Το νόστιμο αυτό φαγητό, ο τραχανάς, είτε ξινός είτε γλυκός, κατασκευαζόταν, αλλά και συνεχίζεται ακόμα, από τις νοικοκυρές του χωριού.

Είναι στάρι κοπανισμένο και αλεσμένο ή σιμιγδάλι ή ζυμάρι, που βράζεται με γάλα.

Μόλις τελειώσει η προετοιμασία του, τον απλώνουν σε καθαρά σεντόνια, για να τον δει ο ήλιος και να ξεραθεί.

Αλλά για να μην πηγαίνουν κότες, πουλιά κ.λπ. κάποιος τον φυλάει,

Όταν, λοιπόν, θέλουμε να αποφύγουμε κάποια άλλη δουλειά, λέμε πως: «έχω τραχανά απλωμένο».

Τώρα λέγεται, συνήθως, ειρωνικά.

Όταν πάλι θέλουμε να πούμε ότι δεν έχουμε συγγένεια με κάποιον, συνηθίζουμε τη φράση: «Η μάνα μου κι η μάνα του άπλωναν τραχανά στον ίδιο ήλιο».

* Από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη “Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις”, Σμυρνιωτάκης Εκδοτική.