Έχω ένα πρώτο πτυχίο στην ανθρωπολογία, που κάθεται δίπλα στα μετάλλια του σκάκι και στο κασκόλ του ολυμπιακού, όλα δηλαδή τα λάβαρα που με στιγμάτισαν μέχρι και το 2011. Όσο και αν δεν το πιστεύεις, το πρώτο αυτό πτυχίο μου άλλαξε όλη την κοσμοθεωρία και κυρίως μου κληρονόμησε μια τεράστια καψούρα με τις χώρες τις Ανατολής. Μέχρι να επισκεφθώ την Κωνσταντινούπολη, φανταζόμουν χαλιά να πετάνε, χαρμάνια να καίνε, πολύχρωμες μαντήλες να κρύβουν πανέμορφα πρόσωπα που γλυκοκοιτάζουν πολύχρωμα λουκούμια ενώ χαϊδεύουν λάγνα ακόμη πιο χρωματιστά μπαχάρια. Όταν τελικά την επισκέφθηκα, κατάλαβα ότι ό,τι φαντάστηκα ισχύει, μόνο που δεν είχα υπολογίζει τα τζίνι που βγαίνουν από τα λυχνάρια και κουτουλάνε πάνω από τον Βόσπορο, την ώρα που η φωνή του Ιμάμη σκεπάζει την πόλη.

Προσφωνώ όποιον θεό θέλετε, σηκώνω τα χέρια στον ουρανό και ρωτώ: “Πόσο μαγεμένη μπορεί να είσαι Κωνσταντινούπολη;”. Χιλιάδες κόσμου στους δρόμους τονώνουν κάθε αγοραφοβικό αίσθημα αλλά ποιος νοιάστηκε όταν στέκεσαι στην πλατεία Ταξίμ, το σημείο  που μιλιούνια ανθρώπων πάλεψαν όσο άντεξαν, για την όποια δημοκρατία τους. Περπατάς στην κάτι σαν την Ερμού αγορά, μόνο που πρέπει να είναι 5 φορές μεγαλύτερη. Μουσική, καλλιτέχνες δρόμου, σημαίες, μπόλικη αστυνομία, ακόμη περισσότερος μπακλαβάς και σοκολάτες. Είναι 3 το ξημέρωμα και είναι σαν 3 το μεσημέρι, σε μια πόλη που μας μοιάζει στην αϋπνία.

Σχεδόν νιώθω το σώμα μου τα τρίζει, κάθε φορά που θυμάμαι το χαμάμ με τις υπέροχες πετσέτες, τα ακόμη πιο υπέροχα σαπούνια, τους εντελώς αποπλανητικούς καπνούς. Στο Μεγάλο Παζάρι χάθηκε κάθε αξιοπρέπεια. Λουκούμια με καρύδα,  σοκολάτα,  φρούτα και ξηρούς καρπούς ενώ πίνεις τσάι με όλα τα αρώματα και προσέχεις τον ελληνοτούρκικο καφέ, να κάνει το σωστό το καϊμάκι το πρόστυχο!

Στην Αγία Σοφία την πάτησαν σαν κουτορνίθι. Οτιδήποτε έχει να κάνει με “δικό μου” και “δικό  σου” με ξενερώνει. Μέχρι που συναντηθήκαμε. Μέχρι που περπάτησα μέσα της, σήκωσα το βλέμμα και ίδρωσαν τα μάτια μου. Άσε μας τώρα που υπάρχει αυτή η κούκλα και όχι μόνο υπάρχει, έχει παγώσει και το χρόνο. Πήγαινε μου λέει δες Μπλέ Τζαμί απέναντι που μου πουλάει μούρη και κρίνε. Πήγα και εγώ και για να αποφασίσω έτρεξα στο Υδραγωγείο με τις Μέδουσες να σκεφτώ.

Απόφαση δεν πήρα, ούτε όταν η πεντανόστιμη σούπα “μαλάκωσε το μέσα μου” και τα κεμπάπ έκατσαν στους γοφούς μου. Πλήρωσα και πλανήθηκα ξοδεύοντας κάθε τουρκική λύρα μου με κέφι και μπρίο, μέχρι που έφτασα στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Σιγά μην ήταν πιο εύκολα τα πράγματα εκεί. Απίθανα έργα και ταινίες γεμάτα νοήματα και σημεία των καιρών, κοντράρονταν άσχημα με το Βόσπορο που κυκλώνει τα παράθυρα γεμάτος καραβάκια.

Στο Βόσπορο που σε ένα ατμόπλοιο με τσάι και ρυζόγαλο χάζεψα δελφίνια που έπαιζαν με γλάρους περνώντας κάτω από πελώριες γέφυρες, χαζεύοντας για 2 ώρες τα παράλια των αντιθέσεων σε μια Ανατολή που δύει, πίσω από τα τζαμιά σε χορούς της κοιλιάς.

Μπορεί να είναι μια δύσκολη περίοδος για την πανέμορφη αυτή χώρα. Σίγουρα υπάρχουν μέρη που δεν μοιάζουν τόσο ειδυλλιακά, με τον τρόμο να κυριαρχεί πλέον, όμως αλήθεια και με το χέρι στην καρδιά, είναι ευτυχία πραγματικά να ταξιδέψεις και να βρεθείς στο μέρος αυτό… 

Αν δεν με πιστεύεις κοίτα…