Οι υπάλληλοι του «Selections Vourakis» δεν αντιλήφθηκαν τίποτε το περίεργο, εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη το 1995, όταν το αφεντικό τους καλημέρισε με χαμόγελο και κατευθύνθηκε στο γραφείο του. Δεν είδαν ποτέ το βλέμμα του να σκοτεινιάζει όταν έκλεισε την πόρτα πίσω τους και κάθισε στην καρέκλα του.

Η οικονομική κατάσταση είχε αρχίσει να ξεφεύγει πλέον από τον έλεγχό του. Οι τράπεζες τον πίεζαν για τα δάνεια που είχε πάρει, αλλά αυτό ήταν το λιγότερο. Η άλλη «πίεση» αυτή των τοκογλύφων ήταν πολύ πιο έντονη και πολύ πιο επικίνδυνη για τον bon viveur Γιάννη Βουράκη, τον κοσμηματοπώλη που έμελλε να μείνει για πάντα στην μνήμη πολλών ανθρώπων. Όχι για αυτά που πέτυχε, αλλά για το «κανόνι» εκατομμυρίων δραχμών που έριξε στην αγορά τέσσερις μήνες μετά από εκείνο το πρωινό του Νοέμβρη, τον Μάρτιο του 1996 όταν έφυγε κυριολεκτικά νύχτα από την Εκάλη, μαζί με την γυναίκα του.

Πάνω του είχε ένα ποσό για την αρχή της νέας του ζωής, κάποια διαμάντια και την γυναίκα της ζωή του Ζενεβιέβ Μπαλτάσαρ, που είχε προσεταιριστεί το όνομα Τζένη, μετά το τον γάμο τους. Η γνωριμία του μαζί της, πολύ πριν κάνει το επιχειρηματικό άνοιγμα που κατέληξε σε έναν εφιάλτη εκκρεμών δανείων και έναν επικίνδυνο χορό με τοκογλύφους, ήταν ένας κεραυνοβόλος έρωτας με άρωμα Καραϊβικής.

Την γνώρισε κατά την διάρκεια ενός επαγγελματικού ταξιδιού, όταν διερευνούσε το άνοιγμα της οικογενειακής φίρμας στο εξωτερικό και από τότε δεν χώρισαν ποτέ.

Κοσμοπολίτης και γοητευτικός άνδρας, ο Γιάννης Βουράκης οραματιζόταν πάντα το μεγάλο επαγγελματικό project, αυτό που του έδινε το κάτι παραπάνω έναντι του ανταγωνισμού.

Η «Selections Vourakis» στο νούμερο 11 της Βουκουρεστίου, κόστισε δεκάδες εκατομμύρια στην οικογένεια των γνωστών κοσμηματοπωλών. Μόνο για τον αέρα φέρεται να έδωσαν τότε 70.000.000 δραχμές, το ενοίκιο ήταν 2.000.000 το μήνα ενώ η συγκλονιστική εσωτερική διακόσμηση του καταστήματος ξεπέρασε τα 140.000.000 δραχμές σε κόστος. Δεν ήταν μόνος του στο εγχείρημα φυσικά. Συνεταίροι του ήταν ο ξάδερφός του Αντώνης Βουράκης και η αδερφή του Λιάνα με ποσοστό 40% και 5% αντίστοιχα.

Στα εγκαίνια ήταν παρούσα κυριολεκτικά όλη η κοσμική Αθήνα, από επιχειρηματίες και εφοπλιστές μέχρι την Λιάνα Κανέλλη, του MEGA τότε. Κάποιοι από τους παριστάμενους τον θυμούνται ακόμη και σήμερα χαμογελαστό και ευτυχισμένο. Ήταν ο πρώτος που έφερε στην Ελλάδα κοσμήματα του οίκου Tiffany&Co, τα οποία συνδυάστηκαν αρμονικά με τις διαμαντένιες δημιουργίες του Cartier και τα πανάκριβα δερμάτινα μπουφάν του οίκου Etro.

Δυστυχώς τα προβλήματα άρχισαν γρήγορα και επιδεινώθηκαν όταν αποχώρησαν από την επιχείρηση λαμβάνοντας το μερίδιό τους σε μετρητά, οι δύο συνεταίροι του. Έχοντας δανειστεί εκατομμύρια από τις τράπεζες, ο Γιάννης Βουράκης απευθύνεται σε τοκογλύφους για «ενέσεις» ρευστότητας και με συχνό ρυθμό. Ελπίζει ότι θα τα καταφέρει, αλλά τα χρέη εκτινάσσονται συνεχώς προς τα πάνω και τα Χριστούγεννα του 1995, θα είναι τα πιο δύσκολα της ζωής του.

Τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο του ‘96, οι πιέσεις που δέχεται από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και τοκογλύφους είναι αφόρητες. Διαισθάνεται ότι πλέον δεν υπάρχει παρά ένας δρόμος, αυτός της φυγής από την Ελλάδα για άγνωστη χώρα του εξωτερικού και μετά από τις προετοιμασίες, έρχεται η νύχτα του Μάρτη, που θα αφήσει για πάντα πίσω του, την άδεια βίλα της Εκάλης που νοίκιαζε. Άδεια, γιατί όλα τα πανάκριβα έπιπλα είχαν κατασχεθεί από οφειλέτες. 

Η είδηση για το «κανόνι» που έριξε ο Βουράκης, θα γίνει γνωστή λίγες ώρες αργότερα, όταν όλοι όσοι τον αναζητούν δεν τον βρίσκουν πουθενά. Σχεδόν άδειο από κοσμήματα ήταν και το κατάστημα της Βουκουρεστίου, όταν το άνοιξαν οι υπάλληλοι, που διαισθάνθηκαν αμέσως το τι είχε γίνει. Από αυτούς άλλωστε δανειζόταν κάποια ποσά, ο Γιάννης Βουράκης εκείνους τους τελευταίους εφιαλτικούς μήνες.

Η αναζήτησή του από τις αρχές δεν οδήγησε πουθενά και οι αστικοί μύθοι για το που πήγε, ξεχύθηκαν με ρυθμούς πολυβόλου. «Πήγε στην Κούβα», «πέταξε με ψεύτικο διαβατήριο για την Ασία», «τον είδαν στη Σαουδική Αραβία» και διάφορα άλλα ενίσχυσαν ακόμη πιο πολύ τον μύθο γύρω από την φυγή του κοσμηματοπώλη των επωνύμων.

Κανείς -εκτός ίσως από κάποια μέλη της οικογένειάς του- δεν μίλησε μαζί του τα επόμενα χρόνια, μέρος των χρεών του αποπληρώθηκε και ο ίδιος φρόντισε να σβήσει από την μνήμη του την Ελλάδα.

Το 2010 έγινε ευρέως γνωστό ότι είχε καταφύγει στην Αϊτή μαζί με την Ζενεβιέβ και έμενε στο Port Au Prince, την πρωτεύουσα του νησιού, θέλοντας να χτίσει μια νέα ζωή. Μια ζωή που τελικά έγινε συντρίμμια στον καταστροφικό σεισμό που ισοπέδωσε την πρωτεύουσα της Αϊτής και τα όποια όνειρα είχε εκπληρώσει ο Γιάννης Βουράκης.

Όσο για την χαμένη του τιμή; Αυτή έγινε κομμάτια εκείνη την νύχτα που έφυγε σαν κυνηγημένος από την Εκάλη για το Ανατολικό αεροδρόμιο, πληρώνοντας ακριβά το πάθος του να είναι ξεχωριστός…