Έχουν περάσει χρόνια από εκείνη την Πρωτοχρονιά με μια παρέα φίλων, όταν νομίζαμε φοιτητές ακόμη ότι ο κόσμος είναι δικός μας. Πλησίαζε η αλλαγή του χρόνου, όταν βγήκα στο μπαλκόνι για να ξεφύγω λίγο από την υπόλοιπη παρέα. Τότε είδα απέναντι εκείνο το φως στο ρετιρέ και την σκιά που πλησίασε στο παράθυρο και τράβηξε την κουρτίνα.

Η απόσταση που μας χώριζε ήταν είκοσι-τριάντα μέτρα και η κυρία που εμφανίστηκε ντυμένη ανάλογα για την περίσταση της βραδιάς, στάθηκε απέναντι μου. Περίμενα να δω κι άλλους, αλλά δεν εμφανίστηκε κανείς. Ήταν δώδεκα παρά πέντε και οι η παρέα με φώναζε να μπω μέσα για την αλλαγή. Λίγα δευτερόλεπτα πριν από τις δώδεκα ξέφυγα από τον εναγκαλισμό μιας κοπέλας και πλησίασα στο παράθυρο. Η κυρία στεκόταν ακόμη στο μπαλκόνι, φορώντας ένα παλτό. Ήταν σαν να ήθελε να γιορτάσει μαζί μας την αλλαγή του χρόνου, σαν να ήθελε κάποιον να πει κι αυτή χρόνια πολλά.

Ήταν μόνη της. Σε μια Κυψέλη φωτισμένη, με διαμερίσματα γεμάτα από οικογένειες, συντροφιές, ερωτευμένα ζευγάρια, φωνές χαράς και μουσικές, αυτή δεν είχε κανέναν να ανταλλάξει ένα φιλί και μια ευχή. Ήθελα να σηκώσω το χέρι μου να την χαιρετήσω, αλλά δεν το έκανα. Φοβήθηκα μην με πάρουν στην καζούρα οι υπόλοιποι και αρχίσουν τα πειράγματα και τις χοντράδες.

Μόνο όταν γύρισα σπίτι ξημέρωμα πια, κατάλαβα ότι είχα μετανιώσει, που δεν σήκωσα το χέρι μου να την χαιρετήσω. Στα χρόνια που ακολούθησαν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς την θυμάμαι, μαζί με έναν φίλο που έχει φύγει πλέον για πάντα, τον Ανδρέα Αναγνώστου.

Ο Ανδρέας είχε αφήσει την Ελλάδα για ένα μεγάλο διάστημα και είχε πάει στην Αμερική να δουλέψει, επειδή χρειαζόταν λεφτά για τον αδερφό του, που αντιμετώπιζε ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας μετά από τροχαίο. Ήταν πολύ καλός δημοσιογράφος αλλά στις ΗΠΑ δούλευε σαν σκυλί σε οικοδομές. Δεν μιλάγαμε συχνά, αλλά τον έπαιρνα τηλέφωνο όποτε μπορούσα να πούμε δύο κουβέντες. Όταν μου είπε να μην τον ξεχάσω την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, θυμήθηκα αμέσως την κυρία της Κυψέλης.

«Όπου και αν είσαι αδερφέ πάρε με, να ακούσω φωνές, τραγούδια, ότι να’ ναι». Τον πήρα δύο λεπτά μετά την αλλαγή του χρόνου. Ήμουν σε κάποια μπουζούκια και αφού ανταλλάξαμε ευχές άφησα το κινητό ανοιχτό να ακούει τον Νότη Σφακιανάκη να τραγουδάει «Ο αετός πεθαίνει στον αέρα..».

Όταν το σήκωσα ο Ανδρέας έκλαιγε, αλλά όχι επειδή ήταν μόνος του στην άλλη άκρη του κόσμου, σε ένα διαμέρισμα στην Αστόρια της Νέας Υόρκης. Έκλαιγε γιατί έκανε πρωτοχρονιά μαζί με τον φίλο του…