανικά τον Μπατιστούτα, που μετά από 9 χρόνια και 168 γκολ στην Ιταλία έχει αποκτήσει το προσωνύμιο “Μπατι-γκόλ’. Μια στιγμή αδράνειας σ” εκείνο το σημείο όμως είναι αρκετή.

Η μπάλα στρώνεται έξω από την περιοχή στον Αργεντινό και πριν προλάβει κάποιος αμυνόμενος να τον μαρκάρει αυτός την στέλνει μ” ένα υπέροχο δεξί σουτ στα δίχτυα του Τόλντο. Οι οπαδοί της Ρόμα πανηγυρίζουν σαν τρελοί, ο πάγκος της ομάδας έχει γίνει ένα κουβάρι χαράς, όλοι οι παίκτες των γηπεδούχων πέφτουν εκστασιασμένοι πάνω στον σκόρερ. Ο Μπατιστούτα δεν πανηγυρίζει. Έχει κλειστά τα μάτια κι όταν τα ανοίγει, αυτά είναι βουρκωμένα.

Κανείς δεν θα μάθει ποτέ τι ακριβώς πρόλαβε να περάσει απ” το μυαλό του εκείνα τα δευτερόλεπτα, ποια απ” όλες τις στιγμές του με τη φανέλα της Φιορεντίνα έγινε εικόνα, μεταφορικά, μπροστά στα μάτια του και άνοιξε την κάνουλα των δακρύων. Οι πιθανές εικόνες είναι πάρα πολλές όσες και οι φορές που πανηγύρισε κάποιο του γκολ φορώντας τα μοβ. Στα εννιά χρόνια που πέρασε με τη φανέλα των “βιόλα” ο Μπατιστούτα μετατράπηκε από φέρελπις Αργεντινός σε επιθετικό παγκόσμιας κλάσης, το άγαλμα του οποίου βρίσκεται έξω από το Αρτέμιο Φράνκι και το όνομα του οποίου φιγουράρει στην πρώτη θέση των σκόρερ της ομάδας.

Ο Τόττι τον σηκώνει στον αέρα και ο Μπατιστούτα προσπαθεί ασυναίσθητα να κρύψει τα δάκρυα του με τα χέρια του. Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλος ποδοσφαιριστής που να έχει ισορροπήσει έστω και για μερικές στιγμές τόσο τέλεια και χαρακτηριστικά μεταξύ του επαγγελματισμού και του ρομαντισμού. Από τη μια πλευρά της νοητικής τραμπάλας ο ακριβοπληρωμένος επιθετικός που κάνει με εξαιρετική επιτυχία αυτό ακριβώς για το οποίο πληρώνεται αδρά και από την άλλη ο άνθρωπος που συνειδητοποιεί ότι μόλις προκάλεσε θλίψη σε μια ομάδα την οποία αγάπησε και σε χιλιάδες ανθρώπους που τον λάτρευαν και τον λατρεύουν ακόμα σαν ζωντανό θρύλο.

Το παιχνίδι τελειώνει, η Ρόμα παίρνει μια ακόμα σημαντική νίκη, ο Μπατιστούτα κατευθύνεται προς το σημείο που βρίσκονται οι εκδρομείς της Φιορεντίνα, τους χαιρετάει χειροκροτώντας τους – κάτι που είχε κάνει και πριν αρχίσει το παιχνίδι – και τελικά αποχωρεί από το γήπεδο βουρκωμένος ξανά. Στο τέλος της σεζόν θα κατακτήσει το πρωτάθλημα, που τόσο πολύ ήθελε, φορώντας τη φανέλα της Ρόμα. Στο μυαλό όλων όμως το όνομα του θα είναι για πάντα συνώνυμο της Φιορεντίνα με τον ίδιο τρόπο που του Τόττι είναι συνδυασμένο με τη Ρόμα, του Ντελ Πιέρο με τη Γιουβέντους και του Μαλντίνι με τη Μίλαν.

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο El Sobrero