Ότι το αναπτυξιακό πλάνο για την έξοδο της χώρας από την κρίση συνοψίζεται στο δίπτυχο φαΐ-ποτό, το καταλάβαμε –όπου κλείνει μια μπουτίκ, ανοίγει ένα τσιπουράδικο κι όπου βάζει λουκέτο ένα επιπλάδικο, ένας φούρνος απλώνει τις σφολιάτες του –o φούρνος με τραπεζοκαθίσματα, εννοείται. Μπράβο, στους ανθρώπους. Καλές δουλειές τους εύχομαι.

Όμως, ως εκεί. Διότι στο Παγκρατάκι όπου κατοικώ, οι καλές δουλειές δεν κάνουν τους καλούς φίλους. Ούτε σπιθαμή πεζοδρόμιο δεν υπάρχει πλέον για να περάσει άνθρωπος –αν μάλιστα σέρνεις μαζί σου άνθρωπο (μωρό), σκύλο ή σακούλες με ψώνια, ούτε να το σκέφτεσαι. Καταμεσής στο δρόμο θα πηγαίνεις με τους οδηγούς να σε βρίζουν και να κουνάνε το κεφάλι τους με συγκατάβαση οι πιο ευγενικοί.

Αν πείτε «παλιό το κακό», προφανώς κατοικείτε αλλού. Διότι τα τραπεζοκαθίσματα δεν είναι πλέον αυτά που ξέρατε. Δεν είναι μερικές καρεκλίτσες και μερικά τραπεζάκια τα οποία, άμα λάχει, τα παραμέριζες. Εδώ μιλάμε για το σαλόνι τα γιαγιάς σου πολλαπλασιασμένο και κλεισμένο με σύνορα νοητά και φυσικά: πατάρια, παραβάν, κιγκλιδώματα, ζαρντινιέρες, καναπέδες, τζαμαρίες. Επιστρέφεις από τη λαϊκή φορτωμένη και από το οδόστρωμα, κοιτάς το πεζοδρόμιο –το πρώην πεζοδρόμιο, για το οποίο φορολογείσαι- όπου απολαμβάνουν το καφεδάκι τους δίπλα στη σόμπα οι θαμώνες. Και βλέπεις στο βάθος το μαγαζί άδειο – ολόαδειο.

Το σχέδιο είναι απλό και σατανικό. Απαγορεύτηκε το κάπνισμα εντός και τα μαγαζιά γυρίσαν το μέσα έξω. Και τρύπα δύο επί δύο να έχεις, αν έχει πεζοδρόμιο μπροστά και είναι σε «επίκαιρο» σημείο, την έδωσες. Διότι το μέσα υπάρχει για να δικαιολογεί το έξω. Και στο δήμο κάναν πάρτι. Διότι όλα αυτά είναι λεφτά ζεστά και λαχταριστά που κλείνουν τρύπες και μπαλώνουν τα κουρέλια.

Και η Αρριανού έγινε αδιάβατη κι η Αρχελάου κοντά είναι, ακόμα και η «ταπεινή» Βρυάξιδος σήκωσε κεφάλι. Και σα να μην φτάνουν τα υπόλοιπα, το στριμωξίδι φέρνει και βαβούρα που σε παίρνει και σε σηκώνει βραδιάτικα -σαν ματς των αιωνίων κάτω απ’ το αυτί σου. Και, φυσικά, η αστυνομία δεν κάνει τίποτα διότι το μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο της ηχορύπανσης δεν πιάνει την οχλαγωγία παρά μόνο την ένταση της μουσικής -αυτό μου το είπε αξιωματικός του τμήματος Παγκρατίου.

Όμως, εγώ που έχω πληρώσει τις πλάκες που στρώνουν τα πεζοδρόμια και μία και δύο και τρεις φορές, έχω την απαίτηση να έχω πεζοδρόμια για να πατήσω κι όχι σαλονάκια όπου πρέπει να χτυπήσω κουδούνι για να περάσω ή να παρακαλέσω τους καθήμενους να συμπτυχθούν και «όλοι θα χωρέσουμε».

Γιατί δεν θα χωρέσουμε όλοι. Μαλλιά κουβάρια θα γίνουμε. Κι αν όλοι αποφασίσουμε ότι τέρμα οι ευγένιες -από δω και πέρα θα διασχίζουμε τα σαλονάκια με ψηλά το κεφάλι κι ας ενοχλούνται οι θαμώνες  κι ας σπάσουν μερικά ποτήρια- πολλές καρδιές θα χαλάσουν..

.

[Η φωτογραφία από κάτω, του Δ. Α. Χαρισιάδη/αρχείο Μουσείου Μπενάκη, είναι από την πλατεία Συντάγματος την εποχή που η ανάπτυξη των τραπεζοκαθισμάτων γινόταν με μέτρο και εκεί που χώρος υπήρχε για όλους.]