Καταρχήν συμφωνώ μαζί σας. Πιο βαρετό πιάτο δεν υπάρχει. Και όταν αυτό το κατασκεύασμα γίνεται κατάπλασμα πάνω από τα μακαρόνια, λες κρίμα τα μακαρόνια. Όμως, υπάρχει τρόπος και μάλιστα πολύ εύκολος το σολομουδάκι να γίνει ένα φαγητό θαύμα, που στοιχίζει το τίποτα, γίνεται σε ελάχιστη ώρα και κανείς δεν μπορεί να του αντισταθεί.

Εν αρχή είναι το ψάρι. Ο σολομός, αν δεν κατοικείτε στη Σκοτία, στην Ιρλανδία, στον Καναδά και άλλα υπερβόρεια μέρη, δεν είναι φρέσκος. Γι’ αυτό, αν δεν ανήκετε στη μερίδα εκείνη των συμπολιτών μας που διαθέτουν λίαρ τζετ για να έχουν φρέσκο ψάρι, προτιμήστε το καταψυγμένο –εκείνο του Lidl είναι νοστιμότατο και σε πανέξυπνη συσκευασία. Δύο ή τέσσερα φιλέτα σε ξεχωριστά πακετάκια που χωρίζονται με περφορέ γραμμές. Μετράς κεφάλια και πείνα και κόβεις με το ψαλίδι. Φυσικά, δεν τρυπάς τα πακετάκια. Τα βουτάς όπως είναι, σφραγισμένα, σε ένα μπολ με νερό και η απόψυξη είναι θέμα λεπτών.

Αφού τα φιλέτα έχουν καταψυχθεί, συγκεντρώνετε γύρω από την εστία τα εξής: Τα φιλέτα του σολομού, βούτυρο (μια καλή κουταλιά στο τηγάνι), κρέμα γάλακτος, λευκό κρασί, ένα κουταλάκι ξεπλυμένες καπάρες ανά φιλέτο (εγώ βάζω περισσότερες), μαραθόσπορο, πιπέρι, αλάτι. Επίσης, βγάζετε τα πιάτα και μοιράζετε σε αυτά βραστές πατάτες κομμένες σε φέτες –έχω πάντα στο ψυγείο- και λίγο μπρόκολο ή κανένα σπαράγγι (προαιρετικό).

Στη μάχη λοιπόν. Ανάβετε τη φωτιά στο μισό της έντασης και όταν λιώσει το βούτυρο –να μην αρχίσει να μαυρίζει-, ρίχνετε τα φιλέτα. Τα αφήνετε μέχρι να ξεκολλάνε εύκολα από το τηγάνι και προσθέτετε: τις κάπαρες –να μαγειρευτούν με το βούτυρο-, τον μαραθόσπορο, το πιπέρι και το αλάτι. Τουμπάρετε τα φιλέτα και περιμένετε κάνα-δυο λεπτά. Σβήνετε με το κρασί και κοιτάτε στα πλάγια να δείτε ότι το ψάρι έχει σχεδόν ψηθεί. Ρίχνετε την κρέμα και συνεχίζετε το μαγείρεμα μέχρι να πήξει λίγο η σάλτσα. Σερβίρετε.

Επισήμανση: Αν μπείτε στον πειρασμό να αφαιρέσετε τις κάπαρες, δεν κάνετε τίποτα. Ο συνδυασμός της κάπαρης με την κρέμα είναι το μυστικό της επιτυχίας της συνταγής.