*28 χρόνια πριν τον Ντομινίκ, 27 χρόνια πριν τον Έντι Τζόνσον, 20 χρόνια πριν τον Γκάλη και 50 πριν τον Γιάννη Αντετοκούμπο, η Ελλάδα είχε Αμερικάνο!

Το καλό με τον Τάσο Μπουλμέτη είναι πως, πάνω απ’ όλα, είναι επαγγελματίας. Απ’ τα πρώτα δευτερόλεπτα της καινούριας του ταινίας, ξέρεις τι θα δεις. Κάτι που, επιτυχημένο ή όχι, κουβαλάει σίγουρα μαζί του μεράκι, όρεξη και πολλή δουλειά. Φυσικό κι επόμενο βέβαια, για έναν σκηνοθέτη που σε 28 χρόνια καριέρας έχει γυρίσει συνολικά… 4 ταινίες! (Βιοτεχνία Ονείρων, Πολίτικη Κουζίνα, Νοτιάς κι αυτήν εδώ).  

Μ’ αυτά τα νούμερα στην προσωπική στατιστική του, ένας σκηνοθέτης μόνο δύο πράγματα μπορεί να είναι: ή τεμπέλης, ή τελειομανής. Εν προκειμένω στηρίζω το δεύτερο. Και το στηρίζω γιατί, ποτέ ένας ταλαντούχος τεμπέλης δεν θα μπορούσε να φέρει εις πέρας άρτια και τόσο “κινηματογραφικά” την αποστολή του “1968“. Μια αποστολή στην οποία…

…ο Μπουλμέτης κοίταξε ένα αθλητικό ντοκιμαντέρ και είδε ένα cinderella story εποχής.

Στο κέντρο όλων, μια ομάδα. Γύρω της, ένας κόσμος ολόκληρος. Ένας ελληνικός μικρόκοσμος γεμάτος γκροτέσκες μα τόσο συμπαθητικές φιγούρες: τον ελεγκτή του λεωφορείου, τον προποτζή, τον μπουζουκτσή, τον νεκροθάφτη, τον ανθρώπινο αστυνομικό, τον απογοητευμένο “πεθερό”, το νεαρό γκαρσόνι που επιχειρεί ένα “στρίβειν διά του… αγώνος!“. Αλλά κι ένας κόσμος μεγαλύτερος. Ο κόσμος που διώχνεται απ’ την Πόλη το ’22, έρχεται στην Ελλάδα να γίνει “ζητιάνος” και τελικά καταφέρνει να μαζέψει 80.000 Έλληνες στο Καλλιμάρμαρο. 80.000 ανθρώπους (ρεκόρ Γκίνες!) που ζητωκραυγάζουν για το καμάρι του: την ΑΕΚάρα!

 

Γεγονός: Δεν πρόκειται για μια “ντοκιμαντερίστικη ταινία”, αλλά περισσότερο για ένα “κινηματογραφικό ντοκιμαντέρ”. Δεν είναι δηλαδή μια ταινία που χρησιμοποιεί (πραγματικά ή δημιουργημένα) ντοκουμέντα και συνεντεύξεις για να γίνει πιο “πιστευτή” στο μάτι του θεατή, αλλά ένα ντοκιμαντέρ που συνδέει τα διάφορα κεφάλαιά του, με πολύ καλά φινιρισμένο κινηματογράφο. Μια επιλογή γεμάτη κινδύνους (να μην “κουμπώνουν” καλά μεταξύ τους, το ένα να υποσκελίζει το άλλο, ο θεατής να κουραστεί απ’ την εναλλαγή), τελικά ένας μεγάλος θρίαμβος για την ταινία. 

“Πώς μας ενώνει και πώς μας δονεί, του (Βασίλη) Γεωργίου η φωνή!”.

Έχοντας ως βασικό του υλικό λοιπόν, τον πρώτο ελληνικό μπασκετικό άθλο, ο Μπουλμέτης πήρε όλα τα δημιουργικά ρίσκα που μπορούσε και τα  κέρδισε! Δεν “γύρισε” παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα γηπέδου, αφού χρησιμοποίησε αυτούσια τα πλάνα του πραγματικού αγώνα. Δεν φοβήθηκε να πιστέψει σ’ ένα πρωτότυπο κολλάζ ηθοποιών – συνεντεύξεων – ρετρό πλάνων (με άψογο κάστινγκ και ανεπαίσθητο μοντάζ!). Πάνω απ’ όλα όμως, δεν φοβήθηκε να δώσει το μικρόφωνο του αφηγητή στον Βασίλη Γεωργίου. Τον “σούπερ σταρ” ραδιοφωνικό εκφωνητή του τελικού το 1968. Το αποτέλεσμα… δεν περιγράφεται!

Η αμεσότητα στη μετάδοση του Γεωργίου (“Έλα Τρότζο μου, βαλ’ τη βρε παιδί μου!”) έγινε ασίστ για να πετύχει η ταινία τα σημαντικά καλάθια της. Όπου καλάθια: η άρτια δημοσιογραφική έρευνα, η καταπληκτική ατμόσφαιρα εποχής, το σχόλιο για τη χούντα, ο παλμός και η αγωνία για έναν τελικό που κουβαλάει τα όνειρα της χώρας, αλλά κυρίως το γέλιο και η συγκίνηση. Και σκόρερ, οι ίδιοι οι παίκτες της τότε ΑΕΚ – μαζί μ’ ένα εντυπωσιακό ερμηνευτικό ρόστερ! (Με μπόλικους ΑΕΚτζήδες: Αντώνης Αντωνίου, Γιάννης Βούρος, Γιώργος Μητσικώστας…). 

Γέλιο και συγκίνηση, όπως λέμε… καλάθι και φάουλ!

Όχι απλό καλάθι. Τρίποντο πέτυχε ο Μπουλμέτης με το αγνό, γάργαρο γέλιο (παλιάς ελληνικής ταινίας!) που πρόσφερε στην αίθουσα, την ώρα που η συγκίνηση λειτουργούσε σαν συμπληρωματική βολή. Κι είναι αυτό ένα απ’ τα πράγματα που εκτιμώ (προσωπικά) περισσότερο σ’ αυτόν τον σκηνοθέτη. Ο Μπουλμέτης δεν κανιβαλίζει, δεν καπηλεύεται, δεν παραφορτώνει τις ταινίες του με μελό δάκρυ “αλύτρωτων πατρίδων”. Χρησιμοποιεί με θαυμαστή αίσθηση του μέτρου το μικρασιατικό μας παρελθόν, και μόλις δακρίσεις φροντίζει ξανά να σε χαλαρώσει.

 

Τεχνικές αστοχίες υπάρχουν (είναι μάλλον απίθανο να έπαιζε το ’40 μπάσκετ ο πιτσιρίκος Ζούπας σε στεφάνι με αλυσίδα, ερμηνευτικά η σκηνή του “τσακωμού” Αμερικάνου – Μόσχου χάνει). Πνίγονται ωστόσο μέσα στη χαρά, τη σουρεάλ αθωότητα, την αγωνία για την τελική έκβαση ενός αγώνα που ξέραμε από πριν πώς θα τελειώσει. Ναι, το “1968” είναι μια, έτσι κι αλλιώς, καλή ταινία. Σε συναισθηματικό επίπεδο ωστόσο, είναι ένα απολαυστικό αριστούργημα.

Κι ενώ το απίθανο κολλάζ γεγονότων στο φινάλε έρχεται να σφραγίσει “μια χρονιά που άλλαξε τον κόσμο”, εγώ έχω ήδη ταξιδέψει σε μια ρομαντική Ελλάδα χωρίς οπαδικούς περιορισμούς. Πιάνω τον εαυτό μου να προχωράει στο δρόμο χαρούμενος, για μια κούπα που παίχτηκε πριν 50 χρόνια. Και δεν είμαι καν ΑΕΚ…

 

Υ.Γ. Κι αν δεν υπήρχε τότε “Αμερικάνος” στην Ελλάδα, θα υπήρχε άραγε σήμερα Greek (freak) στην Αμερική;

 

Υ.Γ.2 Δεν έχει σημασία τι φανέλα φοράει αυτός που το χορεύει. Σημασία έχει να ξέρει να το χορεύει. Το ροκ το ελληνικό, είναι ζεϊμπέκικο…