Η Λάουρα Πόιτρας έχει κάθε λόγο να θέλει να αποφύγει τα πάρε-δώσε με τις αρχές των ΗΠΑ. Η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ «Ctizenfour» με πρωταγωνιστή τον Έντουαρντ Σνόουντεν βρίσκεται εδώ και μήνες –από τότε που έσκασε η ιστορία με τον Σνόουντεν- υπό διαρκή παρακολούθηση. Δεν γνωρίζει ανά πάσα στιγμή αν οι κινήσεις καταγράφονται, δε ξέρει πόσα αυτιά παρεμβάλλονται στην επικοινωνία της, δεν είναι σίγουρη ότι στο άδυτο του σπιτιού της τα μόνα μάτια που την περιεργάζονται είναι τα δικά της στον καθρέφτη.

Κανονικά θα έπρεπε να βρίσκεται στα πρόθυρα της παράνοιας. Όμως εκείνη δεν θέλει να επιτρέψει στις «κακές σκέψεις» να καταλάβουν το μυαλό της. «Προσπαθώ να μην το σκέφτομαι» λέει στη δημοσιογράφο του Independent που ταξίδεψε για να τη συναντήσει στο Βερολίνο. Όμως, παρά τη σθεναρή στάση της, όταν θέλει να είναι βέβαιη ότι κανείς δεν κρυφακούει αυτά που λέει, δίνει ραντεβού στο πάρκο.

Η Λάουρα Πόιτρας είναι μέλος της ελίτ των αυτοεξόριστων στο Βερολίνο, μια ομάδας ανθρώπων προερχόμενων από τους χώρους της τέχνης, της δημοσιογραφίας, του πολιτικού ακτιβισμού και της τεχνολογίας, οι οποίοι βρέθηκαν εκεί για να προστατευτούν από τα αδιάκριτα βλέμματα τα υπηρεσιών ασφαλείας των χωρών τους, που παρακολουθούν κάθε βήμα τους. Με τον τρόπο αυτό επωφελούνται από την αυστηρή γερμανική νομοθεσία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής και των επικοινωνιών, την αυστηρότερη που ισχύει σήμερα στο κόσμο. Και από εκεί συντονίζουν τη δράση τους για ένα καλύτερο, πιο δημοκρατικό και φιλελεύθερο, αύριο.



Ο Έντουαρντ Σνόουντεν με τον δημοσιογράφο της Guardian Γκλεν Γκρίνβαλντ από το “Citizenfour”.

Βέβαια, μη φανταστείτε ότι το Βερολίνο είναι ο παράδεισος. Απλώς, η γερμανική αντικατασκοπία δε επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να κατασκοπεύει Γερμανούς –όπως αποδείχθηκε το έργο αυτό έχει αναλάβει το NSA (η αμερικάνικη υπηρεσία) που έχει βάσεις στη χώρα από το τέλος του πολέμου. Και επιπλέον, το νομοθετικό πλαίσιο είναι τέτοιο που προστατεύει τους πολίτες από παρενοχλήσεις και διαρκείς καταπατήσεις των δικαιωμάτων τους.

Δεν μπορεί δηλαδή κάποιος να σε σταματήσει σε οποιοδήποτε αεροδρόμιο και να σε υποβάλλει σε εξαντλητική ανάκριση επί ώρες αφού πρώτα έχει κατασχέσει σημειώσεις, πιστωτικές κάρες, υπολογιστές και τηλέφωνα –τη μεταχείριση αυτή επιφύλαξαν οι αμερικανικές αρχές κατ’ επανάληψη στην Λάουρα Πόιτρας έως ότου αποφάσισε να μεταφέρει τη βάση της αλλού.

Παρόλα αυτά, η Πόιτρας ταξίδεψε στις ΗΠΑ για τη πρεμιέρα της ταινίας της. Δεν ταξίδεψε όμως στη Μεγάλη Βρετανία όπου, όπως δήλωσε, δεν απολαμβάνει καν των στοιχειωδών συνταγματικών ελευθεριών –«οι δικηγόροι μου με απέτρεψαν πλήρως από το να ταξιδέψω» εξήγησε.

Η περίπτωση της Πόιτρας δεν είναι μοναδική. Ο Τζέικομπ Άπλμπαουμ είναι ένα ακόμα από τους high profile νέους κατοίκους του Βερολίνου. Συνδημιουργός του Tor, της μηχανής αναζήτησης για το «βαθύ ίντερνετ», ο Άπλμπαουμ ανακάλυψε ότι ήταν αντικείμενο μυστικής έρευνας  κι έσπευσε να αλλάξει ήπειρο όσο αυτό ήταν ακόμα εφικτό. Οι αμαρτίες τού Τζέικομπ, Τζέικ για τους φίλους της διαδικτυακής κοινότητας, ήταν πολλές και βαριές. Το «σοφό παιδί», εκτός από τη συμμετοχή του στη δημιουργία του Tor, της περιοχής αυτής του διαδικτύου όπου βασιλεύουν οι κανόνες της συνωμοτικότητας, συνεργάστηκε με το Wikileaks και επιπλέον, παρέδιδε μαθήματα αποφυγής των συστημάτων παρακολούθησης σε νεαρούς φιλόδοξους ακτιβιστές. Ο Άπλμπαουμ ήταν αυτός που συνέστησε στην Πόιτρας να εγκατασταθεί στο Βερολίνο όταν εκείνη μοιράστηκε μαζί του τους φόβους της για την τύχη της δουλειάς της, ώρες ολόκληρες αμοντάριστου υλικού, αν πέσουν στα χέρια των αρχών.

 


Ο Τζέικομπ Άπλμπαουμ.

Κοντά σε αυτούς στο Βερολίνο έχουν βρει καταφύγιο η Σάρα Χάρισον, συνεργάτης του Ασάνζ στο WikiLeaks, ο Κλάουντιο Αγκόστι της πλατφόρμας GlobaLeaks, και το καλύτερο, η Άνι Μάσον και ο Ντέιβιντ Σέιλερ, πρώην πράκτορες της βρετανικής MI5, οι οποίοι το 1997 μίλησαν στον Τύπο για πρώτη φορά και αποκάλυψαν πολλά κι ενδιαφέροντα για τη δράση των εργοδοτών τους.

Το διαρκές σουξέ του Βερολίνου με τους απανταχού φυγάδες και καταδιωκόμενους, έχει βαθύτερες ρίζες απ’ το νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει την προστασία της ιδιωτικής ζωής στην ενωμένη Γερμανία. Για λόγους εύκολα αντιληπτούς, οι κάτοικοι του Βερολίνου διακρίνονται από μια φυσική δυσπιστία προς κάθε μορφή εξουσίας, ιδιαίτερα όταν αυτή διαχέεται σε τομείς ακατάλληλους για «ρύθμιση». Από την εποχή της ανόδου του ναζιστικού κόμματος, όταν καταλύθηκε κάθε έννοια εμπιστοσύνης ανάμεσα σε φίλους, συγγενείς και συναδέλφους, ως τα χρόνια της παντοκρατορίας της Στάζι, οι Βερολινέζοι είχαν στη διάθεσή τους δεκαετίες ολόκληρες για να αναπτύξουν αντισώματα σε κάθε υποψία παρακολούθησης. Ίσως γι’ αυτό είναι και οι μόνοι Ευρωπαίοι οι οποίοι εξανέστησαν ειλικρινά, ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης, στο άκουσμα της είδησης ότι η αμερικανική NSA κρυφάκουγε τα τηλεφωνήματα της Άνγκελα Μέρκελ. Και, παρά το διάστημα που μεσολάβησε από τις σχετικές αποκαλύψεις, δεν κρύβουν την οργή τους με τους «συμμάχους» για την απροκάλυπτη αυτή παραβίαση των αρχών του σεβασμού που υποτίθεται ότι διέπει τη σχέσεις των δύο χωρών.

 


Η Σάρα Χάρισον, συνεργάτιδα του WikiLeaks.

Την οργή σήμερα έχει διαδεχθεί η απογοήτευση. Απογοήτευση, επειδή ο γερμανική εισαγγελία αποφάσισε να ερευνήσει κατ’ εξαίρεση μόνο την παγίδευση των επικοινωνιών της καγκελαρίου. Σύμφωνα με τους εκπροσώπους της εισαγγελίας, η σχετική απόφαση ελήφθη επειδή η Μέρκελ ήταν το μόνο επιβεβαιωμένο «θύμα» των παρακολουθήσεων. «Δεν μπορεί να διερευνήσει κανείς ένα αδίκημα εις βάρος των πάντων» ήταν η απάντηση των αρμοδίων προς τους διαμαρτυρόμενους πολίτες. Κι έτσι οι πάντες εξισώνονται με τον κανένα.

Ο Μάρτιν Κάουλ, δημοσιογράφος, κατέχει την επίζηλη θέση του συντάκτη κινημάτων –πως λέμε εδώ συντάκτης υπουργείου Συγκοινωνιών;- στην εφημερίδα Die Tageszeitung του Βερολίνου. Δουλειά του είναι να αντιλαμβάνεται έγκαιρα όλες τις υπόγειες κινήσεις στα έγκατα της πόλης, τις αθώες συνωμοσίες που εξυφαίνονται σε μπαρ και καφέ, καθώς και τις λιγότερο αθώες, εκείνες που μαγειρεύονται μέσα από κρυπτογραφημένα μηνύματα με τη χρήση κωδικών ονομασιών. Φυσικά, είναι αλληλέγγυος προς τους κατατρεγμένους ακτιβιστές που αναζήτησαν άσυλο στην πόλη του.  Ο «αγώνας» τους για ελεύθερο ίντερνετ είναι και δικός του.

Η δημοσιογράφος του Independent θα συναντήσει τον Κάουλ στην πορεία των ερευνών της για να του θέσει το εξής ερώτημα: «Είναι θεμιτό να μιλάμε για ένα καινούργιο κίνημα με επίκεντρο το Βερολίνο;».  Η απάντησή του είναι μεσοβέζικη. «Η χακεράδικη κουλτούρα είναι εξαιρετικά εύρωστη στη Γερμανία. Υπήρχαν πολλές ομάδες που εργάζονταν προς αυτή την κατεύθυνση (του μη παρακολουθούμενου ίντερνετ) από καιρό. Και μετά ήρθαν οι ‘αυτοεξόριστοι’. Είναι περισσότερο ένα είδος διεθνούς αβάν γκαρντ που έχει καβαλήσει το κύμα» λέει για το φαινόμενο.

Το οποίο φαινόμενο είναι πολλαπλά ενδιαφέρον. Κατά μία διαβολική σύμπτωση το ίντερνετ, το World Wide Web, δημιουργήθηκε πριν από 25 χρόνια, λίγο πριν, λίγο μετά από την πτώση του Τείχους. Έτσι, όταν ο ένας «απελευθερωτικός» αγώνας πήρε τέλος, οι συνειδητοποιημένοι και ριζοσπαστικοποιημένοι κάτοικοι της πόλης ανέλαβαν να διαφυλάξουν τις ελευθερίες που με τόσο κόπο κατέκτησαν στο διαδίκτυο. Διότι η διαχείριση των πληροφοριών που διακινούνται από οθόνη σε οθόνη σχηματίζοντας έναν τεράστιο κάναβο ο οποίος τυλίγει ολόκληρο τον πλανήτη, είναι ζήτημα καθοριστικής σημασίας για το μέλλον των ατομικών ελευθεριών. Και σε αυτό το θέμα το Βερολίνο έχει ένα θλιβερό προνόμιο. Όπως επισημαίνει ο  Άπλμπαουμ, ο δημοσιογράφος Έντουιν Μπλακ, συνεργάτης μεταξύ άλλων και των New York Times, είναι ο πρώτος που στο βιβλίο του «IBM and the Holocaust»  αναλύει διεξοδικά την αμαρτωλή σχέση ανάμεσα στον τεχνολογικό κολοσσό και το ναζιστικό καθεστώς: η IBM προμήθευε τους Ναζί τις διάτρητες μηχανογραφικές κάρτες που ρύθμιζαν τη λειτουργία των στρατοπέδων συγκέντρωσης.

Με άλλα λόγια, η κουλτούρα της παρακολούθησης και της κατάχρησης των νέων τεχνολογιών με στόχο τον έλεγχο των πιο μύχιων σκέψεων των πολιτών, γεννήθηκε εδώ. Και εδώ, αν ισχύσουν οι ευχές των νέων Βερολινέζων, θα πεθάνει.