Το Σεπτέμβριο του 1155, σε ένα μοναστήρι της Κωνσταντινούπολης, συνέβησαν τέτοια έκτροπα ώστε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας του Βυζαντίου Μανουήλ Κομνηνός, διέταξε να τιμωρηθούν όλοι με τις πιο βαριές ποινές της σκληρής εκείνης εποχής.

Πολλοί τυφλώθηκαν τότε, άλλοι εξορίστηκαν και αυτοί που ρίχτηκαν στα φοβερά μπουντρούμια των φυλακών του Επταπύργιου, ήταν υποχρεωμένοι να προσεύχονται και να ψάλλουν φωναχτά, είκοσι ώρες το 24ωρο.

Οι φύλακες παρακολουθούσαν άγρυπνοι κι όσους τους έβλεπαν να σταματούν τους βίαζαν να συνεχίσουν. Οι προσευχές διαβαζόντουσαν μέσα σε χοντρά εκκλησιαστικά βιβλία. Όταν, λοιπόν, οι προσευχές τελείωναν, αντί να τις πιάσουν από την αρχή, έπρεπε να τις διαβάσουν από το τέλος προς την αρχή, δηλαδή ανάποδα.

Από αυτό, λοιπόν, βγήκαν οι φράσεις: “Του τα ‘ψαλα από την καλή και από την ανάποδη” και το “τα έμαθα απ’ έξω κι ανακατωτά”, γιατί όντως οι τιμωρημένοι έφταναν στο σημείο -από τις πολλές φορές που έλεγαν τις προσευχές- να τις μαθαίνουν απ’ έξω κι ανακατωτά.