Το βλέμμα στο πάτωμα, το κεφάλι σκυφτό και οι κινήσεις μηχανικές ανάμεσα σε αστυνομικούς και φωτορεπόρτερ. Ο «γίγαντας» των δύο μέτρων Μιχάλης Μισούνοφ, ο «Μίσα» όπως τον φώναζαν οι Αρειανοί την εποχή που ,μεγαλουργούσε μαζί με Γκάλη και Γιαννάκη, δεν είναι πια ο άνθρωπος που άφησε το δικό του προσωπικό στίγμα στα παρκέ.

Παραμένει αναμφίβολα ένας μπασκετικός μύθος, αλλά και ένας άνθρωπος με αδυναμίες και πάθη, που σταδιακά τον οδήγησαν σε ένα δρόμο σκοτεινό, σε φημολογούμενες επαφές με παρακλάδια της Ρώσικης μαφίας στην Ελλάδα και στην παρανομία. Η τρίτη του σύλληψη προ ημερών για κατοχή ποσότητας χασίς πάνω από ενάμιση κιλό ήταν το κερασάκι στην τούρτα του προσωπικού κατήφορου που πήρε ο Μίσα. Ενός κατήφορου που είχε ατέλειωτες νύχτες με τζόγο στα καζίνο της Θεσσαλονίκης και σε ιδιωτικές λέσχες. Αυτό ήταν το κρυφό πάθος του Μισούνοφ, στο οποίο δεν μπόρεσε να αντισταθεί ποτέ λένε γνωστοί και φίλοι του.

 

Ο λιγομίλητος Μίσα!

Κι αν αναρωτιέται κανείς πως είναι δυνατόν ένας αθλητής που αμειβόταν με διακόσια και τριακόσια εκατομμύρια δραχμές ετησίως να τα χάσει όλα μέσα σε λίγα χρόνια, η απάντηση είναι πολύ εύκολη και οι ιστορίες ανθρώπων που έχουν καταστραφεί από τα χαρτιά ή την ρουλέτα ατέλειωτες.

Ο Μισούνοφ δεν ξενυχτούσε στα μπουζούκια ή στα κλαμπ, όταν η ομάδα του Αρη μεσουρανούσε. Ήταν πάντα λιγομίλητος και μετά την αποχώρησή του από την ενεργό δράση, απέφευγε τις δηλώσεις και δεν πήγαινε συχνά στα παιχνίδια της ομάδας, όπου υπήρχαν ειδικές θέσεις για τους παλαίμαχους.

Παντρεμένος με μια καλλονή από την Σερβία όπως θυμούνται αθλητικοί ρεπόρτερ από την Θεσσαλονίκη, με την οποία απέκτησε μια κόρη, έκανε σπάνια δημόσιες εμφανίσεις. Οι ψίθυροι για τις εξορμήσεις του σε λέσχες και καζίνο ήταν ένα καλά κρυμμένο μυστικό, όπως και τα ιλιγγιώδη ποσά που φέρεται να έχανε συχνά, όταν η τύχη -αν υπήρχε- του γύριζε την πλάτη.

Κι αν προς τα τέλη της δεκαετίας του ’90, που σταμάτησε το μπάσκετ, μπορούσε να ανταποκριθεί οικονομικά στο πάθος του, λίγα χρόνια αργότερα αυτό δεν ήταν πλέον δυνατό να γίνει. Ο γάμος του διαλύθηκε και η πρώην πλέον σύζυγός του πήρε την κόρη τους και έφυγαν στην Σερβία, αφήνοντας τον Μίσα μόνο του.
 

Από τις πιστωτικές κάρτες στους εκτοξευτήρες!

Το πώς ήρθε σε επαφή με παρακλάδια της Ρωσικής μαφίας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα όσα ακούγονται δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Ο Μιχάλης Μισούνοφ το έκανε όχι γιατί το ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Χρειαζόταν χρήματα για να παίζει, τα οποία δεν είχε πλέον, οπότε πέρασε στην αντίπερα όχθη.

Ίσως αυτοί με τους οποίους ήρθε σε επαφή να πίστεψαν ότι είχαν βρει τον άνθρωπό τους, έναν λαμπρό αθλητή υπεράνω πάσης υποψίας, που δύσκολα θα έμπαινε στο στόχαστρο της ΕΛΑΣ. Δυστυχώς διαψεύστηκαν το 2004, όταν ο Μισούνοφ συνελήφθη στην Αθήνα τον Ιούλιο, για συμμετοχή σε κύκλωμα πλαστογραφίας πιστωτικών καρτών. Η είδηση τάραξε τα ήρεμα νερά του Θερμαϊκού και πάρα πολλοί άνθρωποι που δεν τον ήξεραν καλά έπεσαν από τα σύννεφα. Αυτοί που ήξεραν απλά κούνησαν το κεφάλι τους.

Ο κατήφορος μόλις είχε αρχίσει για τον αγαθό γίγαντα με το χαμηλό κοινωνικό προφίλ, που σύμφωνα με φίλους του δεν συνετίστηκε, παρά την ποινή κάθειρξης των οχτώ ετών, που ανεστάλη ενόψει του Εφετείου. Συνέχισε σύμφωνα με τους καλά γνωρίζοντες τα της ζωής του να εξακολουθεί να παίζει και συνήθως να χάνει, σε ένα ατέλειωτο αυτοκαταστροφικό γαϊτανάκι.

Πέντε χρόνια αργότερα, έρχεται η δεύτερη σύλληψη, όταν οι αστυνομικοί βρίσκουν στην κατοχή του μπασκετμπολίστα δυο εκτοξευτήρες RPG και μια ρουκέτα! Αυτή την φορά η απολογία του δεν θα πείσει κανένα. Ο Μισούνοφ υποστηρίζει ότι παρέλαβε το «οπλοστάσιο» από έναν γνωστό του που του το έδωσε για φύλαξη. Ο «γνωστός» είναι άνθρωπος της νύχτας, το όνομα του οποίου είχε εμπλακεί σε μαφιόζικη εκτέλεση μπράβου.

Το Κακουργιοδικείο Θεσσαλονίκης του επιβάλλει ποινή κάθειρξης έντεκα ετών η οποία δεν έχει ανασταλτικό χαρακτήρα και ο Μισούνοφ, οδηγείται στις Φυλακές Διαβατών.  Τον Νοέμβριο του 2011 θα πετύχει αναστολή της ποινής του υπό όρους και θα αναπνεύσει ξανά αέρα ελευθερίας, προσπαθώντας όπως είχε πει σε κάποιους φίλους του να μείνει μακριά από τις κακές παρέες. Τελικά δεν τα κατάφερε….
 

Τα χρόνια της δόξας

Ότι και αν έκανε μετά το τέλος της καριέρας του ο Μισούνοφ, παραμένει ένας από τους καλύτερους παίχτες που πέρασαν από την θρυλική ομάδα του Άρη. Γεννημένος στην Μόσχα από Ρώσο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα, έφτασε στην Θεσσαλονίκη το 1987 και έμεινε στον Άρη για μια δεκαετία. Μαζί με τους Γκάλη και Γιαννάκη, κατέκτησε τέσσερα πρωταθλήματα και τέσσερα κύπελλα Ελλάδας.

Η πιο μεγάλη στιγμή της καριέρας του ήταν η κατάκτηση του Κυπέλλου Κυπελλούχων Ευρώπης στον τελικό του Τορίνο, απέναντι στην Τουρκική Εφές Πίλσεν.

Μετά από τον Άρη αγωνίστηκε στον Ηρακλή και την Σιένα, ενώ μετά το τέλος της καριέρας του επέστρεψε στην Θεσσαλονίκη, την πόλη που τον αγάπησε, όπου εγκαταστάθηκε μόνιμα, σε πολυτελές ρετιρέ επί της Εθνικής Αντιστάσεως.

Εκεί όπου γύριζε πολλές φορές έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου αλλά και τεράστια ποσά, από τις νύχτες που αργούσαν να ξημερώσουν στο καζίνο…