Πολλές φορές στην ζωή μου για να ξορκίσω τους δαίμονές μου αυτοσαρκάζομαι. Πολλές φορές προσπαθώ να δείξω ψύχραιμη καθώς ο κτηνώδης κυνισμός  ανθρωποειδών με ξεπερνάει. Πολλές φορές,επίσης, γράφω μ’ ένα και μοναδικό σκοπό: να βγάλουμε όλοι μαζί την «γλώσσα στη ζωή» για να συνεχίσουμε να νιώθουμε ότι ζούμε. Τούτο το χρονικό διάστημα, όμως, οι στιγμές μας ανατινάσσονται από πληροφορίες που η αποκωδικοποίησή τους, εύκολα μπορεί να μου δώσει δυο επιλογές: Να γίνω ή παραβάτης ή αναχωρητής. Και τις δύο καταστάσεις τις χωρίζει μια εξαιρετικά λεπτή γραμμή.

Μετά την δημοσιοποίηση άρθρων μας στο Provocateur (δείτε εδώ κι εδώ), για την περίπτωση του Νίκου Ρωμανού, διαβάζω σχόλια αλλά και ακούω από ανθρώπους που φέρονται ως διαμορφωτές κοινής γνώμης να αναφέρονται στο θέμα του με τρόπο που ξεπερνάει την φονική διάθεση των δήμιων του Μεσαίωνα, όταν άναβαν την φωτιά για να κάψουν τις γυναίκες που είχαν κόκκινα μαλλιά σαν… μάγισσες.

Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο παιδί, ως έφηβος, είδε να πεθαίνει στα χέρια του ο Αλέξης Γρηγορόπουλος και τον ρόλο που έπαιξε το τραγικό αυτό γεγονός στην διαμόρφωση της συμπεριφοράς του, μοιάζει ανθυπολεπτομέρεια για τους “καθωσπρέπει”. Θα σας γράψω, λοιπόν, μια ιστορία…

Είχα έναν παππού. Πατέρα της μάνας μου. Όταν ήταν 7 χρονών, οι Τούρκοι έσφαξαν έξω απο την αυλή του σπιτιού του, σ’ ενα ορεινό χωριό της Ηπείρου, τον πατέρα του, ο οποίος ήταν δάσκαλος του χωριού. Τον πέταξαν σφαγμένο μπροστά στα επτά παιδιά του. Η μάνα του αφού μάζεψε τα υπολείμματα του άντρα της με την βοήθεια των μεγαλύτερων παιδιών, έκανε την ταφή και αμέσως μετά τους είπε να πιαστούν χέρι-χέρι με φύλακα τον σκύλο, για να φτάσουν στον κάμπο να μείνουνε με τους συγγενείς του άντρα της για να επιβιώσουνε.

Ο παππούς Παναγιώτης ήταν ένας τραγικά τρυφερός άνθρωπος. Είχε πολεμήσει και τους Ιταλούς και τους Γερμανούς… Κάποια στιγμή τελείωνα το δημοτικό και τον ρώτησα: «Έχεις σκοτώσει άνθρωπο;». Θυμάμαι ότι με κοίταξε με εκείνα τα μπλε σκούρα μάτια και δεν απάντησε. Επέμενα… «Έχεις σκοτώσει άνθρωπο, αλήθεια;» Μετά από λεπτά σιωπής, κοίταξε την φωτογραφία της μάνας του στον τοίχο της τραπεζαρίας και μου είπε «Ναι κούκλα μου, στον πόλεμο…». «Πως είναι;» ρώτησα. Γέλασε με την παιδική αφελή ερώτησή μου και απάντησε. «Εύκολο πολύ. Είχα δει τον πατέρα μου σκοτωμένο απο Τούρκους». Θυμάμαι ότι κοίταξα τα χέρια του. Τα χέρια εκείνα που με παίρνανε αγκαλιά, που κρατούσαν το βιβλίο των παραμυθιών με την φωτογραφία του δράκου απ’ έξω… Και όχι… Δεν μπορούσα να σκεφτώ ότι ο δικός μου γλυκός, τρυφερός, μοναδικός παπούς είχε σκοτώσει. Και μάλλον όχι έναν…

Ο εχθρός για τον δικό μου παππού ήταν ο «Τούρκος», ο εχθρός για τον Ρωμανό είναι το «κράτος». Δεν θα αναλύσω τώρα την επίδραση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους στην διαμόρφωση συμπεριφοράς. Θα επαναλάβω όμως κάτι που πίστευα και πιστεύω. Ότι η ένοπλη βία από ομάδες τρομοκρατών το μόνο που κατορθώνει είναι να ισχυροποιεί τους κατασταλτικούς μηχανισμούς έτσι ώστε να καταργούνται τα ανθρώπινα δικαιώματα με την επίφαση της απειλής. Άρα καταδικάζω την τρομοκρατία, είτε αυτή εμφανίζεται με την μορφή της κρατικής εξουσίας που εξαντλεί την αυστηρότητα στους ανίσχυρους, είτε απο ομάδες που με «συμβολικές» εκτελέσεις ή και «τυφλά» χτυπήματα, ακρωτηριάζουν ακόμη περισσότερο την επιβίωση του κοινωνικά καταφρονεμένου.

Είμαι απολύτως σίγουρη ότι η βία γεννάει βία. Είναι αδύνατον το παιδί που βιάζεται σε ίδρυμα ή εκτός ιδρύματος από πέντε χρονών ή ένα παιδί το οποίο υπόκειται σε ηθική και ψυχολογική βία, να μην έχει τεράστιες πιθανότητες να γίνει παραβατικός στην ενήλικη ζωή του. Είδα, άκουσα και διάβασα με πόσο δογματικό τρόπο γονείς-σχολιαστές–παραγωγοί–”δημοσιογράφοι”, με συνοπτικές διαδικασίες και με ερμηνευτικές απλουστεύσεις ξετσίπωτες ρίχνουν στο κάδο των κοινωνικών αποβλήτων, χωρίς να σταθούν στις αιτίες, αιτίες που ο δικαστής εφαρμόζοντας το Σύνταγμα και τους νόμους συνυπολογίζει στον καθορισμό της ποινής…

Να σας γράψω ότι δεν τρόμαξα, τρόμαξα. Ξέρετε γιατί; Γιατί -και το γράφω με το χέρι στην καρδιά- κατάλαβα σε πόσο μεγάλο βαθμό εξοργίστηκα εγώ η ίδια που δεν βρίσκομαι στην μετεφηβική ηλικία, με την ξετσιπωσιά του συστήματος των «έγκριτων» και των κοινωνικά «καθως πρέπει». Ο Νίκος Ρωμανός ήταν ένα παιδί που κράτησε στα χέρια του τον φίλο του την στιγμή που ξεψυχούσε. Σας ορκίζομαι ότι εγώ σήμερα, μετά απο τέσσερα χρόνια, την οδηγό που έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου της και πέρασε πάνω από το σώμα του κουταβιού μου (και όχι μόνο δεν σταμάτησε αλλά γκάζωσε και έφυγε) αν την συναντούσα, μόνο για παραβατική συμπεριφορά θα με κατηγορούσανε. Και θα έφραγα εκεί που δεν πιάνει μελάνι όσους θα γελοιοποιούσανε την αιτία της μη κοινωνικά ορθής συμπεριφοράς μου.

Και για να κλείσω, θα θυμίσω ένα δίσκο σταθμό των Pink Floyd, το “The Wall“. Πρότεινα κάποια στιγμή σε μια νεαρή συνάδελφο να δει την σκηνή με την κρεατομηχανή…