“Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις/ αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει/ θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα/ που γι’ αυτά έχεις λείψει/ θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο”.
Θυμάμαι να διαβάζω αυτούς τους στίχους ξανά και ξανά μετρώντας τις εποχές να φεύγουν, τα χρόνια να ωριμάζουν. “Θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα που γι’ αυτά έχεις λείψει”, σκέφτομαι και με μάτια ανοιχτά βυθίζομαι στο γιατί αξίζει να λείπει κανείς. Κάμποσους μήνες πριν, βρέθηκα στον δρόμο της Έρης Ρίτσου, ενώ εκείνη μάζευε γαλάζιο στη Σάμο και εγώ ονειρευόμουν καλοκαίρια στη χειμωνιάτικη Αθήνα. “Όσα λέμε” της είπα “ελάτε να γράψουμε, να ανθίσουν την πρώτη μέρα του Μάη.”. Του Μάη που μυρίζει επανάσταση, που γεννήθηκε ο πατέρας της, που μας χαρίστηκε ένας μεγάλος ποιητής.
Σαν σήμερα λοιπόν, γεννιέται ο Γιάννης Ρίτσος και αναρωτιέμαι τι ξεχάσαμε να τη ρωτήσουμε μετά από τόσα χρόνια αδιάκριτης πάλης, για το μοίρασμα των κοινών τους στιγμών. “Ιδέα δεν έχω. Με έχουν ρωτήσει τόσο πολλά, μέχρι και αν μαγείρευε. Και ναι, μαγείρευε εξαιρετικά. Λάτρης της ανατολίτικης κουζίνας, του βούτυρου και του τσιγαριστού. Τότε η φράση υγιεινή διατροφή” ήταν άγνωστη και υποθέτω πως αν μιλούσε κανείς στους ανθρώπους που έζησαν την πείνα της Κατοχής για τις θαυμαστές ιδιότητες της πικραλίδας και τα μπιφτέκια σόγιας θα του φορούσαν ζουρλομανδύα.”.
Είμαι κόρη ενός υπέροχου μπαμπά. Θα μπορούσα να πω ποντάροντας το κεφάλι μου, ότι δεν θα τον άλλαζα με κανέναν. Αναγνωρίζω τον αξιακό του κώδικα και την αγάπη του για τους ανθρώπους κάθε μέρα. Αναρωτιέμαι όμως, πώς μπορεί να νιώθει μια κόρη που ο πατέρας της γίνεται σύμβολο των αξιών εκατομμυρίων ανθρώπων… ‘Αραγε, το σπίτι τους γίνεται η σκιά του και εκείνη κρυώνει; “Το γεγονός πως δεν είχα ιδέα για το πόσο σημαντική ήταν η δουλειά του πατέρα μου, δεν μου δημιούργησε καμιά ανάγκη “να την ανταγωνιστώ’ ή “να σταθώ στο ύψος της”. Μέσα στην οικογένεια ο καθένας έκανε τη δουλειά του απολύτως φυσιολογικά, χωρίς να λέει ή να δείχνει πως κάνει κάτι εξαιρετικό.”.
Κοντοστέκομαι σε μια σκέψη που με διαπερνά. Τη ρωτάω διαρκώς για τον μπαμπά της όμως ένα παιδί λαχταρά και τους δύο γονείς. Δεν ξεχωρίζει ποιος από τους δύο είναι ο “γνωστός”. “Η παρουσία της μητέρας μου ήταν καθοριστική για τη ζωή μου και ό,τι είμαι σήμερα το οφείλω σχεδόν αποκλειστικά σε κείνη. Ήταν η περίπτωση ανθρώπου που αφιερώνεται στους άλλους χωρίς να ζητά τίποτα για τον εαυτό της. Μπορεί να ακούγεται υπερβολικό αλλά έτσι ήταν. Έτσι ήταν για τον άντρα της, για το παιδί της, για τους αρρώστους της. Ακόμα και σήμερα, χρόνια πολλά μετά το θάνατό της με πλησιάζει κόσμος για να μου πει “Η μάνα σου έσωσε το παιδί μου”, “Ήμασταν πολύ φτωχοί δεν μας πήρε ποτέ χρήματα”. Έκανε τιτάνιο αγώνα ώστε να ανταποκρίνεται σε όλα της τα καθήκοντα. Ειδικά στο θέμα της δουλειάς του πατέρα μου, μια που η ίδια λάτρευε την ποίηση, το θεωρούσε ιερή υποχρέωσή της να του παρέχει τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για να συνεχίζει εκείνος απερίσπαστος το έργο του.”.
“Ο πατέρας μου ήταν πολύ απλός στην καθημερινή του ζωή, με ένα αυστηρό πρόγραμμα εργασίας απ’ τη μια αλλά πάντα διαθέσιμος να απαντήσει σε ερωτήσεις. Το γεγονός πως είχε πολλά ταλέντα το θεωρούσα φυσιολογικό γιατί νόμιζα πως έτσι είναι όλοι οι άνθρωποι. Με μάθαινε να χορεύω, να ζωγραφίζω και πίστευα πως μεγαλώνοντας θα τα καταφέρω κι εγώ καλύτερα σε όλα αυτά, αφού είχα ταλέντο! Δεν συνέβη έτσι φυσικά, γιατί σε αντίθεση με τον δουλευτή πατέρα μου εγώ υπήρξα, και είμαι ακόμα, εξαιρετικά τεμπέλα και τα ταλέντα χωρίς δουλειά και καλλιέργεια πάνε άπατα.”.
Της εξομολογούμαι ότι με εντυπωσιάζει η επαφή της με τα social media και ο παλμός που δίνει σε κοινωνικά ζητήματα από το απομακρυσμένο της νησί. “Έχω την αίσθηση πως ζω σε μια κοινωνία που βρίσκεται σε διάλυση από κάθε άποψη. Οικονομικά, κοινωνικά, μορφωτικά, ηθικά. Με δομές αποσαθρωμένες, που θαρρείς πως το ζητούμενο είναι να διαλυθούν πλήρως.”.
Η κουβέντα φτάνει στο φασισμό, θέμα για το οποίο έχει πολλές φορές τοποθετηθεί. Τσακίστε ή μορφώστε τελικά τους φασίστες; “Το δεύτερο σύνθημα είναι εντελώς άκυρο. Κάποιος που έχει καταλήξει σ’ αυτήν την ιδεολογία του μισανθρωπισμού έχει περάσει προ πολλού τα όρια που επιτρέπουν στη μόρφωση να καλλιεργήσει το μυαλό και τις αισθήσεις των ανθρώπων. Θα έλεγα, μορφώστε τα παιδιά σας, ώστε να μη γίνουν φασίστες. Οπότε μένει το πρώτο σύνθημα, με μόνη διαφορά πως απ’ ό,τι βλέπω η τάση του συστήματος είναι να αβαντάρει τους φασίστες , αφήνοντάς τους να δρουν ανεξέλεγκτα, –τα πρόσφατα γεγονότα στη Λέσβο αποτελούν μια ακόμα απόδειξη αυτού που λέω– ενώ οι υποθέσεις που καταλήγουν στα δικαστήρια χρονίζουν, οι δολοφόνοι αφήνονται να κυκλοφορούν ελεύθεροι. Αντιθέτως είδαμε πως πρόσφατα καταδικάστηκε για εξύβριση της Χρυσής Αυγής, ο ευρωβουλευτής του ΚΚΕ Ζαριανόπουλος, επειδή αποκάλεσε τους φασίστες “λάτρεις του Χίτλερ”, πράγμα που οι ίδιοι το διατυμπανίζουν με κάθε τρόπο με φωτογραφίες μπροστά σε σημαίες του Γ’ Ράιχ και με τατουάζ αγκυλωτών στα σώματά τους!”.
“Ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου”. Διαβάζοντας αυτόν τον στίχο αναρωτιέμαι πώς ξεπέρασε τις μεγάλες φάσεις μετάβασης στη ζωή της. “Το να μένει κανείς σταθερός στα πιστεύω του, ανεξάρτητα από τις συνθήκες μέσα στις οποίες βρίσκεται, χωρίς υποχωρήσεις, εκπτώσεις, δικαιολογίες, είναι νομίζω αυτό που σε κάνει Άνθρωπο, στα ίδια σου τα μάτια. Η γενιά μας ήταν σχετικά τυχερή. Όχι μόνο μέχρι στιγμής δεν έχουμε ζήσει πόλεμο αλλά για χρόνια η δυνατότητα δημιουργίας ενός καλύτερου κόσμου ήταν “απτή”. Θα έλεγα λοιπόν πως δεν έχω ζήσει στη ζωή μου, τουλάχιστον αυτήν που έζησα τον 20ο αιώνα, μεταβάσεις και δυσκολίες τέτοιες που που να χρειαζόταν να επιστρατεύσω τα υπολείμματα των δυνάμεών μου για να τα βγάλω πέρα. Ο 21ος φαίνεται να είναι πολύ πιο δύσκολος για όλους πάνω στη γη, σε όλα τα επίπεδα, από την κλιματική αλλαγή μέχρι την παγκοσμιοποίηση. Ιδιαίτερα για τη χώρα μας τα τελευταία χρόνια είναι τα πιο δύσκολα και πολύ φοβάμαι πως θα ακολουθήσουν δυσκολότερα. Έτσι λοιπόν θα έχουμε την ευκαιρία να μετρήσουμε τις δυνάμεις και τις αντοχές μας.”.
Η Έρη Ρίτσου γράφει και γράφει για το κέφι της. “Γράφω χωρίς κανενός είδους άγχος. Όχι, δεν αναρωτιέμαι για το τι θα έλεγε ο πατέρας μου γιατί ιδιαίτερα τα τελευταία δύο βιβλία μου είναι αστυνομικά και κείνος δεν διάβαζε αστυνομικά. Στην εποχή του εθεωρούντο “παιδιά ενός κατώτερου λογοτεχνικά θεού”. Τα μόνα αστυνομικά που είχε διαβάσει ήταν της Άγκαθα Κρίστι στα αγγλικά, όταν μάθαινε αγγλικά στην εξορία και τα αστυνομικά ήταν τα μόνα ξενόγλωσσα βιβλία που μπορούσαν να περάσουν άνετα και χωρίς πολλές διατυπώσεις από τη λογοκρισία, οπότε αυτά του στέλναμε στη Λέρο.”.
Τη ρωτάω ποιο βιβλίο φιλοξενεί την περίοδο αυτή, στο κομοδίνο της. “Το χαστουκόδεντρο, που μου έστειλε δώρο ο φίλος Άρης Μαραγκόπουλος. Πρόκειται για ένα είδος μυθιστορηματικής βιογραφίας που αναφέρεται στον Αντώνη Αμπατιέλο και περιλαμβάνει πλήθος πληροφοριών τις οποίες αγνοούσα.”.
Είναι άραγε οι ποιητές μυθικά πλάσματα; “Εργάτες του λόγου είναι και δεν βλέπω τίποτα μυθικό σ’ αυτό, πέρα από την ομορφιά του λόγου. Λάτρις της πεζογραφίας, ακουμπάω σ’ αυτήν την ψυχή μου και διαβάζω ποίηση μόνο για λόγους ενημέρωσης.”.
Λίγο πριν το τέλος της ζητάω να μου πει τι έχει η ζωή στη Σάμο, που την έκλεψε από όλα τα άλλα μέρη της γης, ενώ παράλληλα σκέφτομαι πόσο μακριά είναι μέσα της η Μονεμβασιά; “Έχει τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια. Έχει το σπίτι όπου έζησα με τους γονείς μου. Έχει τα ξαδέρφια μου, τους συμμαθητές μου, τους γείτονες και παιδικούς μου φίλους. Έχει την άγρια θάλασσά της και τα καταπράσινα βουνά της. Έχει τα αυτοκρατορικά της ηλιοβασιλέματα. Έχει την καρδιά μου. Η Μονεμβασιά είναι ένας θεσπέσιος τόπος αλλά δεν είναι ο τόπος που έζησα τα χρόνια που κανείς μεγαλώνει και δένεται με τα πράγματα. Την αγαπώ σαν παραμάνα. Μάνα μου είναι η Σάμος.”.