Έγραψε μυθιστορήματα, αλλά είναι η ίδια της ζωή ένα μεγάλο εθνικό βιβλίο, με χαμένες πατρίδες, ιστορικές αδικίες, πογκρόμ, παγκόσμιους πολέμους, μαρτυρίες, προσφυγιά, ξεκινήματα. Και είναι εκείνη, που μια μέρα στα 65 της χρόνια, κάθισε και έγραψε ένα βιβλίο να κλείσει στις σελίδες την γιαγιά της, την Λωξάντρα. Και την γέμισε απ’ την αρχοντιά της Πόλης, την ομορφιά της γυναίκας, μυρωδιές από κουζίνα σπουδαία, φαγάκι να γλυκαίνει το συναίσθημα, μυρωδιές από την Πόλη, τη θάλασσα, τις γλώσσες και τις συνήθειες των εθνών της που συναντιόντουσαν στις γειτονιές, τις κανέλες της, τους καφέδες της, τους καπνούς της, τους γυναικείους κόρφους, τα λουλούδια στα παράθυρα, τα μυρωδικά στους κήπους. Μας γέμισε εικόνες, νοσταλγία, γλύκα –και μας ανοίγει και την όρεξη…

Και η ίδια της η ζωή; Όλο αισιοδοξία σε μια αναδίπλωση εποχής που άλλαζε ο κόσμος… Η Μαρία Κριεζή γεννήθηκε κάποια μέρα του 1897 στην Κωνσταντινούπολη και πέθανε 6 Νοεμβρίου του 1989. Ήταν κόρη του Υδραίου Νικολάκη Κριεζή, μηχανικού του εμπορικού ναυτικού και της Πολίτισσας Ευφροσύνης Μάγκου. Έζησε για λίγο στον Πειραιά για να γυρίσει πάλι στην Κωνσταντινούπολη. Πήγαινε σχολειό στο Αμερικανικό Κολέγιο. Το καλοκαίρι του 1914, έφηβη ακόμα, επισκέπτεται τον θείο της στο Βατούμ, για διακοπές. Η Ιστορία γράφει το δικό της μυθιστόρημα με αληθινούς ήρωες και ζωές να καταπίνονται στα καπρίτσια της

Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και μετά, το μεγάλο όνειρο: Οκτωβριανή Επανάσταση! Για πέντε χρόνια η Μαρίκα, όπως την φώναζαν οι δικοί της, θα βρεθεί μακριά τους (και αποκομμένη απ’ τη δεδομένη ως τότε ζωή της) και θα τελειώσει το γυμνάσιο της Σεβαστουπόλεως. Μετά πίσω στην Πόλη και δουλειά σε αμερικανική εμπορική εταιρεία. Στη συνέχεια μια μετάθεση και Αλεξάνδρεια και Αίγυπτος. Άλλος κόσμος! Εκεί θα γίνει μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και θα παντρευτεί τον διανοούμενο καθηγητή Ιορδάνη Ιορδανίδη.

Κάποτε μπαίνει στην καθημερινότητα της η Αθήνα. Εργάζεται στην πρεσβεία της Σοβιετικής Ένωσης. Είναι διαφορετική. Σε εποχές που τα κοινωνικά στερεότυπα επιβάλλουν στις γυναίκες αβάσταχτους ρόλους, εκείνη χωρίζει. Είναι 1931 και ζει με τον δικό της τρόπο και τα  δυο παιδιά της.

Πόλεμος. Κατοχή! Το σπίτι της καταστρέφεται απ τους Γερμανούς. Η ίδια θα κλειστεί σε στρατόπεδα κρατουμένων. Ήξερε γλώσσες πολλές και είχε ζήσει ζωές για πέντε ανθρώπους. Μέσα της καραδοκούσαν λέξεις, που δεν έβρισκαν απ’ την Ιστορία, στιγμές ακινησίας για να μορφωθούν. Ώσπου…
 
«…  Συχνά μας έλεγε ιστορίες της Πόλης σκιαγραφώντας τη γιαγιά της, τη Λωξάντρα.
-Μαρίκα, δεν κάθεσαι να τα γράψεις όλ’ αυτά που μας ανιστοράς, της έλεγα.
-Λωλάθηκες! μου αποκρινόταν. Εγώ το μόνο που έμαθα να κάνω είναι να γράφω αιτήσεις.
-Γράψε τα όπως τα λες, κι αυτό φτάνει.
Η Μαρίκα τίποτα. Αμετάπειστη! Μια μέρα με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, έγραψα τη Λωξάντρα.
-Τι;
-Να, τα όσα σου ανιστορούσα για την Πόλη.
-Μπράβο, Μαρίκα.
Τι μπράβο κάθεσαι και μου λες. Κανείς εκδότης δεν το βγάζει.
-Να το τυπώσεις μόνη σου.
-Και πού θα βρεθούν τα λεφτά;
-Να δανειστείς.
Έπειτα από κάμποσο καιρό έρχεται η Μαρίκα μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ήταν η Λωξάντρα. Το διάβασα και συναρπάστηκα. Η αφήγησή της ή, πιο σωστά, ο τρόπος που ζωντάνευε τα περασμένα, ξεπέρασε κάθε προσδοκία μου.
Ύστερα από δυο μήνες, η Μαρίκα μου τηλεφωνά.
-Πούλησα 200 βιβλία. Έβγαλα τα μισά μου έξοδα.
-Θα τα πουλήσεις όλα, Μαρίκα.
-Από το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.
Πέρασαν ακόμη λίγοι μήνες και με παίρνει στο τηλέφωνο.
-Δημήτρη, τα πούλησα όλα!»


Αυτά έγραψε ο Δημήτρης Φωτιάδης στα «Ενθυμήματα» του (εκδόσεις: Κέδρος), για το πώς στα 65 της η Μαρία Ιορδανίδου, αποφάσισε να ξεκλειδώσει την ιστορία της γιαγιάς της από μέσα της και να την αφήσει ελεύθερη. Το βιβλίο της γνώρισε από το 1962, που το τύπωσε μόνης της, πολλές επανεκδόσεις.

Κάποτε γίνεται σειρά στην τηλεόραση και η πολίτισσα Λωξάντρα-Μπέτυ Βαλάση, που έζησε πριν τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, θα μείνει ως θρύλος τηλεοπτικός στις αναμνήσεις μιας ολόκληρης γενιάς.

 

https://www.youtube.com/watch?v=1GLElAHAA-k

 

 Η Μαρία Ιορδανίδου, έχει πολλές ιστορίες ακόμη να πει. Την εποχή που ήταν μάρτυρας στις αλλαγές της Ρωσίας την κλείνει στο βιβλίο της «Διακοπές στον Καύκασο», ενώ ο ελληνισμός της Αλεξανδρείας, η επιστροφή των Ελλήνων της διασποράς στην Αθήνα και οι απατηλές ελπίδες του Μεσοπόλεμου γίνονται το «Σαν τα τρελά πουλιά».

Τελευταίο της βιβλίο ήταν το «Η αυλή μας» το 1981. Διαβάστηκε και αγαπήθηκε πολύ! Βραβεύτηκε! Χάρηκε η ίδια πολύ όταν το 1978 το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως της απένειμε τον Χρυσό Σταυρό και το Οφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου. Στο κάτω κάτω, την τιμούσε η χρυσή, έγχρωμη πατρίδα των παιδικών της χρόνων.

Πέθανε στις 6 Νοεμβρίου του 1989. Κηδεύτηκε στο νεκροταφείο της Νέας Σμύρνης.

Στα βιβλία της, οι γυναίκες είναι δυναμικές, αρχόντισσες, πανέξυπνες, αποθεώνουν τον άνδρα τους ως ροκ σταρ, όπως θα λέγαμε στις μέρες μας και είναι πάνω απ όλα ευτυχισμένες. Έτσι, λοιπόν, όπως γράφει στην «Λωξάντρα»:

 

… Μουχαλεμπί και γκιουλ σερμπέτ ο αναστεναγμός σου
και του Χατζή Μπεκίρ λοκούμ ο τρυφερός λαιμός σου.
Ο κάθε λόγος σου γλυκός, σαν ραβανί αφράτος,
και σαν του Αϊβάν – Σεράι λοκμάς με μέλι μυρωδάτος…
 

Και συνεχίζει η ίδια:

«Μόνο Ανατολίτης ποιητής θα μπορούσε να γράψει αυτά τα ωραία λόγια…

Μεγάλη σημασία δίνουν οι ανατολίτες στο ζήτημα της τροφής. Ο Κομφούκιος, λέει, χώρισε τη γυναίκα του γιατί «το ρύζι δεν ήταν ποτέ αρκετά λευκό ούτε ο κιμάς αρκετά καλά κοπανισμένος», και όταν ξαναπαντρεύτηκε πήρε γυναίκα μερακλού στο φαγητό γιατί «η τύχη μας, λέει, δεν είναι στα χέρια των θεών αλλά στα χέρια εκεινού που μαγειρεύει την τροφή μας». Και ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό; Πώς τη βλέπεις τη γυναίκα σου ύστερα από ένα καλομαγειρεμένο φαγητό και πώς τη βλέπεις όταν έρχεσαι κουρασμένος στο σπίτι σου να φας και βρίσκεις σούπα του μπακάλη, κονσέρβα και σάλτσα μποτιλιαρισμένη;

Καλοτάισε τον άντρα σου, αν θέλεις να έχεις άντρα. Βάλε μπόλικο κρεμμύδι στο γιαλαντζί ντολμά για να κάνεις το ντολμά νόστιμο, όμως ρίξε μέσα και δυόσμο για να τον κάνεις χωνευτικό. Στο κυδωνάτο που είναι στυφτικό ρίξε μαζί να βράσουν και τα κουκούτσια του κυδωνιού που είναι τόσο μαλαχτικά για να φέρεις την ισορροπία. Το λάδι μην το λυπάσαι στο λαδερό γιατί η λαϊκή παροιμία λέει: «Φάε λάδι κι έλα βράδυ». Κάθε λαχανικό στην εποχή του είναι και πιο ωραίο και πιο φτηνό, τι να την κάνεις την κονσέρβα;

Οι Ευρωπαίοι λένε πως οι ανατολίτισσες είναι αντροχωρίστρες. Δεν είναι αντροχωρίστρες οι ανατολίτισσες, είναι καλοφαγούδες, γι’ αυτό οι ξένοι σαν έρθουν στην Ανατολή δεν τους κάνει καρδιά να φύγουν. Και σπιτικό που ο ακρογωνιαίος λίθος του δεν είναι κάτω απ’ την κουζίνα, δε θεμελιώνεται καλά…»