Με την Πόλυ Πάνου η γνωριμία μας είναι πολύ παλιά. Από την εποχή της άρνησης μου για την ελληνική μουσική, τότε που, παιδί ακόμα, υπήρχε στα μουσικά μου ακούσματα μόνο η ροκ και ο Σαββόπουλος. Παρόλα αυτά, όταν άκουγα στο κρατικό ραδιόφωνο της δεκαετίας του ΄70 «Το πλοίο θα σαλπάρει για λιμάνια ξένα» ως εκ θαύματος, δεν το έκλεινα. Με γοήτευε, όσο κι αν αρνιόμουν να το παραδεχτώ. Μου έκλεινε το μάτι κι εγώ έκανα ότι δεν καταλάβαινα.

Την εποχή που η «ελεύθερη ραδιοφωνία» έκανε το μεγάλο μπαμ, κάνοντας μια εκπομπή για το ελληνικό τραγούδι, βρέθηκα να κάνω μια συνέντευξη την εβδομάδα με κάποιο από τα πρόσωπά του. Αφού, λοιπόν, εξάντλησα όλους αυτούς που θεωρητικά με αφορούσαν, στράφηκα στα παλιότερα πρόσωπα του ελληνικού τραγουδιού που πάντα με γοήτευαν και που είχαν ήδη περάσει στον χώρο του μύθου. Στο μυαλό μου τουλάχιστον…

Στην περίπτωση, βέβαια, της Πόλυς Πάνου, υπήρχε και ένα ρεπερτόριο συγκλονιστικό. Μόνο τον «μαύρο δίσκο» με τα πορτραίτα της Columbia να είχες ακούσει, καταλάβαινες ότι αυτή η γυναίκα, εκτός από τεράστια τραγουδίστρια, είχε τραγουδήσει και τα καλύτερα τραγούδια της εποχής της. Με δεδομένο αυτό, την πήρα τηλέφωνο και την κάλεσα στην εκπομπή μου, σαν να ήταν το πιο απλό πράγμα στον κόσμο. Παρόλο που μέσα μου πίστευα ότι δεν θα έρθει. Η ίδια ανταποκρίθηκε αμέσως, ρωτώντας με αν θέλω να φέρει κάποια σπάνια δισκάκια με τραγούδια της από τα χρόνια του ΄60.

Και κάπως έτσι βρεθήκαμε στο στούντιο, σε μια συνέντευξη που, ευτυχώς, σώζεται. Η Πόλυ Πάνου που είχα απέναντί μου, ήταν μια γυναίκα που δεν είχε το χάρισμα του λόγου, και ,κυρίως, δεν ήξερε να πουλήσει τον εαυτό της. Απαντούσε σε ότι την ρωτούσα, χωρίς να τονίζει πράγματα που έζησε και τραγούδησε, ανθρώπους που συνεργάστηκε και που ήταν ήδη μύθος για όλους εμάς τους υπόλοιπους. Το μόνο σημείο από αυτή την συνέντευξη που θυμάμαι να ανεβάζει κάπως τον τόνο, ήταν όταν βάλαμε να ακουστεί ένα από τα δισκάκια που είχε φέρει μαζί της και που δεν ήταν Τσιτσάνης ή Παπαιωάνου, που είπε ότι αυτό το δισκάκι θα έπρεπε να παιχτεί στο πικ απ με χρυσή βελόνα. Κι αυτό επειδή είχε πουλήσει χιλιάδες  αντίτυπα.

Κάπου εκεί τελείωσε η πρώτη μας γνωριμία. Η εντύπωση μου από αυτήν, αν δεν μεσολαβούσε αργότερα η κανονική μας γνωριμία, θα ήταν ότι είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων. Και  επειδή η ζωή τα φέρνει πάντα όπως δεν μπορείς να φανταστείς, αρκετά χρόνια αργότερα βρισκόμαστε και οι δύο στην LYRA. Εκείνη να κάνει έναν δίσκο με καινούργια τραγούδια και εγώ να δουλεύω στις δημόσιες σχέσεις. Ο δίσκος είναι έτοιμος και κάνουμε ένα ραντεβού στα γραφεία της εταιρείας για να συμφωνήσουμε πως θα τον δουλέψουμε. Την συγκεκριμένη ώρα του ραντεβού, έρχεται στην εταιρεία μια γυναίκα που δεν είχε καμία σχέση με την Πόλυ Πάνου της ραδιοφωνικής εκπομπής. Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου μία ντίβα, τυλιγμένη σε μία κομψότατη γούνα (ήταν και χειμώνας βλέπετε), που κρατούσε στα χέρια ένα κουτί με γλυκά, «για να… γλυκάνει την συνεργασία μας», απ΄ ότι είπε αργότερα. Περιττό να πω ότι όλοι οι παρόντες είχαμε μείνει με το στόμα ανοιχτό και την χαζεύαμε.

Η συνεργασία μας κύλησε άψογα. Ήταν από τους πιο συνεργάσιμους ανθρώπους που μπορείτε να φανταστείτε. Πλην, όμως, ο δίσκος δεν πήγε τόσο καλά όσο θα θέλαμε. Από αυτή την εποχή, την θυμάμαι να κάνει πρεμιέρα στα «Δειλινά» και εμείς καθηλωμένοι στο τραπέζι να την ακούμε. Ήταν η μεγάλη κυρία του λαϊκού τραγουδιού, με ένα ρεπερτόριο που καμία άλλη τραγουδίστρια της εποχής της δεν είχε.

Στην δεύτερη εμφάνισή της, προχωρημένη νύχτα πια, ο κόσμος είχε σηκωθεί και χόρευε. Κάποια στιγμή, ενώ τραγουδούσε ένα τραγούδι του Χιώτη, δεν άντεξα να κάθομαι, και -πολύ δεν θέλει ο άνθρωπος- βρέθηκα στην πίστα να χορεύω. Με το που σηκώθηκα, με αγκαλιάζει με το ίδιο χέρι που κρατούσε το μικρόφωνο και βρέθηκα, αναγκαστικά ανάμεσα σε εκείνη και το μικρόφωνο. Δεν μου είχε ξανατύχει και εκείνη την στιγμή κατάλαβα πως αυτή η γυναίκα διηύθυνε, ουσιαστικά, την ορχήστρα και της έδινε το τέμπο με το στόμα, με την φωνή της.

Προφανώς εκτίμησε αυτό που έκανα, γιατί από εκείνη την στιγμή έγινα ο άνθρωπός της στην εταιρεία. Έβλεπε και τον θαυμασμό που της είχα, οπότε δεν ήταν δύσκολο να απευθύνεται σε μένα για ό,τι προέκυπτε.

Όταν μπήκε το θέμα του επόμενου δίσκου της, που θα ήταν τα παλιά λαϊκά τραγούδια, η υπεύθυνη παραγωγής της LYRA μου πρότεινε να ασχοληθώ εγώ με το ρεπερτόριο. Σκεφτήκαμε να κάνουμε έναν δίσκο με παλιά τραγούδια που είχαν θεματολογία τον Πειραιά. Βρέθηκαν σχετικά εύκολα (υπάρχουν πολλά λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια με αυτό το θέμα), έγινε η σχετική λίστα, τα ακούσαμε και κάναμε μια συνάντηση στο σπίτι της για να αποφασίσουμε ποια θα επιλέξουμε. Μόνο αυτό δεν έγινε…

Πηγαίνοντας στο σπίτι της στο Ψυχικό, βρήκα μπροστά μου τη… μαμά μου. Κατ΄ αρχάς, θεώρησε καθήκον της να με περιποιηθεί. «Τι να σου κάνω να φας; Έχω φρέσκιες μπριζόλες γάλακτος στο ψυγείο….» Την διαβεβαίωσα ότι είχα πάει φαγωμένος, οπότε περάσαμε στη φάση καφές και γλυκό. Αφού το λύσαμε άρχισε να με ξεναγεί στο σπίτι της, για το οποίο ήταν πολύ περήφανη. Όταν περάσαμε στο μεγάλο σαλόνι, κατάλαβα τον λόγο: είχε παντού βιτρίνες με μουσικά όργανα. Ο μπαγλαμάς του Άκη Πάνου, το μπουζούκι του Χιώτη, του Παπαϊωάνου, του Τσιτσάνη και ένα σωρό άλλα μουσικά όργανα που αυτή την στιγμή δεν θυμάμαι τους κατόχους τους. Ήταν πολύ περήφανη για αυτή την συλλογή και δικαίως. Ο καθένας θα ήταν. Άρχισε να μου διηγείται πώς γνώρισε καθέναν από αυτούς και στιγμιότυπα της συνεργασίας τους. Ήταν συγκλονιστική. Έβλεπα να ξετυλίγεται μπροστά μου η ιστορία του λαϊκού τραγουδιού, από έναν άνθρωπο που την έζησε από μέσα.

Η γυναικεία της φιλαρέσκεια, βέβαια, την έκανε να λέει κάθε τόσο, όταν διηγιόταν μια ιστορία από την δεκαετία του ΄50: «΄Εγώ, βέβαια, τότε, ήμουν πολύ μικρή». Το έλεγε τόσο χαριτωμένα, που πολύ απλά την πίστευες. Γιατί, σημασία, είχε η ίδια η ιστορία.

Έμαθα μέσα σε εκείνο το απόγευμα, κάπου μεταξύ σοβαρού και αστείου, τόσες ιστορίες με πρωταγωνιστές τους θρύλους  του λαϊκού τραγουδιού, που δεν έμαθα σε όλη την υπόλοιπη ζωή μου. Πρόσωπα που για μένα ήταν ήδη στην χώρα του μύθου, για αυτήν ήταν η παρέα της, οι συνοδοιπόροι της: Βασίλης Τσιτσάνης, Μανώλης Χιώτης, Μάρκος Βαμβακάρης, Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μαίρη Λίντα, Ακης Πάνου, Γιάννης Παπαιωάννου (η αδυναμία της), Μανώλης Αγγελόπουλος (ήταν κουμπάροι).

Ιστορίες και περιστατικά, από αυτά που συνέβαιναν στην καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων και μένουν εκεί, αφού καμιά επίσημη ιστορία δεν καταγράφει. Αυτό που μου έκανε εντύπωση, είναι ότι δεν άκουσα από το στόμα της κακία για κανέναν. Κακή κουβέντα δεν είπε για κανέναν. Κατάλαβα ότι από την πορεία της στο τραγούδι τόσα χρόνια, κρατούσε μόνο τα θετικά.

Κάποια στιγμή, όταν επιστρέψαμε στο θέμα των τραγουδιών, τα βρήκαμε αμέσως. Εκτός από ένα τραγούδι. Επέμενε να τραγουδήσει το «Τράβα ρε μάγκα και αλάνι» του Βαμβακάρη, ενώ εγώ, μέσα στην αφέλειά μου, της έλεγα ότι δεν αναφέρεται επαρκώς στον Πειραιά. Φυσικά και το είπε και αυτό το τραγούδι. Αυτό δα έλειπε, να πέρναγε το δικό μου.

Ο δίσκος έγινε. Συμμετείχαν ο Διονύσης Σαββόπουλος και ο Αργύρης Μπακιρτζής των Χειμερινών Κολυμβητών. Άρεσε, πήρε πολύ καλές κριτικές. Στιγμιότυπο που δεν έζησα από πρώτο χέρι, αλλά μου το διηγήθηκε η Ντόρα Ρίζου, υπεύθυνη παραγωγής. Συναντιούνται στο στούντιο ο Σαββόπουλος με την Πόλυ Πάνου. Ο Σαββόπουλος θα τραγουδούσε τους «Θαλασσινούς» του Γιώργου Ζαμπέτα και η Πόλυ θα του έκανε τις δεύτερες φωνές. Φυσικά το τραγούδι ήταν πάνω στον Σαββόπουλο. Στο τελευταίο κουπλέ, όμως, η Πόλυ αφήνει τις δεύτερες φωνές, λέει, εκτός προγράμματος ένα «Πάμε Διονύση» και με έναν μαγικό τρόπο το τραγούδι ακούγεται σαν ντουέτο. Αυτό, φαντάζομαι, όνο μια παλιά τραγουδίστρια είχε την εμπειρία και το τσαγανό να το κάνει.

Άρχισε να συζητιέται πάλι το όνομά της. Πως η Πόλυ Πάνου συνεχίζει να τραγουδά σε μαγαζιά. Έρχεται λοιπόν μια πρόταση από πολύ γνωστή τραγουδίστρια, να τραγουδήσουν μαζί τον χειμώνα σε ένα πολύ γνωστό στέκι του λαϊκού τραγουδιού. Την επιμέλεια του προγράμματος είχε μια πολύ γνωστή και αγαπητή σε όλους δημοσιογράφος. Συναντιούνται, λοιπόν, στο πρώτο ραντεβού για να πουν πώς βλέπουν το πρόγραμμα που θα έφτιαχναν.

Κάποια στιγμή η γνωστή και αγαπημένη δημοσιογράφος, αγνοώντας πλήρως τον κώδικα τιμής των παλιών τραγουδιστών, κάνει μια μεγαλόπρεπη χειρονομία και λέει με όλη την σιγουριά που διέθετε: «Πόλυ, το φαντάζομαι να βγαίνεις στη σκηνή ακριβώς στις 12 και να λες την ‘Αρχόντισσα’». Είμαι σίγουρος ότι το είπε με καλή πρόθεση, έχοντας στον νου της να την τιμήσει. Αντί για άλλη απάντηση, η Πόλυ σηκώθηκε, την κοίταξε περιφρονητικά και της είπε πολύ απλά: «Αν σε άκουγε ο Τσιτσάνης από εκεί που βρίσκεται, θα τρίζουν τα κόκκαλα του. Να βγω στις 12 να πω την ‘Αρχόντισσα’ με τον κόσμο από κάτω ακόμα να τρώει; .Στις 12 να βγει η … (και ανέφερε το όνομα της γνωστής  κι αγαπημένης τραγουδίστριας που λέγαμε), που έχει και το κατάλληλο ρεπερτόριο. Την ‘Αρχόντισσα’ την τραγουδάς αργά το βράδυ, όταν ο κόσμος δεν τρώει, αλλά ακούει αυτά που λες». Και πολύ απλά σηκώθηκε και έφυγε.

Αυτή ήταν η Πόλυ Πάνου. Αρχόντισσα η ίδια, που δεν διαπραγματευόταν, όχι τον εαυτό της, αλλά το λαϊκό τραγούδι που υπηρέτησε σε όλη της την ζωή. Χρόνια μετά, την είδα και την άκουσα στο «Αμάν, Αμήν» του Σταύρου Ξαρχάκου. Την στιγμή που έβγαινε στην σκηνή κι άνοιγε το στόμα της, η παράσταση ανέβαινε μερικά σκαλιά παραπάνω. Και έχοντας ακούσει πια τις πιο μεγάλες τραγουδίστριες του κόσμου, με σιγουριά μπορώ να πω πώς η Πόλυ Πάνου και η Σωτηρία Μπέλλου είναι οι δυο Ελληνίδες τραγουδίστριες που αν ο κόσμος δεν είχε σύνορα, θα μπορούσαν πολύ εύκολα να τραγουδούν δίπλα στην Μερσέντες Σόσα, την Σαβέλα Βάργκας, την Σεζάρια Εβόρα. Είναι γεννημένες από την ίδια πρώτη ύλη. Και κουβαλούν την έννοια «λαϊκή τραγουδίστρια» σαν παράσημο πάνω τους. Μπορεί και χωρίς να το ξέρουν…