Αν δεν κάνω λάθος ήταν το 2006. Στη δουλειά, πάνω στο Γέρακα, να προσπαθώ να τελειώσω ένα θέμα. Και ξαφνικά από το γραφείο του Ηλία άρχισαν να ακούγονται μερικές ωραίες μελωδίες. Τον κοίταξα με το βλέμμα «τι σκατά είναι αυτό;» και μου απάντησε: «Arcade Fire. Δεν είναι συγκρότημα, είναι ποιητές». Και για πολλά χρόνια αυτό τον χαρακτηρισμό τους είχε κολλήσει: ποιητές.

Και μεταξύ μας, δεν είχε άδικο. Την επόμενη μέρα έλιωσα το «Funeral», έπαιζε ξανά και ξανά. Το ίδιο συνέβη και ένα χρόνο αργότερα με την κυκλοφορία του «Neon Bible» και όσο περνούσε ο καιρός, τόσο περισσότερο μου άρεσαν. Τους θεωρούσα (ίσως ακόμα να τους θεωρώ) ως μία από τις πιο ολοκληρωμένες μπάντες του πλανήτη. Μια μπάντα που τα είχε όλα – χαρά, λύπη, πάθος, μελωδία, δύναμη, στίχους, ενθουσιασμό, φρεσκάδα. Κόλαγε με τα γούστα μου. 

Για να φανταστείς κόλλημα, τους… στήριξα ακόμα και όταν το 2010 έβγαλαν το «Suburbs» κι ας μου έκαναν πλάκα τα παιδιά του USE ότι έχω γεράσει και έχω γίνει εμπορικός. Ναι, όντως ήταν το πιο εμπορικό άλμπουμ των Arcade Fire – άλλωστε τσίμπησαν και το Grammy για αυτό, αλλά εγώ το γούσταρα. Ήταν τόσο απλό. Μου έφτιαχνε («Ready to Start») και μου χάλαγε («Suburban War») τη μέρα. Μαζί. Και το λάτρευα ότι μπορούσαν να το κάνουν αυτό.

Και ερχόμαστε στο 2013. Και εκεί κάπου χάλασε το πράγμα. Ή εμένα αυτό μου βγαίνει. Και αρχίζω να πιστεύω πως αν συνεχίσω να γράφω για αυτά (πρώτα οι Pearl Jam, τώρα οι Arcade Fire) στο τέλος θα κόψουν την καλημέρα όλοι μου οι φίλοι. Anyway.

Το «Reflektor» δεν με ενθουσίασε. Για την ακρίβεια δεν μου άρεσε. Δεν μου κόλλησε ούτε για λίγο. Δεν με κράτησε. Δεν ξέρω, μπορεί να φταίω και εγώ. Να είχα το μυαλό μου αλλού. Να είχα άλλα θέματα. Αλλά ως άλμπουμ δεν μου είπε τίποτα. Από μέτριο και κάτω.

Κι αν ακούω το ομώνυμο single του δίσκου, νομίζω ότι είναι περισσότερο επειδή το έχω ακούσει τόσες πολλές φορές και το έχω συνηθίσει, παρά ότι μου αρέσει πραγματικά.

Αλλά όπως έχω ξαναπεί, γούστα είναι αυτά. Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω. Απλά λέω την άποψή μου.

Εκεί όμως που λίγο… βάρεσα κόκκινο με τους Arcade Fire ήταν αυτό το δημοσίευμα που μου έδειξε μια ψυχή.

Βέβαια οι τίτλοι υπάρχουν για να προκαλούν και να μπαίνεις να διαβάζεις τα θέματα. Όμως, όντως, οι Arcade Fire ζήτησαν από όσους πάνε να τους δουν στο US tour τους να φοράνε επίσημο ένδυμα. Όπως λέει και το κείμενο στο NME «fancy dress». Ναι, θέλουν dress code στις συναυλίες τους!

Και ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Τι πρόβλημα υπήρχε μέχρι τώρα που πήγαινε ο κόσμος όπως ήθελε ντυμένος και πέρναγε μια χαρά. Δηλαδή το ντύσιμο θα σε κάνει να περνάς καλύτερα; Ή θα σου φανούν πιο ωραία τα κομμάτια;

Ναι, ok, πες καταλαβαίνω ότι θέλουν να περάσουν ένα στυλ, να κάνουν χαβαλέ και τρέλα, για την εικόνα και τα δημοσιεύματα. Αλλά ξέρω πως αυτά βγαίνουν αυθόρμητα στον κόσμο. Δεν τους τα… «επιβάλλεις» (έβαλα και αποσιωπητικά και εισαγωγικά στο επιβάλλεις, το είδαμε όλοι). Αν ο άλλος γουστάρει θα φορέσει και… φράκο! Αλλά όταν το λες, είναι σαν να χάνεται αυτό το μαγικό του αυθορμητισμού και σου δίνει την αίσθηση ως μια σύναξη τύπου να-τους-δείξουμε-εμείς-ποιοι-είμαστε-και-να-τους-τρελάνουμε-με-αυτά-που-κάνουμε. Κάτι σαν μουσικό τσίρκο. Εκτός κι αν θέλουν να γίνουν οι Lady Gaga της indie. Τι να πω;! Δηθενιές για το σόου. Αυτό.

ΥΓ.: Βέβαια μπορεί να βγαίνουν στην επιφάνεια και τα παιδικά μου τραύματα. Ξέρεις αυτά που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’90 και τη χρυσή εποχή του clubbing στην Ελλάδα, που πήγαινες στο μαγαζί, σε κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω η ντουλάπα-πορτιέρης και στο τέλος δεν σε άφηνε να μπεις γιατί δεν τηρούσες το dress code (που μόνο αυτός ήξερε ποιο είναι!). Από τότε νομίζω ότι μίσησα την έννοια dress code.

ΥΓ.1: Ε, ρε πλάκα, να πάω να τους δω και να φάω… πόρτα στο live!