Η… συναισθηματική Φανή Πλατσατούρα, θυμάται!

1992: Διακοπές στην Ελούντα της Κρήτης και διαμονή σε ένα ξενοδοχείο από αυτά με τους πρωινούς μπουφέδες, την πισίνα και τα καλοσιδερωμένα σεντόνια. Ανέσεις που ως παιδί δεν μου έλεγαν τίποτα απολύτως. Ο δικός μου μεγάλος καημός ήταν ένα παιδικό άγαλμα που στόλιζε τον προαύλιο χώρο. «Νανάκι» το είχα ονομάσει και κάθε μεσημέρι έτρεχα στην αγκαλιά του, να του δώσω φαγητό και φιλιά.



 

1993: Με κρατούσε ο παππούς από το χέρι και πηγαίναμε μαζί βόλτα στις κίτρινες μπουλντόζες. Στα μάτια μου τότε φάνταζαν τεράστιες και κάθε μέρα σήκωνα τα χέρια προς εκείνον και του έλεγα «παππού ανέβασέ με να οδηγήσω τις μπουλντόζες». (Παππού έφυγες νωρίς, γαμώτο…)

1994: Τα πρώτα Χριστούγεννα στο νέο μας σπίτι. Μυρωδιά φρεσκοβαμμένου ξύλου. Είχαμε μαζευτεί όλη η οικογένεια για την καθιερωμένη ανταλλαγή δώρων. Από τη μνήμη έχει σβηστεί το δώρο που μου χάρισαν, έχει χαραχτεί όμως, το φιλί στο μάγουλο που έδωσα στον πατέρα μου και τα μάτια του. Πόσο γελούσαν τα μάτια του…
 


1995: Με πήγε η μητέρα μου στον κοσμηματοπώλη να «ανοίξουμε τρύπες στα αυτιά». Έτσι μου το ΄χε πει. Την ώρα που κάθισα μικρό παιδί στην καρέκλα και το πιστόλι τρύπησε το απαλό δέρμα, τη θυμάμαι ακόμη. Νόμιζα ότι δεν μπορούσα να πάρω ανάσα από τον πόνο. Μετά από λίγη ώρα όμως, σταματούσα τους περαστικούς στον δρόμο και τους έδειχνα όλο καμάρι τα «κουνίκια» μου. Έτσι ονόμαζα τα ασημί σκουλαρίκια που στόλιζαν πλέον τα αυτιά μου.

 

 

Ντίνα Καραμάνου: Κάποτε αλάνι, πάντοτε αλάνι!

Γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε ένα μικρό χωριό των Καλαβρύτων, τα Φιλέϊκα Καλύβια (για τους μυημένους «Το Μικρό Παρίσι»), οι γονείς μου ποτέ δεν συνήθισαν την Αθήνα. Τις Κυριακές δεν έχαναν την ευκαιρία να ξεφύγουν από το τσιμέντο που τους έπνιγε. Με τον «Μάρκο», τον άσπρο σκαραβαίο του πατέρα μου, φεύγαμε για κοντινούς πράσινους προορισμούς, του Φιλοπάππου, την Ακρόπολη ή για τα μακρινά προάστεια, τα πυκνοκατοικημένα σήμερα: Κεφαλάρι, Θρακομακεδόνες, Ανάβυσσο. Φτάναμε στα χωράφια, στρώναμε ένα τραπεζομάντηλο,
ανοίγαμε τάπερ, ξετυλίγαμε αλουμινόχαρτα, λύναμε κόμπους στις σακούλες του σούπερ μάρκετ και άρχιζε το φαγοπότι.

Μετά τις γκρίνιες για τα μυρμήγκια που περπατάνε στο ψωμί («τίναξέ τα, δεν θα σε φάνε») και τη μέλισσα που κυνηγάει την πορτοκαλάδα, οι γονείς μου ξαπλώνανε ανάσκελα και κοιτούσαν τον ουρανό.

 


9 ετών, στου Φιλοπάππου, παίζοντας την… μεγάλη!


Κι εμείς τρέχαμε. Πότε με ένα ξύλο στο χέρι να παίξουμε πόλεμο… Πότε με τη σκαλιστή γκλίτσα του πατέρα μου να κάνουμε τους ορειβάτες στα χωράφια… Πότε σε μια λακκούβα με νερό… Και μακριά από το γεμάτο ψίχουλα και λαδιές τραπεζομάντηλο, μακριά από το βλέμμα τους που είχε πια χαλαρώσει, παίζαμε τους μεγάλους.

Εκείνες οι κυριακάτικες ευτυχίες, που έσβηναν τη δυστυχία των γονιών μου, άφησαν σε εμένα και τα αδέλφια μου πλούσια κληρονομιά: τις ουλές στα γόνατα, τη βεβαιότητα ότι ακόμα και στην πιο μακρινή ερημιά κάπου υπάρχει μια βρύση, τη γεμάτη παιδική ηλικία που δεν στερήθηκε βράχια, χόρτα και πευκοβελόνες. Άφησε και μια φαντασία αχαλίνωτη που μας βοήθησε να μείνουμε, τώρα, στα 40 μας, παιδιά.
Και ένα κουράγιο για τα δύσκολα: τα πάντα μπορεί να συμβούν, ο δρόμος θα μας βγάλει. Άλλωστε, εδώ λίγο πιο πάνω, δεν μπορεί… θα βρούμε μια βρύση.

 

 

Βαγγέλης Βιτζηλαίος, ο… νησιώτης!

Έχοντας πάει στη Νάξο 31 καλοκαίρια, δηλαδή όλα της ζωής μου, έχω βγάλει άπειρες φωτογραφίες που μου θυμίζουν γιατί δεν μπορώ να ξεκόλλησω (και δεν χρειάζεται) απο το νησί μου. Ξεφυλλίζοντας τα άλμπουμ βρήκα αυτή τη φωτογραφια, στην οποία είμαι περίπου πέντε ετών. 


 

Μου θυμίζει τις μάχες με τα νεροπίστολα με τους φίλους μου, το κρυφτό, τα παιχνίδια με τα χώματα. Στη συνέχεια, το προγράμμα είχε θάλασσα, συνήθως «πάλη» με τα κύματα, τα οποία με έκαναν ο,τι ήθελαν (ένιωθα όπως τα μπλουζάκια στον κάδο του πλυντηρίου). Το απόγευμα σειρά ειχε η μπάλα που μου χάριζε τα… κλασικά γόνατα με το ιώδιο.

Μπορεί τα χρονια να πέρασαν, όμως το να πηγαίνω στα μέρη που μου χάρισαν τόσες μαγικές στιγμές με κάνουν να νιώθω για πάντα παιδί. Και ναι, με αυτό ακριβώς το ύφος.

 

Νανά Παλαιτσάκη, η επαναστάτρια!

Πολυαγαπημένη θεία του μπαμπά είχε μια απίθανη μονοκατοικία στο Χαλάνδρι και συγκεκριμένα στην οδό Χαΐμαντά. Ο κήπος τεράστιος, με μεγάλα δένδρα και το σπίτι να πνίγεται από τριανταφυλλιές, γιασεμιά και νυχτολούλουδα. Η μαμά έμενε συχνά πυκνά στο σπίτι της αγαπημένης θείας, η οποία ήταν αριστοκράτισσα «παλαιάς κοπής». Θυμάμαι ότι στο κάτω σαλόνι, η μαμά έπαιζε πιάνο, η ξαδέλφη του μπαμπά τραγουδούσε και η «μεγάλη θεία» άνοιγε τεράστια κουτιά (έτσι μου φάνταζαν εμένα τότε) που από το εσωτερικό τους ξεπήδαγαν παιχνίδια.

Μια μέρα πριν την φωτογραφία που βλέπετε, τα μαλλιά μου έφταναν στους ώμους. Αγαπημένο χτένισμα της μαμάς ήταν να μου τα φτιάχνει κοτσιδάκια, δεμένα ψηλά, με τσιμπιδάκια «κόκκινες πασχαλίτσες». Το βράδυ προφανώς αποκοιμήθηκα με τα κοτσίδια μου «δεμένα» με τα πιαστράκια… Ξύπνησα. Το ένα τσιμπιδάκι μου είχε πονέσει το κεφάλι. Κατέβηκα από το κρεβάτι μου, βρήκα το καλαθάκι με τα ραφτικά και έπιασα το ψαλίδι. Κράτησα λοιπόν με το ένα χέρι μου την μία κοτσίδα, την έκοψα σύριζα, έκρυψα τα μαλλιά μου κάτω από το μαξιλάρι και ανακουφισμένη πια κοιμήθηκα!


 

Το πρωί ξύπνησα από τις φωνές της μαμάς. Από την δεξιά πλευρά ήμουνα κουρεμένη και από την αριστερή με την «πασχαλίτσα» να κρατάει την κοτσίδα που κρεμότανε σαν ξεφουσκωμένο μπαλόνι! Μετά τον πρώτο πανικό, η λύση ήταν μία. Κούρεμα! Η ξαδέλφη του πατέρα μου, η Δήμητρα, πήρε το ψαλίδι και κατάφερε να δώσει μια ισορροπημένη εικόνα στο «ολοκαύτωμα» που είχα προκαλέσει στον εαυτό μου. Η μαμά έκλαιγε, η θεία την παρηγορούσε, εγώ ήμουνα χαρούμενη γιατί θα γλύτωνα από το πρωινό χτένισμα… Μετά αποφάσισαν να με φωτογραφίσουν για να θυμούνται την μέρα που με κούρεψαν σαν αγόρι!

Κάτι που «μισούσα» ήταν οι φωτογραφίες και οι παραινέσεις «χαμογέλασε λίγο κοριτσάκι μου»… Τους είχα κάνει ήδη μεγάλη χάρη να φορέσω το φόρεμα που είχε διαλέξει η μαμά. Σιγά μην και χαμογελούσα κιόλας!

 

Ντίνος Ρητινιώτης, ο σάκος του μποξ…

Νίκος Ρητινιώτης. 69441654.. Ο μεγάλος μου αδελφός. Έπρεπε κάποτε να μιλήσω δημόσια για αυτόν τον τύπο. Άπαντες οφείλουν να μάθουν το ποιόν ενός κατά τ’ άλλα ευυπόλυπτου -σήμερα- γιατρού και νοικοκύρη, ο οποίος στη νιάτα του είχε δυσκολέψει τη ζωή μου όσο δεν μπορείς να φανταστείς, φανταστικέ αναγνώστη. Άπαντες πρέπει να γνωρίζουν, για να μην υπάρξει άλλος “Ντίνος Ρητινιώτης”. ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ!

Τι έκανε λοιπόν αυτός ο μικρός Λούσιφερ;

Όταν δεν φωτογραφιζόταν στο πλευρό μου, δήθεν ανέμελος και δήθεν καλούλης (όπως στην φωτογραφία που ακολουθεί καλή ώρα), εξασκούσε επάνω μου κάθε κίνηση καρατέκα που έβλεπε προηγουμένως στη τηλεόραση. Τελειοποιούσε στο ανυπεράσπιστο κορμί μου κάθε δολοφονική λαβή του Χαλκ του Χόγκαν που είχε δει την ίδια μέρα στο χαζοκούτι.

Ξυπνούσε το πρωί, με κοπανούσε για καλημέρα. Έπλενε δόντια, με κοπάναγε. Έτρωγε πρωινό, με κοπάναγε. Το αυτό συνέβαινε και μετά το μεσημεριανό και το βραδινό. (Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος για το αν με… περιλάμβανε και μετά το δεκατιανό του, αλλά οι πιθανότητες δεν είναι υπέρ μου.)

 


Γενικά, ο μεγάλος μου ο αδελφός ήταν καθίκι του κερατά όσο δεν πάει ήταν ολίγον τι βίαιος απέναντι μου. Ώσπου μια μέρα, εκεί γύρω στα 9 μου, αποφάσισα να πάρω εκδίκησή. “Δεν πάει άλλο”, σκέφτηκα σε κάποιο από τα διαλείμματα της καθημερινής κλωτσοπατινάδας. “Όταν με ξαναχτυπήσει, θα του ρίξω μπουκέτο με όλη μου τη δύναμη και ό,τι γίνει. Τουλάχιστον θα το φχαριστηθώ!”. Με χτύπησε, τον μπουκέτωσα, με σάπισε (αλλά τουλάχιστον τίμησα την υπόσχεσή μου). Πήγα να κοκορευτώ στον κολλητό μου τον Γιάννη για το κατόρθωμά μου. Αυτό κι αυτό του είπα. “Τιλέρε; Μπράβο!” απάντησε ψαρωμένος ο Γιαννάκης. Την επόμενη μέρα πήγε, το ζώον, και με “έδωσε”. “Τι έμαθα Νικόλα; Τρως ξύλο από τον Ντινάκο;“. Έξυπνα παιδιά είστε, τη συνέχεια τη φαντάζεστε.

(Από τον Γιάννη, πάντως, την εκδίκησή μου -για την αφέλεια και την προδοσία του- την πήρα. Έστω κι αργά. Είναι ο τύπος που θα δείτε στη δεύτερη φωτογραφία αυτού εδώ του άρθρου…)

 

Αλεξάνδρα Τσόλκα η… εξωτική!


Τι θυμάσαι; Σα να ψάχνεις σε μια σακούλα και να βρίσκεις στα τυφλά, ψίχουλα ψωμιού φαγωμένου, παλιοκαιρισμένου, πιθανόν μουχλιασμένου. Κι όμως! Η μνήμη συνθέτει τη γεύση του φρέσκου, του αχνιστού, του σχεδόν υπαρκτού! Δεν θέλω πίσω μου να κοιτώ γενικά. Ακινητοποιούμαι στο τώρα, επαναορίζοντας με το παρόν το παρελθόν, σε άλλες του εξελίξεις και με το αβάσιμο φόβο ή την μάταιη προσευχή πως θα τα αλλάξω όλα και μέσα απ’ την ρευστότητα, τίποτα δεν θα υπάρχει πια, μόνο φευγαλέες σκιές σε fast forward κίνηση!

Μα με ελκύει, όπως το να κοιτάς στο κενό η άβυσσος του πίσω… Εκεί είναι τα… ω! ευτυχισμένα χρόνια! Φως! Καινούργιος, έντονα αποχρωματισμένος κόσμος. Έχει πάντα ήλιο και είναι όλα πορτοκαλί, σας λέω. Δεν έχει έναν ήλιο! Μπορεί να χει και δέκα πάνω μου! Πορτοκαλί! Το μαγιό μου είναι πορτοκαλί με καφέ καρδούλες, το κρεβάτι μου, ο ένας τοίχος, οι μαργαρίτες στην κουρτίνα έχουν στήμονες πορτοκαλί και το πράσινο στρογγυλό, πάνινο φωτιστικό έχει ένα αγόρι και ένα κορίτσι που πετούν χαρταετούς πορτοκαλί και οι ουρές τους γυρνάμε γύρω γύρω…

Έχω στο τοίχο μια Μαίρη Πόπινς με ανοιχτή ομπρέλα και ένα καπέλο με πορτοκαλί –τι άλλο;- μαργαρίτες. Έχω έναν νέο μπαμπά που μυρίζει ωραία και φορεί γραβάτα και κουστούμι και όταν γυρίζει απ’ τη δουλειά έχει μια εφημερίδα, προσεκτικά για να μη τσαλακωθεί στον ώμο και ένα χαρτοφύλακα μαύρο που χώνονται μέσα και ξαναβγαίνουν τα χερούλια του. Παίζω με τα χερούλια. Η εφημερίδα θα διαβάσω μια μέρα τα μικρά της γράμματα που όμως είναι κατάμαυρα και τεράστια είναι «Η Βραδινή». Τα Σάββατα –γιατί δούλευαν τότε τα Σάββατα- μου φέρνει βιβλίο απ τις εκδόσεις «ΑΓΚΥΡΑ». Κάποτε τα εξαντλήσαμε και εγώ έχω μεγαλώσει και μου φέρνει ένα άλλο βιβλίο και γραφεί «Ο Ξένος» του Καμύ. Μου ‘χει και αφιέρωση. Πάντα θέλω αφιερώσεις στα βιβλία από τότε. Εκείνος, λεπτός, σιωπηλός συνήθως με βλέμμα χρυσό – πορτοκαλί! Όλο καπνίζει. Ο Ξένος του Καμύ. Να νιώθε άραγε ξένος, σ’ όλο αυτό το αυθαίρετο δικό μου πορτοκαλί; Ποιος ξέρει και κανείς δε θα μάθει ποτέ…

Η κουζίνα μας είναι μοντέρνα από πορτοκαλί φορμάικα. Και τα πλακάκια στο μπάνιο είναι πορτοκαλί και θυμίζουν γεωμετρικά λουλούδια σε έναν κήπο επίπεδο και όλο σταγόνες. Η μαμά μου είναι τόσο νέα και χτενίζει τα μαλλιά της φουσκωτά και φορεί μια κολόνια που τη λένε «ΤΟΣΚΑ» και πούδρα λεύκη και ένα κραγιόν μπορντό! Με παίρνει στα πόδια της και με χαϊδεύει στο πρόσωπο, διαβάζοντας μου παραμύθια. Μου βάζει κορδέλες στα μαλλιά. Όλο μου τα πλέκει και όλο μου τα χτενίζει. «Δε χαμογελάω», λέω σ’ ένα άλλο μέλλον, «ποτέ στις φωτογραφίες! Γιατί δεν χαμογελώ μικρή, ποτέ στις φωτογραφίες;». «Γελούσες  πολύ από άποψη και θέση, σαν παιδί. Σαν πόζα σοβάρευες, σα γυναίκα»…
 


 

…Ο αδελφός μου και εγώ! Μια καμήλα στο Πόρτο Ράφτη! Περίεργο ε; Σα να λέμε και ένας ελέφαντας στη Λούτσα και μια πολική αρκούδα στον Σχοινιά! Αγέλαστη εγώ! Αλλού με πάει σχολειό, πρώτες μέρες. Μπλε ποδιά, άσπρες κορδέλες. Και το πορτοκαλί; Μη χαθεί μόνο του στις βροχερές μέρες του Σεπτέμβρη σε σχολικές αυλές λασπωμένες… Πορτοκαλί παλτό. Και σχολικές γιορτές με τα «καλά μου». Πότε Σουλιώτισσα, πότε Άνοιξη με μαργαρίτες –πορτοκαλί!- στα μαλλιά και κάποτε «25 του Μαρτιού, γραμμένη στα ουράνια»!

Μεγάλες επιτυχίες, λέμε! Και πάντα αγέλαστες φωτογραφίες! Σοβαρή! Με άλλο βλέμμα, αλλόκοτο, επικριτικό, όλο κατηγορίες! Σαν άλλη! Σαν να μην υπάρχει ο χρόνος και να μην υπήρξε ποτέ και σε κάποια αναδίπλωση του –αναθεώρηση του, ξέρει πως την κοιτάω. Πάνω στην καμήλα της. Με την προστασία και τα φιλιά του αδελφού της. Με κοτσίδες πλεγμένες όχι από μαλλιά αλλά από αγάπη. Της έχω σβήσει το πορτοκαλί, λέει το βλέμμα της! Δεν με εγκρίνει! Δεν της αρέσω! Δεν ήθελε αυτά για μας! Δεν της αρέσει όπως την κοιτάζω! Με άλλο βλέμμα, αλλόκοτο, επικριτικό, όλο κατηγορίες! Λέει τα ίδια! Και όμως δεν είμαστε το ίδιο! Ούτε καν μοιάζουμε! Παρ’ όλα αυτά χάσαμε μαζί τα χρώματα! Κάποτε σβήσαμε το πορτοκαλί, με το ίδιο χέρι! Και τα χαμόγελα μας! Ξέραμε πάντα! Τώρα; Τι με κοιτάς τώρα; Τι θες;