Ι. Μονοτονία

Αποκλείεται να μην την έχεις νοιώσει κι εσύ. Εκείνη τη στιγμή στο γραφείο, που ένα παραπάνω δευτερόλεπτο μονοτονίας θα μπορούσε και να σε σκοτώσει, εκεί, καθισμένο, μπροστά από μία οθόνη υπολογιστή κι ένα μουτζουρωμένο σημειωματάριο. 

Αυτή λοιπόν τη στιγμή που νοιώθω ότι η βαρεμάρα της δουλειάς υπερτερεί της όρεξης μου για δημιουργία, αρχίζω να ξεφυλλίζω αναμνήσεις. Έχω βαρεθεί ποτέ περισσότερο, από αυτήν εδώ τη στιγμή, τώρα; Ένα ταξίδι που έχω στις πρώτες σελίδες του σημειωματάριου μου, μου θύμισε μια τέτοια περίπτωση.

Σωστά. Εκείνα τα εξακόσια καταραμένα χιλιόμετρα στη Δυτική Αυστραλία. Να κάτι βαρετό: εξακόσια χιλιόμετρα που απλά πας, προς μία μοναδική κατεύθυνση. Δίχως εκπλήξεις, ανατροπές, εναλλαγές εικόνων. Τον Ιούλιο του 2012 ήμουν στο Περθ, την πρωτεύουσα της Δυτικής Αυστραλίας. Η πιο απομονωμένη πρωτεύουσα του κόσμου, μετά από τη Χονολουλού. Και μία από τις πρώτες βόλτες που έκανα με την πρώτη μου μοτοσικλέτα εκεί, ήταν αυτή.

Εξακόσια χιλιόμετρα ακριβώς, δεν είναι και πολλά. Βέβαια, αν τα συγκρίνεις με την Ελλάδα, είναι κυριολεκτικά ολόκληρη η χώρα από άκρη σε άκρη, αλλά στην Αυστραλία είναι απλά άλλη μια ευθεία που ενώνει δύο γειτονικές πόλεις. Ακριβώς, γειτονικές. Το θέμα είναι ότι στην Αυστραλία, μόλις φεύγεις από τα παράλια και εισχωρείς στην ενδοχώρα, τα κύματα και ο πολιτισμός δίνουν τη θέση τους σε εκατομμύρια εκτάρια ερήμου και ενός απόλυτου τίποτα. Nothing. Nada. 

Καβαλώντας λοιπόν το XJ900 του 1983 που απέκτησα με 800 δολάρια, έκανα τα πρώτα μου χιλιόμετρα στη γη που ένα τσίμπημα σε σκοτώνει πιο εύκολα από δαγκωματιά καρχαρία. Στη βόλτα αυτή ακολούθησα μια χούφτα μηχανές από τους Perth Café Racers που μόλις με γνώριζαν. Και μόλις γνώριζα κι εγώ ότι οι Αυστραλοί στον δρόμο είναι μανιακοί. Θα σου εξηγήσω.

Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις μια ευθεία, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να ανοίξεις το γκάζι και να ελπίζεις να τελειώσει γρήγορα. Όσο πιο γρήγορα, τόσο καλύτερα. Όμως δεν τελειώνει. Σκέψου, η Θεσσαλονίκη από την Αθήνα είναι εκατό χιλιόμετρα πιο κοντά, αλλά στη διαδρομή αυτή συναντάς δέντρα, βουνά, γέφυρες, τα Τέμπη όπου στρίβεις το τιμόνι που και που, μπαίνεις σε τούνελ και βρίζεσαι με διερχόμενους. Στην Αυστραλία απλά μένεις ξύπνιος. Όσο δηλαδή είναι δυνατό. Ενώ αγγίζεις τα 170 χιλιόμετρα την ώρα. Οι Αυστραλοί όμως είναι μανιακοί, και τα 170 χλμ/ω τους φαίνονται λίγα.

Άρα μάλλον δεν διαφέρει και τόσο με αυτή τη στιγμή, τώρα, που κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά με δυσκολία μπροστά από το σημειωματάριο μου. Πηγαίνοντας στο Kalgoorlie, το ίδιο έκανα. Κρατούσα τα μάτια μου ανοιχτά. Διπλά, γιατί όλοι μου έλεγαν ότι αν εμφανιστεί ένα καγκουρό, τότε εγώ μάλλον θα εξαφανιστώ.

Πεθαίνεις. Εύκολα. «Μην ανησυχείς, τα καγκουρό (the roos) σου πετάγονται τα χαράματα, που η άσφαλτος είναι κρύα» με καθησύχαζε ο Τομ κάθε φορά που του έλεγα ότι φοβάμαι. Ο φόβος αυτός, με κρατούσε σε εγρήγορση. Άρα, δεν βαριόμουνα και τόσο. Όταν κρατάς τα μάτια σου ορθάνοιχτα για να μείνεις ζωντανός, σίγουρα δεν βαριέσαι.

Κάπου στη μέση της διαδρομής κάναμε μια κάπως μεγαλύτερη στάση, στο χωριό του York. Βαρετό το York. Είχε όμως ένα πόστερ των Sons Of Anarchy, και χαμογέλασα.

Μετά βάλαμε πάλι μπρος, και η διαδρομή συνεχίστηκε. Έμεναν μόνο άλλες 4 ώρες.

Καμιά φορά το XJ900 έσβηνε. Είχε κάποιο γκρέμλιν στα ηλεκτρικά του, κι όταν αποφάσιζε να κάνει την εμφάνισή του, άλλοτε απλά πατώντας φρένο, άλλοτε χωρίς καμία απολύτως αφορμή, πάντως σίγουρα όποτε κι αν το έκανε, έπαιρνε μαζί του σβάρνα και την υπόλοιπη ζωντάνια της μηχανής. Ένα τσαφ και η σπιρτάδα της εξατμιζόταν, μαζί της και η μονοτονία της διαδρομής.

Όταν προσπαθείς να βάλεις μπρος μια βραχυκυκλωμένη μηχανή στη μέση του πουθενά, σίγουρα δεν βαριέσαι.

Έφτασα όμως! Αλήθεια. Μετά από επτά ώρες τουλάχιστον, με μόλις τέσσερις στάσεις, όλες για ανεφοδιασμό ουσιαστικά, είδα την ταμπέλα που έγραφε Kalgoorlie. Το οποίο δεν είχε απολύτως τίποτα παραπάνω. Α, όχι, είχε κι ένα παλιό βενζινάδικο, που έβγαλα φωτογραφία. Να.

Το XJ900 αυτό,δεν παρέμεινε για πολλές ακόμα μέρες στην κατοχή μου, μετά από αυτό το ταξίδι. Κρίμα. Έκατσα και έκανα ένα σχέδιο του για να το θυμάμαι, μαζί με μια λίστα από όλα εκείνα που πρέπει να θυμάμαι την επόμενη φορά που θα νιώσω μονοτονία επάνω στη μοτοσικλέτα. 

Όμως τελικά, αυτό το βαρετό ταξίδι στη βαρετή Δυτική Αυστραλία, τελικά δεν ήταν τόσο βαρετό.

Γιατί αυτά τα εξακόσια χιλιόμετρα ευθείας, έκαναν τόσο λιγότερο βαρετή αυτή τη στιγμή, τώρα, στο γραφείο μου. Τη στιγμή που ένιωσα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο βαρετό στον κόσμο, χάρη σε αυτό το καταραμένο XJ900, δεν νιώθω πια ότι βαριέμαι. Απλά μετράω αντίστροφα για τα επόμενα 600 χιλιόμετρα. 

Όπου.


[Επόμενη σελίδα: Τότε που η μηχανή χάλασε πριν καν το πλοίο αράξει στην Πάρο]