‘Ημουν γύρω στα 24 και είχα μπλέξει με μια γυναικoπαρέα συναδέλφων, όλες «περπατημένες». Έκανα κι εγώ τη φιγούρα μου κι έλεγα πολλά… Που έχω πάει, τι έχω δει, πόσους «έκαψα» και πόσοι με «κάψανε». Με κοίταζαν στραβά, όχι καχύποπτα… Καχύποπτα κοιτάζει εκείνος που έχει και μια αμφιβολία ότι ίσως ισχύουν όσα λες.

Μέχρι που μία από αυτές αποφάσισε: θα σε πάμε στη «Γιωτάρα». Ήταν αρχές της δεκαετίας ’00 και στάθηκε το σημείο μηδέν στα νυχτοπερπατήματά μου…

Με πήγαν σε ένα μικρό μαγαζί του Παγκρατίου να ακούσω και να δω τη Γιώτα Γιάννα.

Έσβησαν τα φώτα και μέσα στο βαθύ σκοτάδι είδα μια μικροκαμωμένη φιγούρα, κάτι σαν ξωτικό. Ξεχώριζαν τα μακριά της νύχια, τα μαλλιά μέχρι τη μέση, τα γόνατα που διέγραφαν στο παντελόνι. Τα φώτα άναψαν σιγά-σιγά, όπως σιγά-σιγά μια περίεργη, μεταλλική φωνή ψιθύρισε:

 

Με φόντο την ορχήστρα

και τη φωνή ρεκλάμα

επάνω σε μια πίστα

τις ώρες σου περνάς

 

Ήταν η Γιώτα Γιάννα, ένα ροκ ξωτικό που εμφανίστηκε στα έκθαμβα μάτια μου. Μια νευρώδης, μικροσκοπική γυναίκα που άνοιγε τα χέρια κι έλεγες «θα πετάξει».

Μια γερή, όλο κόκκαλα των δαχτύλων χούφτα, που έπιανε το μικρόφωνο και το έβλεπες να ανασαίνει. Ήταν η μοναδική στιγμή στη μέχρι τώρα ζωή μου που, πραγματικά, κατάπια την αναπνοή μου.
 


Κι όσο αδυνατούσα να κλείσω τα μάτια και το στόμα, να πάρω από πάνω της το βλέμμα μου, τόσο οι φίλες δίπλα μου με σκούνταγαν και μου έταζαν: «Και δεν έχεις δει τίποτα ακόμα…».

Θα πέρασαν λίγα λεπτά, και την είδα να ενώνει τις παλάμες της, να τις κάνει χούφτα σαν να θέλει να πιει νερό από πηγή, να γέρνει το σώμα και να φυσάει μέσα στα χέρια της.

Τινάχτηκα από το κάθισμα.

Η Γιώτα Γιάννα είχε πιάσει τη φυσαρμόνικα.

 

 

Πέρασε μια δεκαετία. Διάβασα ένα κείμενο της Αλεξάνδρας Τσόλκα στο newpost. Την παρακάλεσα να με πάει να δω τη Γιώτα Γιάννα στο «Χυτήριο». Θυμάμαι ακόμα που μου είπε: «Και μόνο που την γνωρίζεις, ανέβηκες στην εκτίμησή μου. Πτώμα είμαι αλλά θα σε πάω απόψε» (Εκείνη η γυναικοπαρέα, μου άφησε παρακαταθήκη τελικά).

Δεν είχε αλλάξει η Γιώτα Γιάννα. Ήταν το ίδιο φρέσκια, το ίδιο αυθεντική, το ίδιο ροκ όπως και την πρώτη φορά που την είδα στη σκηνή.

Μόνο η εποχή άλλαξε. Κι ο κόσμος δεν σέβεται. Κλέβει ακόμα και ποδήλατα. Γι’ αυτό και το ποδήλατό της -αυτό το ίδιο που είχε και τότε- το ανέβασε στο πάλκο και το έκανε σκηνικό.

 


Δεν είχε, λέει, βγάλει δίσκο σε 60 χρόνια καριέρας. Κρίμα, μωρέ. Αλλά και καλύτερα. Να ενθουσιαζόμαστε σαν τα μωρά παιδιά όταν κατεβαίνει στην Αθήνα για να τραγουδήσει. Να πηγαίνουμε να την ακούμε. Να την βλέπουμε. Να μας τυλίγει η αύρα της.

Γιατί, το να σου βάλω το cd να παίζει και ταυτόχρονα να σου το εξηγώ… δεν γίνεται.