Έχω μια ύποπτη ηρεμία μέσα μου (κι έναν ενοχλητικό βήχα έξω μου, παραλίγο να με βγάλουν από την αίθουσα σήμερα). Σόρι που απουσίασα χτες Μπερλινολόγιο μου αλλά ήταν η νύχτα της έναρξης προχτές και ήθελα να σου μαζέψω φωτογραφίες από πλούσιους και διάσημους να έχεις να χαζεύεις γιατί ξέρω ότι όσο κι αν σου αρέσουν τα ποιητικά και τα άλλα που σου γράφω, λίγη γκλαμουριά την ζητάει το σύστημα σου. Και την πρώτη δόση από αυτό την έδωσε την Πέμπτη το βράδυ η Ζιλιέτ Μπινός, υπόδειγμα αέρινης κομψότητας με την ταινία έναρξης, το “Nobody Wants The Night” της Ιζαμπέλ Κοϊξέ που σου είχα πει τους φόβους μου, αλλά επειδή δεν το είδα περίμενα να δω τι θα πούνε οι άλλοι σοφοί. Από ότι κατάλαβα μάλλον κέρδισα δύο ώρες ύπνου που δεν το είδα. Οκ υπάρχει ζουμί και κυρίως οπτικό, γράφουν σε μια ιστορία έρωτα και περιπέτειας να πυροβολεί αρκούδες στο Βόρειο Πόλο του 1908 αλλά από κει και πέρα η μπαναλιτέ κάνει σλάλομ. Πράγμα που δεν είναι απαραίτητα κακό, εφόσον υπάρχει μια μερίδα του γυναικείου κοινού που θα το βρει το παραμύθι της.

Κάτι που δεν νομίζω να συμβεί με το πολυαναμενόμενο “Queen of the Desert” του κάποτε μεγάλου Βέρνερ Χέρτζογκ. Βασισμένη στην αληθινή ιστορία μιας τολμηρής γυναίκας που έφτασε στα άκρα της ερήμου, έπαιξε ρόλο στα γεωπολιτικά παιχνίδια της εποχής και έκανε και παρεάκι με τον Λόρενς της Αραβίας, η ταινία θα μπορούσε πραγματικά να είναι το big hit του φεστιβάλ. Και θα ήταν αν ο σκηνοθέτης είχε αποφασίσει να ξεχάσει να αφηγηθεί τόσο βαρετά και τηλεοπτικά μια συναρπαστική ιστορία και να είχε απλά κινηματογραφήσει με τον μοναδικό συναρπαστικό τρόπο που ο Χέρτζογκ ξέρει να το κάνει, το φυσικό τοπίο. Όλα τα υπόλοιπα, από τους διαλόγους μέχρι το ρομάντζο της Κίντμαν με τον Τζέιμς Φράνκο, τον Ρόμπερτ Πάτινσον στο ρόλο του Λόρενς να μοιάζει ντυμένος με αποκριάτικα και την μονίμως ίδια σε όλη τη διάρκεια της ταινίας έκφραση της Κίντμαν, είναι κωμωδία.

 

 

Είτε πάνε να τη κλείσουν σε χαρέμι, είτε την πυροβολούν, είτε της πεθαίνει ο αγαπημένος, η μούρη το ίδιο και το αυτό. Πρόκειται για την ταινία που θα είχε σκάσει από ζήλια η Βουγιουκλάκη αν δεν είχε πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Πολύ απλά επειδή όλο το πακέτο είναι πλάνα της Νικόλ με καρτ ποστάλ φόντο και φελάχες να χορεύουν, την ώρα που ενώ η ίδια είναι μήνες πάνω σε καμήλες στην εσχατιά του κόσμου, παραμένει αλαβάστρινη από το μέικ απ ενώ τα ρούχα όλων μοιάζουν με διαφήμιση απορρυπαντικού και ατμοσίδερου. Ούτε ένας λεκές, ούτε μια τσαλάκα. Όσο για τους διαλόγους, το τρένο εκτροχιάζεται πραγματικά. Με ατάκα του φεστιβάλ μέχρι σήμερα την απάντηση ενός πατέρα στην κόρη του που του έχει σπάσει τα απ’ αυτά επειδή κλαίει στο τραπέζι από ερωτική απογοήτευση “τουλάχιστον αν κλαις τόσο πολύ γλυτώνεις το κατούρημα”. Θα ψάξω να το βρω αυτό σε εγκυκλοπαίδεια αν ισχύει ιατρικά, δηλαδή η απώλεια υγρών από τα μάτια με τα υγρά του κατουρήματος, στο υπόσχομαι.

Να μην είμαι τόσο κακός Mπερλινολόγιο μου, από κοντά η Νικόλ θεά αυτή τη φορά μολονότι αυτή η τουαλέτα με τα μανίκια πιατέλες δεν μπόρεσα πολύ να την καταλάβω. Εντάξει η μούρη συνεχίζει να είναι τάπερ αλλά αυτή τη φορά το ντιζάιν του πλαστικού είναι πραγματικά πετυχημένο και ευλύγιστο, καθόλου τρομακτικό, της δίνει την ευκαιρία να εκφραστεί, να χαμογελάσει με σαγηνευτικό τρόπο και την κάνει να δείχνει πανέμορφη.

Το “Taxi” του Τζαφάρ Παναχί το πρωί αξημέρωτα χτες δεν το πρόλαβα γιατί ήμουν πάλι “Misirlou”. Kαι ήμουν πάλι εκεί γιατί έχω χρόνια να πάω σε ένα μπαρ που πάω επειδή με κάνει να αισθάνομαι ότι μπορώ να νοιώσω πράγματα και να είμαι καλά και όχι να πάω από απελπισία. Εντάξει η ταινία είναι γνωστό πως χαριστικά είναι στο διαγωνιστικό γιατί ο Παναχί επίσημα του έχει απαγορευτεί από το Ιράν να κάνει ταινίες και κάνει μικρές συμπαθητικές κουλαμάρες. Που δεν τις λες και κουλαμάρες ακριβώς γιατί δείχνουν το πείσμα και το πάθος ενός ανθρώπου να εκφραστεί μέσα από την τέχνη του ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες. Aυτό είναι αξιοθαύμαστο και δείχνει δύναμη και πίστη αλλά σαν θεατής δεν ξέρω κατά πόσο θα με ενδιέφερε να πάω να δω μια ταινία με τον Παναχί να οδηγεί ταξί, με κάμερα χεριού να καταγράφει το τι γίνεται στους δρόμους και να σχολιάζει.

 

Η Σαρλότ Ράμπλινγκ υπογράφει αυτόγραφα
 

Επίσης σαν θεατής δεν ξέρω κατά πόσο θα με ενδιέφερε να δω την κρίση ενός ζευγαριού ηλικιωμένων παντρεμένων για 45 χρόνια όταν ο άντρας ανακαλύπτει πως ανακάλυψαν το πτώμα της πρώην του. Η οποία είχε πέσει στον πάγο και διατηρήθηκε ατόφια. Κι όλα αυτά παραμονή της επετείου του γάμου τους, με τη σύζυγό του φρικάρει ανακαλύπτοντας ή υποθέτοντας ότι για μια ζωή ήταν υποκατάστατο ενός μεγάλου έρωτα. Θεά πάντα η Σαρλότ Ράμπλινγκ στο ρόλο της συζύγου στο “45 ώρες” με μια υπέροχη βουβή εκφραστικότητα. Το πρόβλημα είναι πως αυτή η βουβαμάρα και ο ρυθμός γηροκομείου χαρακτηρίζει όλη την ταινία. Που παρά τις πραγματικά ευαίσθητες πινελιές της, αυτό που προσπαθεί να πει δεν το λέει γιατί την τρώει η βουβαμάρα.

Κάπου εδώ Μπερλινολόγιο μου τελειώνει η αναφορά μου από τις ταινίες του διαγωνιστικού που έχουμε δει μέχρι τώρα κι όπως καταλαβαίνεις η μετριότητα που σου έγραφα μερικές μέρες πριν, κυριαρχεί. Ξέρω ότι αναρωτιέσαι γιατί σήμερα ήμουν συγκρατημένος και δεν πήγα στα προσωπικά μου, τα ξενύχτια μου και όλα αυτά που χαρακτηρίζουν τη σχέση μας εδώ και χρόνια. Αλλά άσε με έστω για σήμερα, να τα βιώσω όπως πρέπει, προσωπικά και πολύτιμα. Κανίβαλος είμαι, θα βρω τον τρόπο τις επόμενες μέρες να τα κάνω ανέκδοτο σε άρθρο. Αλλά τώρα δεν θέλω. Επειδή και είμαι ευγνώμων δηλαδή, το σινεμά στο Βερολίνο φέτος, ήρθε για μένα πολύ ξαφνικά, από συλλεκτική κόπια.