Από τα πολύ παλιά χρόνια στην Ελλάδα, τα γιατροσόφια έδιναν κι έπαιρναν. Από τα 1800 όμως ως τα 1860 περίπου, ο ¨κομπογιαννιτισμός” είχε σπάσει κάθε προηγούμενο ρεκόρ.

Η αλήθεια είναι ότι πολλοί από τους κομπογιαννίτες αυτούς αναδείχτηκαν θαυμάσιοι πρακτικοί γιατροί κι έκαναν αληθινά θαύματα, σε καιρούς μάλιστα επιδημιών του “μαύρου θανατικού”, δηλαδή της πανούκλας.

Ήταν θαρραλέοι άνθρωποι, ανθρωπιστές και θυσιάζονταν πραγματικά για να σώσουν τον άλλον. Τέτοιος ήταν ο Μικές Τζαννής από τη Ζάκυνθο, ο Παύλος Δάνης από το Αιτωλικό κι ο Μηνάς Κρυστάλλης από την Άρτα. Ο λαός τους σεβόταν και τους θεωρούσε άγιους.

Ανάμεσα, όμως, σε αυτούς υπήρξαν και οι διάφοροι επιτήδειοι, που προσπαθούσαν με ψευτοπράγματα να κάνουν, δήθεν, καλά εκείνους που ζητούσαν τη βοήθειά τους. Ένας κομπογιαννίτης που έμεινε ξακουστός για τις αγυρτείες του, ήταν ο Παρθένης Νένιμος από τα Γιάννενα, που έζησε γύρω στα 1815.

Για αυτόν, λέγεται, ότι έστειλε πολλούς Αρβανίτες στον… άλλο κόσμο, θέλοντας να δοκιμάσει τα φάρμακά του πάνω τους. Μια από τις συνταγές του, πάντως, ήταν ο χυλός από σιτάρι, ψημένος στο φούρνο μαζί με μπαχαρικά, που την έδινε στους βαριά… ερωτευμένους. Αυτοί που αγαπούσαν χωρίς να να αγαπιούνται, για να τους περάσει ο καημός έπρεπε να φάνε από την πίτα αυτή για τρία πρωινά συνεχόμενα, όντας τελείως νηστικοί.

Από το περίφημο, λοιπόν, αυτό, γιατροσόφι, έμεινε και η φράση “έφαγε τη χυλόπιτα”.

 

* Από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη “Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις”, Σμυρνιωτάκης Εκδοτική.