Στη Νέα Υόρκη έσκασε μύτη το 1974 –έως τότε οι εντυπώσεις της από τον κόσμο περιορίζονταν στον βουνίσιο αέρα και στην προφορά του Κέτσαμ , της μικρής ορεινής κοινότητας όπου η οικογένεια έστησε το σπιτικό της το 1967. Το ταξί που την έφερε την άφησε έξω από την πόρτα του Plaza Hotel όπου θα έπαιρνε μέρος σε μια συνάντηση με έναν ατζέντη μποξέρ εκ μέρους της μικρής επαρχιακής εταιρείας δημοσίων σχέσεων την οποία εκπροσωπούσε. Ήταν μόλις 19 χρόνων, με ύψος 1.80, μακρύ ξανθό μαλλί και πρόσωπο που δεν θα ξεχνούσε κανείς.

Το τι απέγινε με τη συμφωνία δεν είναι γνωστό. Το μόνο βέβαιο είναι πως, μετά από αυτή τη πρώτη έξοδό της από το ορεινό Άινταχο, η νεαρή Χέμινγουεϊ δεν επέστρεψε ποτέ ουσιαστικά. Μια τυχαία γνωριμία στο Μεγάλο Μήλο με έναν επιχειρηματία δέκα έξι χρόνια μεγαλύτερό της, τον  Έρολ Γουέτσον, την ξαναέφερε στη μεγάλη πόλη τέσσερις μήνες μετά από το πρώτο εκείνο ταξίδι. Μετακόμισε στο σπίτι του στο Μανχάταν και έθεσε εαυτή στη διάθεσή του για να την συμβουλεύει και να την καθοδηγεί.

 

 

Η Μάργκο ήταν ζυμάρι στα χέρια του Έρολ, ο οποίος οπλισμένος με μια στρογγυλή περιουσία από την οικογενειακή επιχείρηση χαμπουργκεράδικων και τις κατάλληλες κοινωνικές επαφές αποφάσισε να αξιοποιήσει την εμφάνιση αλλά και το επώνυμο της αγαπημένης του. Διότι δεν είναι και λίγο πράγμα να σε λένε Χέμινγουεϊ ειδικά όταν θέλεις να σταδιοδρομήσεις στην Αμερική. Ο Έρολ κινητοποίησε τους πάντες για να λανσάρει την Μάργκο στην αφρόκρεμα της Νέας Υόρκης και τα κατάφερε. Πριν περάσει πολύς καιρός η επαρχιώτισσα με το αγαλματένιο κορμί και το φωτογενές πρόσωπο ήταν παντού. Στο εξώφυλλο της Vogue και του Time, στις κοσμικές σελίδες των εντύπων παρέα με τη Λάιζα Μινέλι, τη Μπιάνκα Τζάγκερ και τον Χάλστον, στις διαφημιστικές καταχωρήσεις του οίκου Fabergé. Ήταν το πιο προσοδοφόρο διαφημιστικό συμβόλαιο που είχε ποτέ υπογράψει μοντέλο.

Χρόνια μετά η Μαργκό θα περιέγραφε την κατάσταση ως εξής: «Ένιωθα δέος απέναντι σε αυτούς τους ανθρώπους. Στα μάτια μου αυτοί ήταν πραγματικές διασημότητες κι εγώ ένα κορίτσι από το Άινταχο». Το έριξε στο ποτό για να ξεπεράσει τη συστολή της. «Τον καιρό του παππού μου θεωρούνταν προσόν να πίνεις πολύ και να αντέχεις. Όπως κι εκείνος έτσι κι εγώ ήθελα να ζήσω τη ζωή μου στο έπακρο. Νόμιζα ότι το αλκοόλ θα μου έδινε δύναμη και κουράγιο για να κάνω αυτά που ήθελα να κάνω».

Φυσικά, η εξέλιξη δεν ήταν αυτή που η Μάργκο Χέμινγουεϊ είχε κατά νου. Ο γάμος τη κατέρρευσε γρήγορα –το 1978 εκείνη και ο Γουέτσον χώρισαν και επισήμως αφού, κατά τη γνώμη της, η μόνη δραστηριότητα στην οποία εκείνος επιδίδονταν με κάποια επιτυχία ήταν η επιλογή της γκαρνταρόμπας της.

 

 

Ακολούθησε μια δεύτερη απόπειρα να βρει καταφύγιο δίπλα στον εκ Βενεζουέλας ορμώμενο σκηνοθέτη Μπέρνανρντ Φούσερ, με τον οποίο στις αρχές του ’80 καταπιάστηκε στο εγχείρημα της δημιουργίας ενός ντοκιμαντέρ για τον παππού της. Τόσο ο γάμος όσο και το ντοκιμαντέρ αποδείχτηκαν αποτυχίες που την άφησαν με ένα τεράστιο χρέος προς την αμερικανική εφορεία, αφού η στάρλετ με το βαρύ επώνυμο είχε κάνει φύλλο και φτερό την περιουσία της στο διάστημα που διήρκεσε ο έγγαμος βίος. Αργότερα γνωστοί του ζεύγους θα θυμόνταν ότι οι δύο νιόπαντροι είχαν καταλύσει για έναν περίπου χρόνο σε πολυτελές ξενοδοχείο του Παρισιού όπου εκείνη επιδίδονταν σε μανιασμένο shopping, λες και η ζωή της εξαρτιόταν από το επόμενο μοντελάκι επώνυμου οίκου που είχε βάλει στο μάτι.

Όταν το 1988 μίλησε διεξοδικά για το σύντομο διάστημα της δόξας της σε δημοσιογράφο του περιοδικού People, τα θεμέλια της ενήλικης ζωής της είχαν κλυδωνιστεί γερά. Είχε παντρευτεί δύο φορές, είχε διαζευχτεί δύο φορές, η κινηματογραφική καριέρα της είχε πάει άπατη, το συμβόλαιό της με τον οίκο Fabergé είχε διακοπεί με υπαιτιότητά της –οι φωτογραφίες της σε κατάσταση προχωρημένης μέθης να σέρνεται έξω από το Studio 54 δεν προβλέπονταν από τη συμφωνία- και είχε νοσηλευτεί σε κέντρο αποτοξίνωσης. Είχε επίσης καταστραφεί οικονομικά. Και στο καπάκι η σχέση της με την οικογένειά της βρίσκονταν για τα καλά στον πάγο.

Ο πατέρας της και η μητριά της είχαν κόψει κάθε γέφυρα επαφής μετά από τη δημοσιοποίηση των ισχυρισμών της ότι ο διάσημος παππούς της την είχε κακοποιήσει σεξουαλικά όταν ήταν παιδί –«Λέει μονίμως ψέματα. Η οικογένεια δεν θέλει να την ξέρει. Δεν είναι τίποτα άλλο από μια θυμωμένη γυναίκα» ήταν η απάντηση της μητριάς της στα δηλώσεις της-, η μικρότερη αδερφή της, Μάριελ, με την οποία έκανε μαζί τα πρώτα κινηματογραφικά βήματά της το 1976 με το αποτυχημένο «Lipstick», είχε αναδειχθεί σε ηθοποιό περιωπής μετά από τον ρόλο της στο «Μανχάταν» δίπλα στον Γούντι Άλεν κι επιπλέον είχε μια ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή την ώρα που η ίδια πάλευε να αναστήσει το φάντασμα μιας καριέρας που διαρκώς της ξέφευγε.

 

 

Παρά τα παθήματά της και την κοινωνική απομόνωση που συνόδευσε την «πτώση» της, η πάντα ωραία Μάργκο έκανε στις αρχές του ’90 κάποιες τελευταίες απέλπιδες προσπάθειες να πείσει για τις υποκριτικές ικανότητές της. Δυστυχώς, δεν τα κατάφερε. Στο τέλος, κατέφυγε στην λύση όλων των απελπισμένων στάρλετ που έχουν ακόμα ένα κορμί και ένα όνομα για να πουλήσουν. Φωτογραφήθηκε για το Playboy. Η έκθεση της στο περιοδικό της απέφερε 900.000 δολάρια τα οποία πήγαν για την εξόφληση του χρέους της προς την εφορεία. Κατόπιν στράφηκε προς τις εναλλακτικές θεραπείες που θα την βοηθούσαν να αντιπαλέψει την επιληψία, τη βουλιμία –ό,τι της άφησε η καριέρα της ως μοντέλου- και τη δυσλεξία από την όποια έπασχε παιδιόθεν –η εγγονή του πιο πολυδιαβασμένου αμερικανού συγγραφέα δεν είχε διαβάσει κανένα από τα έργα του. Είχε πια μεταφέρει τη βάση της στην Καλιφόρνια, στη Σάντα Μόνικα, μακριά από οδυνηρές αναμνήσεις και το ανταγωνιστικό περιβάλλον της Νέας Υόρκης.

Η Μάργκο –Margaux από το φημισμένο γαλλικό κρασί Chateaux Margaux που απολάμβαναν οι γονείς της πριν επιδοθούν στις περιπτύξεις που είχαν ως αποτέλεσμα τη γέννησή της- όμως βυθιζόταν σε μια άβυσσο που βάθαινε κάθε μέρα περισσότερο καθώς το αλκοόλ υποκατέστηκαν τα βαρβιτουρικά –για τον έλεγχο των επιληπτικών κρίσεων από τις οποίες υποτίθεται ότι έπασχε. Στο καπάκι ανακάλυψε και τον πνευματισμό που λειτουργούσε ως παρηγοριά και ως σανίδα σωτηρίας κάθε φορά που η αισιοδοξία της την εγκατέλειπε.

Η ημέρα που η Μάργκο Χέμινγουεϊ έπιασε πάτο ήταν η 1η Ιουλίου του 1996. Στο σπίτι της στη Σάντα Μόνικα παρέα με τα χάπια φαινοβαρβιτάλης που λάμβανε για την επιληψία τα οποία είχε προηγουμένως φροντίσει να προμηθευτεί σε μεγάλη ποσότητα με το πρόσχημα ότι έφευγε για ταξίδι στο εξωτερικό. Την επόμενη μέρα, στις 2 Ιουλίου συμπληρώνονταν 35 χρόνια από την αυτοκτονία του παππού της το 1961. Οι φίλοι της που την βρήκαν δυο μέρες αργότερα θορυβημένοι από το γεγονός ότι δεν απαντούσε στα τηλεφωνήματά τους, μετά το αρχικό σοκ, συνέδεσαν τα δύο γεγονότα. Θυμήθηκαν επίσης ότι και ο προπάππους της είχε επιλέξει να δώσει τέλος στη ζωή του, μετά από χρόνια άκαρπης προσπάθειας να θέσει υπό έλεγχο τα συμπτώματα της ψυχικής ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε.

Όταν πέθανε η Μάργο Χέμινγουεϊ ήταν μόλις 41 χρόνων. Είχε γεννηθεί δύο φορές, μια στις 16 Φεβρουαρίου του ’54 στο Πόρτλαντ και μια ακόμα στα μέσα της δεκαετίας του ’70 κάτω από φώτα των νεοϋορκέζικων κλαμπ.