Πρέπει να ήμουν γύρω στα δέκα όταν πρωτάκουσα μουσική του. Η χρονιά ήταν το 1971, ντάλα χούντα και τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος πέθανε σήμερα σε ηλικιά 96 ετών, απαγορευμένα δια ροπάλου. Οι γονείς μου εκείνη την εποχή, έκαναν ένα ταξίδι αναψυχής στο εξωτερικό, και όπως κάθε Έλλην που σεβόταν τον εαυτό του εκείνα τα χρόνια, επέστρεψαν με δύο κασέτες με τραγούδια του -προφανώς τις κασέτες μπορούσες να τις περάσεις πιο εύκολα στον έλεγχο στο αεροδρόμιο- οι οποίες επιμελώς κρύφτηκαν «για να μην τις βρουν τα παιδιά». Πλην όμως, τα παιδιά ήταν περίεργα, όπως όλα τα παιδιά σε αυτή την ηλικία, και, κυρίως, είχαν ανακαλύψει το μέρος που έκρυβαν οι γονείς όλα αυτά που δεν έπρεπε «να βρουν τα παιδιά». Ηθικό δίδαγμα; Τα παιδιά είναι πιο έξυπνα από τους γονείς.

Το απαγορευμένο, βέβαια, είναι και πιο γοητευτικό και κάπως έτσι πήρα την μία κασέτα από το κρυφό συρτάρι του πατέρα μου και την έκλεισα σε ένα συρτάρι στο δικό μου δωμάτιο. Κάπως έτσι, κρυφά, κλεισμένος στο παιδικό μου δωμάτιο, βρέθηκα να ακούω το έργο του Μίκη «Ο ήλιος και ο Χρόνος». Αν σκεφτεί κανείς ότι η μουσική κουλτούρα ενός δεκάχρονου παιδιού εκείνη την εποχή,  διαμορφωμένη από το κανάλι της ΥΕΝΕΔ, ήταν οι μοντέρνες διασκευές των ξένων τραγουδιών που τραγουδούσαν τα συγκροτήματα της εποχής, οι Charms, οι Idols, ο Πασχάλης, ο Τέρης Χρυσός, η Τάμμυ, η Έλενα και διάφοροι άλλοι, καταλαβαίνετε την ήττα που έπαθα βάζοντας να ακούσω τον «Ήλιο και τον Χρόνο», ένα από τα πιο δύσκολα έργα του Μίκη, που τους στίχους των τραγουδιών ο συνθέτης τους είχε γράψει στην απομόνωση.

Θυμάμαι, λοιπόν, να ξεκινάει η κασέτα και να απαγγέλει στα γαλλικά ο George Wilson και εν συνεχεία κάποιοι τραγουδιστές που αγνοούσα την ύπαρξή τους να τραγουδούν κάτι που δεν καταλάβαινα με τίποτα τι ήθελε να πει. Τα ονόματα των τραγουδιστών πού ήταν γραμμένα στο εξώφυλλο της κασέτας ήταν Αντώνης Καλογιάννης, Μαρία Φαραντούρη, Μαρία Δημητριάδη και Πέτρος Πανδής. Ούτε καν η Κλειώ Δενάρδου, ρε παιδί μου. «Ο χρόνος διαλύεται μέσα στην στιγμή, το ελάχιστο γίνεται ο μέγιστος τύραννος». Οχι, δεν καταλάβαινα τίποτα απολύτως, οπότε η κασέτα επέστρεψε πάραυτα στο «κρυφό» συρτάρι του πατέρα μου. Κάπως έτσι τελείωσε η πρώτη επαφή μου με το έργο του Μίκη. Με την απορία τι έβρισκαν οι μεγάλοι σε αυτά τα ακαταλαβίστικα τραγούδια.
 


Δυο χρόνια μετά έγινε το Πολυτεχνείο. Εν τω μεταξύ είχα, σχετικά, μεγαλώσει στα μουσικά ακούσματα, αλλά και πάλι από αυτή την εποχή θυμάμαι τον Νίκο Ξυλούρη να τραγουδά «Πότε θα κάνει ξαστερι» και την Τζένη Καρέζη στο «Μεγάλο μας τσίρκο». Και ήρθε η μεταπολίτευση και η εφηβεία. Εκρηκτικός συνδυασμός. Κοπάνες από το σχολείο και διαδηλώσεις. Η πρώτη μεγάλη συναυλία που πήγα στην ζωή μου ήταν αυτή στο γήπεδο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας, αυτή που κινηματογράφησε ο Νίκος Κούνδουρος στην ταινία του «Τα τραγούδια της φωτιάς». Ακολούθησε η μεγάλη συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη στο «Καραισκάκη». Ένα γήπεδο γεμάτο με ανθρώπους που τραγουδούσαν με πάθος και φώναζαν συνθήματα κατά της Χούντας. Καί «χτυπούν το βράδυ στην ταράτσα τον Αντρέα» και «Λίγο ακόμα να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα» και… και…και…

Δεν ξέρω για τους άλλους, αλλά εγώ εκείνη την εποχή δεν ήξερα ποιος είναι ο Αντρέας, ούτε πώς οι στίχοι στο «Λίγο ακόμα» είναι ποίηση του Σεφέρη. Μας είχε παρασύρει το τεράστιο κύμα της μεταπολίτευσης και ενωθήκαμε κάτω από σημαίες που δεν ήταν ακριβώς δικές μας, αλλά δεν μας ένοιαζε και ποιανού ήταν. Εκεί ανακαλύψαμε τον Μίκη Θεοδωράκη και όλα τα απαγορευμένα τραγούδια που δεν είχαμε ακούσει ποτέ πριν στην ζωή μας.

Σιγά σιγά μάθαμε πώς ο Μίκης δεν είχε γράψει μόνο επαναστατικά τραγούδια, αλλά και λυρικά και μελαγχολικά και μπαλάντες και λαϊκά και τα πάντα. Εκείνο το τρένο «που φεύγει πάντα στις 8», σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου έπεσε πάνω μας με όλη την ταχύτητα που είχε αναπτύξει. Και εκεί ανακαλύψαμε την Μαρία Φαραντούρη, την Μαρία Δημητριάδη, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Πέτρο Πανδή. Ένας άλλος κόσμος πρόβαλε ξαφνικά μπροστά μας. Ανακαλύψαμε μέσα από τα τραγούδια του Θεοδωράκη τους ποιητές. Τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Ρίτσο, τον Λειβαδίτη, τον Αναγνωστάκη. Η δύναμη της μουσικής μας είχε πάρει μαζί της ανεπιστρεπτί.

Τα χρόνια πέρασαν. Λάθη και σωστά. Ανακαλύψαμε, έτσι νομίζαμε, το σύνολο του έργου του και νομίζαμε ότι το ξεπεράσαμε. Αρχίσαμε να ακούμε άλλες μουσικές. Αυτός όμως ήταν πάντα εκεί. Πότε με κάποιον δίσκο, πότε με δηλώσεις. Πολλές φορές κάποιες από τις κινήσεις του Μίκη μας πλήγωσαν. Δεν θέλαμε να τον δούμε φωτογραφία στην Ανάσταση δίπλα στον Μητσοτάκη. Τα βινύλια με το «Γέμισε το σφαγείο μας θυμάρι και το κελί μας κόκκινο ουρανό» παραμερίστηκαν από άλλους δίσκους. Άρχιζε η εποχή της ευημερίας. Κανείς δεν ήθελε να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Μόνο που όσο περνούσαν τα χρόνια, κρυφά από τους άλλους, στην επέτειο του Πολυτεχνείου βάζαμε στο cd player πια, και ακούγαμε το «Γελαστό παιδί». Και μας συγκινούσε με την ίδια ένταση πού μας είχε συγκινήσει και στην πρώτη ακρόαση.

Κάπου-κάπου η πραγματικότητα παραμέριζε την χρυσόσκονη που μέσα της είχαμε τυλιχτεί και τον ανακαλύπταμε πάλι. Το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει το Βελιγράδι και ο Μίκης με την ορχήστρα του παίζει και στο Βελιγράδι που βομβαρδίζεται και στο Σύνταγμα. Για άλλη μια φορά γεμίζει την πλατεία και τους γύρω δρόμους. «Κι είναι το σπίτι ορφανό, αβάσταχτο το δειλινό και τα βουνά κλαμμένα» με την φωνή του Μητροπάνου. Και τα δάκρυα να κυλάνε στα πρόσωπα και να τα σκουπίζουμε διακριτικά με το μανίκι για να μη γίνουμε ρεζίλι.

Παραμονές του 2000 στον σταθμό που δούλευα, κάθε παραγωγός έπρεπε να διαλέξει ένα ελληνικό τραγούδι και να πει σε πέντε γραμμές την ιστορία του. Κάπως έτσι αποχαιρετούσαμε τον αιώνα πού έφευγε. Διάλεξα το «Γελαστό Παιδί», στην εκτέλεση με την Ντόρα Γιαννακοπούλου που είναι άπαιχτη και σχετικά άγνωστη. Οι ιθύνοντες του σταθμού με κοίταξαν περίεργα, αλλά δεν είπαν τίποτα. Ελευθερία είχαμε κι ο κάθε παλαβός, σαν κι εμένα, μπορούσε να κάνει  το κέφι του. Όταν το σχετικό σποτάκι με το τραγούδι άρχισε να παίζεται στον αέρα, κανείς, ούτε καν εγώ, μπορούσε να φανταστεί την απήχηση που είχε.

Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν πια ένα κομμάτι της προσωπικής μου μυθολογίας, όπως και πολλών άλλων ανθρώπων. Κάποια στιγμή, έψαξα να βρω ελληνικά τραγούδια που είχαν κάνει διεθνή καριέρα για δύο δίσκους που κυκλοφόρησαν με τίτλο «Ελληνικά Διεθνή». Εκεί άρχισα να ανακαλύπτω, μεγάλος πια, πόσοι μεγάλοι τραγουδιστές του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα είχαν τραγουδήσει δικά του τραγούδια. Κάθε ανακάλυψη και μια έκπληξη. Οι Beatles, η Edith Piaf, η Μary Hopkins, η Shirley Bassey, o Albano, η Μilva, η Ina Zannichi,o  Georges Moustaki, o Marcel Mouloudji, η Dalida, o Perry Como, oι Walkabouts και πόσοι άλλοι. Τα μουσικά του θέματα από τις ταινίες που έγραψε τη μουσική, τα έπαιξαν οι μεγαλύτερες ορχήστρες του κόσμου. Όσο για τον αρχετυπικό, πια, Ζορμπά, ακούστηκε σε όλα τα πλάτη και μήκη αυτού του κόσμου, αφού έγινε μέχρι και Συμφωνικό έργο.
 

Κάποια στιγμή, πριν λίγα χρόνια, έπρεπε να οργανωθεί μια απονομή χρυσού δίσκου για τον δίσκο «Τα θεμέλιά μου στα βουνά», όπου η Γλυκερία τραγουδούσε κάποια από τα λαϊκά τραγούδια του. Έγινε το αδιαχώρητο. Κόσμος, πολύς κόσμος, που ήθελε να τον ακούσει να μιλάει. Και εκείνος έλεγε, έλεγε, έλεγε… Ιστορικές στιγμές, όπως τις έζησε εκείνος. Η πρώτη φορά που άκουσε ρεμπέτικα τραγούδια, την εποχή που ήταν εξόριστος στην Ικαρία. Η αιώνια σχέση του με τον Χατζιδάκι, που παρά τα όσα λέχθηκαν, ο ένας θαύμαζε τον άλλο.

Αυτό που θυμάμαι από αυτή την απονομή είναι ο λόγος του και το βλέμμα του. Πολύ σπάνια, ειδικά στις μέρες μας, βλέπεις ανθρώπους με τόσο λαμπερό βλέμμα. Βλέμμα ασυμβίβαστο, που ακόμα και τώρα μπορεί να ξεσηκώσει έναν λαό. Γιατί, τελικά, αυτός ήταν  ο Μίκης Θεοδωράκης. Ένας τεράστιος συνθέτης πού έφτασε την ελληνική μουσική σε όλα τα σημεία του πλανήτη. Για το μουσικό του έργο θα τον κρίνει η ιστορία. Αλλά παράλληλα, πέρα από  τον συνθέτη, είναι ένας άνθρωπος πού λες και βγήκε από βιβλίο του Καζαντζάκη. Έτοιμος να τα βάλει με όλους για τα ιδανικά του, έτοιμος να ξεσηκώσει, ακόμα και σήμερα, έναν λαό, πιάνοντας απλά το μικρόφωνο και τραγουδώντας με την χαρακτηριστικήτου φωνή ένα ρεφραίν από τα τραγούδια που έγραψε. Ξέρετε πολλούς που μπορούν να το κάνουν αυτό;

Κάποτε τον ρώτησε ένας δημοσιογράφος αν βάζει ποτέ μέτρο σε όσα κάνει. Απάντησε πολύ απλά:

 «Όχι. Γιατί εκεί ήταν η ουσία, όταν περνούσα το μέτρο. Εκεί αισθανόμουν μέθη. ‘Οπως ένας μοτοσικλετιστής ο οποίος είναι γυμνός επάνω σε μια μοτοσικλέτα και ξαφνικά από 80 χλμ. πηγαίνει στα 150 χλμ. Αυτή καθαυτή η υπέρβαση, το επιπλέον, είναι που κάνει τον αναβάτη να μη φοβάται και τον θάνατο ακόμα. Οι ωραιότερες στιγμές της ζωής μου είναι στην υπερβολή, όταν υπερβαίνω τα όρια, όταν μεθώ. Μικρός μεθούσα με το παιχνίδι, βασικά. Δηλαδή, δεν υπήρχε παιδί που να έπαιζε τόσο πολύ. Σχεδόν λιποθυμούσα. Η κατάληξη ήταν, όταν ήμουν σε μικρή ηλικία, στο Δημοτικό κυρίως, κάθε βράδυ να γυρίζω τόσο καταβεβλημένος, τόσο πληγωμένος και ματωμένος, που οι γονείς μου να φοβούνται μην σκοτωθώ. Για να με φοβίσει λίγο, ο πατέρας μου με περίμενε με μία ζώνη. Εγώ φοβόμουν, έμπαινα μέσα στα αίματα. Έτρωγα το ξύλο μου και κατόπιν η μητέρα μου με έπλενε και ο πατέρας μου κάθε βράδυ είχε ένα κασελάκι και καθόταν με όλα τα χρειώδη φάρμακα και με περιποιόταν. Είχα μονίμως για 10 χρόνια πληγές στα πόδια και στα χέρια. Αλλά ήμουν απτόητος. Αυτή λοιπόν την τάση την είχα από μικρός για κάθε τι που μου άρεσε. Όπως στη μουσική. Διότι επειδή μου άρεσε πολύ δεν είχα όρια. Μπορούσα να δουλέψω μέχρι εξαντλήσεως, να κοιμηθώ επάνω στο τραπέζι. Χρόνια ολόκληρα. Αυτό είναι στοιχείο του χαρακτήρα μου».

EDIT:  Το κείμενο είναι γραμμένο το 2014.