Το πρόβλημα ξεκινά από το γεγονός ότι ο μπαμπάς μου πίστευε ότι μεγάλωνε αγόρι μέχρι τα δεκαπέντε μου. Από πέντε χρονών με στόλιζε γαύρο χωρίς λέπια και με κατέβαζε τις Κυριακές από την Κηφισιά στον Πειραιά, να φωνάξουμε συνθήματα στον Τζόλε το αλάνι που έμεινε τελικά για πάντα στο λιμάνι.

Τη Δευτέρα στο σχολείο, ανάλογα με το αποτέλεσμα του αγώνα έχανα ή κέρδιζα στοιχήματα που έβαζα με τον Χάρη. Εκείνος σύχναζε στον τάφο του Ινδού και πολύ τον γούσταρα. Μου έτρωγε το χαρτζιλίκι και εγώ τον ερωτευόμουν.

Ο Δημήτρης, ο Γιώργος και ο Τάσος μου έλεγαν ότι δεν θα ψηθεί φάση, όμως εγώ πίστευα στο γλυκό υπονοούμενο του hi5 μας. Είχα και μια φίλη τη Μαρίνα. Ερχόταν μαζί μου καμιά φορά γιατί της άρεσε ένα αγόρι από την παρέα και μοιραζόμουν τον θρόνο μου μαζί της. Σχεδόν πάντα ήμουν το μόνο κορίτσι!

Μέχρι το Γυμνάσιο, τα αγόρια ερχόντουσαν σπίτι να δούμε μπάλα και να πιούμε τις πρώτες μας κρυφές μπύρες. Μια φορά η μαμά κάλεσε οικογενειακό συμβούλιο για τον τρόπο που εκφραζόμουν κατά τη διάρκεια του ματς. “Είσαι κορίτσι κορίτσι μου! Δεν είσαι νταλικέρης αν και κάνεις φιλότιμες προσπάθειες να του μοιάσεις”. Έτσι, άρχισα το ξανά το γήπεδο μέχρι να γνωρίσω αρκετούς φασίστες στις κερκίδες του και να το κόψω μαχαίρι κάπου στο Λύκειο. Η μαμά, είχε πάντα την ίδια απελπισμένη έκφραση όταν κατέβαινα τα σκαλιά με φαρδιά τζιν και τις ξεχειλωμένες μπλούζες.

Ένιωθα ότι με τα αγόρια τα έλεγα καλύτερα, έδιναν μια συνοπτική μορφή στη δαιδαλώδη σκέψη μου. Τα κορίτσια τότε, μου φαινόντουσαν φοβερά βαρετά. Εγώ τους φαινόμουν σίγουρα αρκετά αρρενωπή και έτσι πήραμε τις κατάλληλες αποστάσεις. Στα πάρτυ, οι συγγενείς προβληματίζονταν με τους μαντραχαλάδες που χτυπούσαν το κουδούνι με hip hop cd και κόμικς για δώρο.

Κάπως έτσι κύλησαν οι παρέες μου σαν μαθήτρια και τα πράγματα δεν άλλαξαν εντυπωσιακά σαν φοιτήτρια, αν εξαιρέσεις το στυλ μου. Η μάνα μου λιβάνισε όλο το σπίτι και σκέφτηκε ότι αυτή η κακόγουστη φάρσα έλαβε τέλος. Πίστευε ότι η τόση ανάγνωση Λογοτεχνίας, έπιασε επιτέλους ρομαντικό τόπο.

Στο Πάντειο γνώρισα τον Αργύρη, το φίλο της καρδιάς μου μέχρι και σήμερα και άλλους σπουδαίους τύπους. Ένας νέος κύκλος ανδροκρατούμενης παρέας ξεκίνησε. Κάπου εκεί βέβαια αρρώστησα από έρωτα για τον Χρήστο και μπόρεσα να καταλάβω γιατί οι άνθρωποι καλύτερα να κάνουν έρωτα παρά πόλεμο. Επίσης, κατάλαβα ότι χρειαζόμουν λίγο παραπάνω το γυναικείο στοιχείο. Είχε έρθει η ανάγκη για να μπει φρένο στον κυνισμό και στον ορθολογισμό μου. Χρειαζόμουν μαλλιά που να μυρίζουν ωραία και πιο όμορφα ρούχα. Τα αγόρια βέβαια επέμεναν οτι τα κορίτσια αρκεί να χαμογελάνε.

Από τα αγόρια έμαθα ότι όταν ένας γκόμενος δεν σου στέλνει, δεν σε θέλει. Τόσο απλό, τόσο σκληρό. Στο λένε μασουλώντας πατάτες τηγανιτές και χαζεύοντας τηλεόραση, χωρίς να σε κοιτάνε και περνώντας καπάκι στο επόμενο θέμα.

Κάπως έτσι αποδέχτηκα τη μοίρα του να μεγαλώνω με αγόρια που γίνονται πια άντρες! Πλέον, όταν βγαίνουν αντροπαρέα, μου έχουν χαρίσει την πρόταση “Η Χρύσα επιτρέπεται, είναι άλλο”, αξίωμα που το κέρδισα χωρίς να το καταλάβω. Οι σχέσεις μου, δύσκολα μπορούν να κατανοήσουν τη συνύπαρξη αυτή, αλλά είναι μονόδρομος πλέον.

Στο Provocateur τώρα που σας γράφω έχω δίπλα μου, μπροστά και πιο μπροστά μου τέσσερα μελαχρινά αγόρια. Μοιάζουν να έχουν συνηθίσει την καλή μου διάθεση τα πρωινά της Δευτέρας και δεν αντιδρούν όταν έχω νεύρα. Υποθέτουν κάποιο λόγο, αλλά κανείς δεν μιλάει για αυτό. Όταν μιλάνε απότομα, με κοιτάνε να δουν αν έχω βουρκώσει. Είναι φανερό ότι δεν ξέρουν που έχουν μπλέξει!

Σήμερα, έχω φίλες καρδιακές! Μπορώ και θέλω να τις φανταστώ να γερνάμε μαζί. Υπάρχει όμως και αυτό το δεκάχρονο πια αντρικό παρεάκι, που πάντα θα μου θυμίζει την άξεστη εφηβεία μου. Είναι εκεί, να μου λέει σε όλα τα προβλήματα “Έλα μαλάκα Χρύσα, ξεκόλλα το μυαλό σου” και κάπως έτσι, όλα να μοιάζουν πιο απλά.