Ο Τριπολιτσιώτης Αγγελάκης Νικηταράς, παράγγειλε κάποτε του Κολοκοτρώνη –που ήταν στενός του φίλος- να κατέβει στο χωριό για να βαφτίσει το μωρό του. Ο Νικηταράς του παράγγειλε ότι το παιδί επρόκειτο να το βγάλουν Γιάννη, αλλά για να τον τιμήσουν, αποφάσισαν να του δώσουν το όνομά του, δηλαδή, Θεόδωρο.

Ο θρυλικός Γέρος του Μωριά απάντησε τότε, πως ευχαρίστως θα πήγαινε μόλις θα «έκλεβε λίγο καιρό», γιατί τις μέρες εκείνες έδινε μάχες. Έτσι θα πέρασε ένας ολόκληρος μήνας σχεδόν κι ο Κολοκοτρώνης δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει.

Δεύτερη, λοιπόν, παραγγελία του Νικηταρά. Ώσπου ο Γέρος πήρε την απόφαση και με δύο παλικάρια του κατέβηκε στο χωριό. Αλλά μόλις μπήκε στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κανένα μωρό, ούτε καμιά προετοιμασία για βάφτιση.

Τι είχε συμβεί; Η γυναίκα του Νικηταρά ήταν στις μέρες της να γεννήσει. Επειδή, όμως, ο τελευταίος ήξερε πως ο Γέρος ήταν απασχολημένος στα στρατηγικά του καθήκοντα και πως θα αργούσε οπωσδήποτε να τους επισκεφθεί –οπότε θα είχε γεννηθεί πια το παιδί- του παράγγελνε και του ξαναπαράγγελνε για τη βάφτιση.

Όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε την… απολογία του Νικηταρά, ξέσπασε σε δυνατά γέλια και φώναξε:

Ώχου! Μωρέ, ακόμα δεν τον είδανε και Γιάννη τον βαφτίσανε!

* Από το βιβλίο του Τάκη Νατσούλη “Λέξεις και Φράσεις Παροιμιώδεις”, Σμυρνιωτάκης Εκδοτική.